ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η αυτοθυσιαστική Αλκηστη, της οποίας η νεκρανάσταση δεν διαφέρει από εκείνη του Λαζάρου. Και οι δυο είναι αλλόκοτες

η-αυτοθυσιαστική-αλκηστη-της-οποίας-η-934363

Του Γιάννη Ν. Καλαντζή [email protected]

Με τη λέξη «αυτοθυσία» εννοείται η ανιδιοτελής εκούσια προσφορά της ζωής ή ιδιωτικών αγαθών, χάριν αγαπητού προσώπου ή υψηλού σκοπού (Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Μπαμπινιώτης). Επίσης, η αυτοθυσία ορίζεται ως η εκούσια θυσία των επιθυμιών και συμφερόντων μας για να ωφεληθούν άλλοι, ή για να προαχθεί ένας σκοπός: αυταπάρνηση, αλτρουϊσμός (Λ.Ε.Γ., Τριανταφυλλίδης).

Αυτοί που θυσιάζουν τον εαυτό τους για κάποιον που αγαπούν ή και για κάποιον που ούτε καν γνωρίζουν, ακόμη και για ένα ιδανικό, έναν απώτερο σκοπό, θεωρείται ότι έχουν φθάσει στην απόλυτη αρετή. Στη σημερινή πραγματικότητα, η πρακτική της αυτοθυσίας, ιδιαίτερα για τις γυναίκες, αποτελεί έντονο καθημερινό φαινόμενο, σε σχέση με τους άνδρες. Πράγματι, όταν απαιτηθεί, οι γυναίκες θυσιάζουν πολλές φορές τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους, για χάρη των οικογενειών, των συζύγων, των παιδιών τους.

Η Αλκηστη προσέφερε τη ζωή της, δέχθηκε να πεθάνει για να σωθεί ο άνδρας της, ο Αδμητος, μόλις πληροφορήθηκε την άρνηση των πεθερικών της να κάνουν αυτή την υπέρτατη θυσία, να θυσιαστούν και να σωθεί ο γιος τους. «Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα», έχει πει ο Δ. Σολωμός. Πώς, όμως, έφθασε το ζευγάρι σε αυτό το οικογενειακό αδιέξοδο;

Ο Αδμητος υπήρξε βασιλιάς των Φερών της Θεσσαλίας, γιος του Φέρητος και της Κλυμένης. Σε νεανική ηλικία πήρε μέρος, μαζί με άλλους ήρωες (τους «αρίστους των Ελλήνων») στο «Κυνήγι του Καλυδωνίου κάπρου» και στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ανέβηκε στο θρόνο των Φερών και, σύμφωνα με μια μαρτυρία, η κυριαρχία του επεκτάθηκε σε αρκετές θεσσαλικές πόλεις.

Υπήρξε δίκαιος και ευσεβής ηγεμόνας ο Αδμητος, για αυτό αγαπήθηκε πολύ από τους θεούς. Οταν ο Απόλλωνας σκότωσε τους Κύκλωπες, ο Ζευς τον τιμώρησε και τον έστειλε να υπηρετήσει τον θνητό Αδμητο. Πράγματι, ο θεός του φωτός και της μουσικής υπηρέτησε πιστά τον βασιλιά των Φερών όλο το ετήσιο χρονικό διάστημα, βόσκοντας τις αγελάδες (τις έκανε να γεννούν δίδυμα με τη φιλοτιμία και την εργατικότητά του) και τα άλογα, τα ομορφότερα στον κόσμο. Σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής του Αδμήτου, ο Απόλλων στάθηκε πολύτιμος βοηθός του.

Κάποτε ήρθε η στιγμή να νυμφευθεί ο Φεραίος βασιλιάς και ζήτησε ως γυναίκα του την ωραία κόρη του Πελία, Αλκηστη. Ο βασιλιάς της Ιωλκού είχε αποφασίσει να δώσει την κόρη του «τω δυναμένω συζεύξαι λέοντι (με) κάπρον». Με τη βοήθεια του Απόλλωνος ο Αδμητος κατάφερε και έζεψε στο άρμα του λιοντάρι και κάπρο και έτσι πραγματοποιήθηκαν οι γάμοι του ζευγαριού.

Λησμόνησε, όμως, ο γαμπρός να κάνει την καθιερωμένη θυσία στην Αρτεμη και όταν, μετά από πολύ οινοποσία, αλειμμένος με μύρα, μπήκε στο νυφικό δωμάτιο, τον τύλιξε η φρίκη και οπισθοχώρησε. Στην παστάδα δεν βρισκόταν η νύφη, αλλά ένα σύμπλεγμα φαρμακερών φιδιών, που σφύριζαν απαίσια. Η ξεχασμένη θυσία ήρθε στην επιφάνεια του μυαλού του και την πραγματοποίησε αμέσως, αλλά για να λυθεί το πρόβλημα, να ζήσει μέχρι τα βαθιά γεράματα, έπρεπε να βρεθεί κάποιος, ο οποίος θα δεχόταν με τη θέλησή του να πεθάνει αντί για τον Αδμητο. Ετσι είχε συμφωνήσει ο Απόλλων με τις Μοίρες.

Δυστυχώς, την κρίσιμη ημέρα, δεν δέχεται να θυσιαστεί κανένας, αρνούνται ακόμα και οι ηλικιωμένοι γονείς του. Ο Θάνατος, όμως, επιμένει, είναι ανένδοτος και περιμένει να οδηγήσει το νέο θύμα στον Αδη. Την επίμαχο στιγμή εμφανίζεται η Αλκηστη, η αγαπημένη γυναίκα του Αδμήτου, δηλώνοντας αποφασισμένη να θυσιαστεί για τον σύζυγό της. Η μετατροπή της σε σύμβουλο συζυγικής αγάπης και αφοσίωσης είναι αναμφισβήτητη…

Ο μύθος του Αδμήτου και της Αλκηστης, εξαιτίας της γοητείας και της δραματικής του έντασης, έγινε προσφιλές θέμα στους ποιητές και καλλιτέχνες της Αρχαιότητας, αλλά και των νεοτέρων χρόνων. Στην πασίγνωστη τραγωδία «Αλκηστις» του Ευριπίδη (438 π.Χ.), εμφανίζεται επί σκηνής η Αλκηστη και αποχαιρετά τον σύζυγο και τα δυο παιδιά της. Προτού, όμως, αναχωρήσει για τον Κάτω Κόσμο, ένα πράγμα ζητάει από τον άνδρα της: να μην ξαναπαντρευτεί.

Τους θρήνους του απαρηγόρητου Αδμήτου διακόπτει η άφιξη του Ηρακλή, παλιού του φίλου και συντρόφου στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Ο ημίθεος, μόλις πληροφορείται το τραγικό συμβάν, κατεβαίνει στον Αδη, τον νικάει και φέρνει την Αλκηστη πίσω, στον άνδρα της.

Ο θεατρικός συγγραφέας Γιαν Κοτ (1914-2001) στη «Θεοφαγία» του (1970), χαρακτηρίζει την τραγωδία «αλλόκοτο έργο». Ισως να είναι έτσι, διότι σε αυτό ο Ηρακλής ανασταίνει μια νεκρή, ένα κάτι σαν ομοίωμα. Ο Αδμητος, όταν την αντικρίζει, δυσανασχετεί, συμπεριφέρεται παράξενα. Δεν τολμά να την κοιτάξει στα μάτια και η φρασεολογία του παραπέμπει ευθέως στο αδιανόητο κοίταγμα της Μέδουσας.

Ο Κοτ επιμένει: «Η Αλκηστη έχει και δεν έχει ξανάρθει, η ωραία άγνωστη είναι και δεν είναι η Αλκηστη. Η υπηρέτρια ομολογεί, «μπορείς να την πεις και ζωντανή και πεθαμένη»! Την Αλκηστη είχε, προφανώς, υπόψη του, αιώνες μετά, και ο Ρώσος συγγραφέας Λεονίντ Αντρέγιεφ, όταν έγραφε τη μυθοπλασία «Λάζαρος» (εκδ. Ροές). Τον αναστημένο Λάζαρο, γράφει, όλοι τον αποφεύγουν, το βλέμμα του, ίδιο με της Μέδουσας, πετρώνει κάθε συναίσθημα, κάθε επιθυμία για ζωή σε όποιον τον κοιτάζει κατάματα. Δεν ανοίγει το στόμα του ο φίλος του Ιησού και το μόνο που επαναλαμβάνει είναι: «Ημουν νεκρός». Ο Αντρέγιεφ καταθέτει και απορίες, αιωνίως αναπάντητες, διαπιστώνοντας κενά στη νεκρανάσταση του ήρωά του: «Κανένας δεν μετέφερε στους ζώντες τι είδαν, τι ένιωσαν όσο ήταν πεθαμένοι»!

Αλλά και η Αλκηστη συμπεριφέρεται απόκοσμα στους ανθρώπους. Ο Ευριπίδης δείχνει να το γνωρίζει αυτό και παρουσιάζει την πεπλοφορεμένη γυναικεία φιγούρα αμίλητη στο τέλος του έργου του. Επίσης, ο Johann Wilhekm Tischbein την παρουσιάζει στον πίνακά του ως ζωντανή-νεκρή, ένα φάντασμα ουσιαστικά, στα λευκά ντυμένη και με το πρόσωπο χλωμό. Στην καλλιτεχνική του δημιουργία είναι ολοφάνερη η έκπληξη του Αδμήτου και ο Ηρακλής, του οποίου η προσπάθεια είχε επιτύχει πλήρως, φαίνεται να περιμένει τις οφειλόμενες ευχαριστίες από τον έκπληκτο φίλο του, ματαίως όμως.

Το 1820, στην ηλικία των 23 ετών, την καλύτερη συνθετική του περίοδο, δούλευε ο Φραντς Σούμπερτ το ορατόριο «Λάζαρος» σε τρεις πράξεις. Ο συνθέτης ολοκλήρωσε την πρώτη και από τη δεύτερη μόνο ένα μέρος. Πέθανε στα 31 του, λίγο πριν ολοκληρώσει αυτή την πράξη, δηλαδή την ταφή του Λαζάρου.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου