ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Περί αρετής, ως ψυχικό και πνευματικό «κόσμημα»

περί-αρετής-ως-ψυχικό-και-πνευματικό-907274

Του Γιάννη Ν. Καλαντζή, yanniskalan47@gmail.com

Οι Πυθαγόρειοι όριζαν την αρετή ως «αρμονίαν ψυχής» και ο Σωκράτης τη θεωρούσε ζήτημα γνώσης («ουδείς εκών κακός») και πίστευε πως είναι διδακτή («Πρωταγόρας» του Πλάτωνος). Ο Πλάτων τη διαιρούσε σε φρόνηση, ανδρεία και δικαιοσύνη, οι δε Στωικοί θεωρούσαν αρετή τη διάκριση του αγαθού και του κακού (βλέπε τον μύθο του Προδίκου για τις δυο γυναίκες, την Αρετή και την Κακία). Οι Επικούριοι έβλεπαν την αρετή ως μέσο για να γευθούν την ηδονή.

Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την αρετή θέμα συνήθειας και άσκησης και τη διαιρούσε σε θεωρητική, λογική και πρακτική πολιτική. Την ύμνησε κιόλας σε άγνωστο ποίημά του, μετά τη δολοφονία του φίλου του Ερμείου του Αταρνέως: «Αρετά πολύμοχθε γένει βροτείω – θήραμα κάλλιστον βίω – σας περί παρθένε, μορφάς – και θανείν ζαλωτός εν Ελλάδι πότμος – και πόνους τλήναι μαλερούς ακάμαντος».

Ολόκληρη η απόδοση του ποιήματος, σε μετάφραση του Γιώργου Χαραλαμπίδη, είναι η ακόλουθη: «Αρετή, που για σένα μοχθούν πάρα πολύ τα γένη των ανθρώπων, αποτελείς το καλύτερο είδος κυνηγιού, που θα μπορούσε να κατακτήσει κανείς σε αυτή τη ζωή. Είσαι αγνή και περιτριγυρίζεσαι από πολλές δικές σου διαφορετικές εκφράσεις και θα πρέπει αυτός που έχει μυηθεί στα ιερά και τα όσια των Ελλήνων, να θυσιάσει ακόμη και τη ζωή του για σένα, αλλά και να έχει το θάρρος να αντέξει σε ατέλειωτες δοκιμασίες.

Οι ιδιότητες που στοχεύεις να καταλάβουν τον λογισμό ενός ανθρώπου, φέρνουν σε αυτόν τον καρπό της αθανασίας, που είναι πιο σπουδαίος και από το χρυσάφι. Λειτουργείς με τον ίδιο στοργικό τρόπο που οι γονείς σηκώνουν το παιδί τους από το κρεβάτι, όταν ξημερώσει. Χωρίς εσένα δεν θα μπορούσε να γεννηθεί από τον Δία ούτε ο Ηρακλής, ούτε τα παιδιά της Λήδας, οι Διόσκουροι, οι οποίοι κατόρθωσαν να επιτύχουν μεγαλειώδη έργα, αντλώντας από εσένα την απαιτούμενη δύναμη. Επειδή μάλιστα εσένα ποθούσαν και ο Αχιλλέας και ο Αίας, κατέβηκαν για χάρη σου μέχρι τα δώματα του Αδη.

Και ο Αταρνέος (εννοεί τον Ερμεία από τον Αταρνέα, εύφορη χώρα της Μυσίας), όταν κατέκτησε τις δικές σου μορφές, έγινε ο σύντροφος του Ηλίου, ο οποίος για χάρη του σταμάτησε πια να συνοδεύει τις αυγές. Αυτός, λοιπόν, που λόγω των ενάρετων λόγων του τον εξυμνούν οι Μούσες, όχι μόνο παραμένει αθάνατος, αλλά αυξάνεται περισσότερο και η φήμη του. Διότι οι Μούσες, που είναι θυγατέρες της Μνημοσύνης και του Διός, αυξάνουν το σεβασμό των ανθρώπων προς τον Ξένιο Δία, αφού με τα δώρα τους καλλιεργούν τη φιλοξενία και επιβραβεύουν τις φιλικές σχέσεις».

Η ιδιότητα του Αριστοτέλη ως υμνογράφου, παραμένει παντελώς άγνωστη, ακόμη και στις ημέρες μας. Ο Διογένης ο Λαέρτιος (εκ της πόλεως Λαέρτη της Κιλικίας, 3ος αιώνας μ.Χ.) στο βιβλίο του «Βίοι Φιλοσόφων», στο κεφάλαιο που αφιερώνει στη ζωή και το έργο του μεγάλου φιλοσόφου, μεταξύ πολλών άλλων πληροφοριών, παραδίδει τον ύμνο του Αριστοτέλη. Ο «Υμνος προς την Αρετή» είναι ένα καθαρά ποιητικό κείμενο, που διασώζεται χάρη στον Διογένη.

Η αρετή ως προτέρημα, ως ψυχικό και πνευματικό «κόσμημα», χαρακτηρίζει, εκτός των άλλων, τον ανδρείο άνδρα ο οποίος διαπνέεται από υψηλά ιδανικά. Ο ανδρείος, προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του, ξεδιπλώνει τη δύναμη της σκέψης και της θέλησης, υπερβαίνοντας τις ανθρώπινες δυνατότητες, ιδιαίτερα για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων. Η μαχητική υπεράσπιση των δικαίων αποδεικνύεται, εν πολλοίς, και από τον ευθύ, τον ένυδρο λόγο, ωφέλιμο στους άτολμους και τους φοβισμένους.

Ο Ερμείας ο Αταρνεύς, για τον οποίο ο ύμνος, ήταν Ελληνας φιλόσοφος του 4ου π.Χ. αιώνα και οπαδός της πλατωνικής θεωρίας. Ξεκίνησε ως ευνούχος δούλος του τραπεζίτη και τυράννου του Αταρνέως Ευβούλου, με καταγωγή από Βιθυνία. Μετά την απελευθέρωσή του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, μαθήτευσε δίπλα στον Πλάτωνα και έγινε φίλος του Αριστοτέλη, τον οποίο πάντρεψε με τη θετή του κόρη, την Πυθιάδα. Τότε τον σύστησε και στον Φίλιππο της Μακεδονίας ως διδάσκαλο του γιου του Αλεξάνδρου.

Υπήρξε μαρτυρικός ο θάνατος του Ερμείου το 341 π.Χ. (τον σταύρωσε ο βασιλιάς των Περσών), του οποίου οι τελευταίες λέξεις του ήταν: «Αναγγείλατε στους φίλους μου πως δεν έκανα τίποτα ανάξιο της φιλοσοφίας». Ο Αριστοτέλης ταράχτηκε με το θάνατο του φίλου του και για να τιμήσει τη μνήμη του, έγραψε τον ως άνω περίφημο ύμνο προς την Αρετή, συνέθεσε δε και επίγραμμα, που γράφτηκε στο βάθρο κενοταφίου στους Δελφούς. Στο επίγραμμα καυτηρίαζε τη δόλια μέθοδο, την οποία χρησιμοποίησε ο βασιλιάς των Περσών για να αιχμαλωτίσει τον Ελληνα φιλόσοφο της Ασσου.

Η Ασσος (σημερινό Behram Κale) είναι αρχαία ελληνική πόλη της Μυσίας στην περιοχή της Τρωάδας, απέναντι από τη Μήθυμνα της Λέσβου. Πριν από το 1000 π.Χ. ήταν πρωτεύουσα των Λελέγων, έπειτα αποικία των Μηθυμναίων. Το 700 κατοικήθηκε από Αιολείς της Λέσβου, το 560 κυριεύθηκε από τους Λυδούς και από τους Πέρσες το 549. Μετά τους μηδικούς πολέμους και μέχρι το 405 βρισκόταν υπό την προστασία των Αθηναίων και έπειτα έγινε ανεξάρτητη με ολιγαρχικό πολίτευμα (από τους τυράννους οι σπουδαιότεροι ήταν ο Εύβουλος και ο Ερμείας). Στην Ασσο έμεινε ο Αριστοτέλης από το 348 μέχρι το 345.

Το 345 υποτάχθηκε πάλι στους Πέρσες, το 334 στον Μέγα Αλέξανδρο και τους διαδόχους του και τέλος στους Ρωμαίους (133). Υπήρξε πατρίδα του στωικού Κλεάνθους και του Ολυμπιονίκη Σωδάμα. Η φήμη της Ασσου εξαπλώθηκε για το σιτάρι της και τον «άσσιον λίθον», εκεί δε βρέθηκαν και πολλά νομίσματα όλων των εποχών.

Οι αρχαίοι Ελληνες πίστευαν ότι η Αρετή ήταν κόρη του Διός Σωτήρος και της Πραξιδίκης.

Πέρα από τη φιλολογική παρουσία της, η Αρετή απέκτησε και λατρεία. Ιερό της με κήπους αναφέρεται στη Σμύρνη. Η τέχνη την απεικόνισε, επίσης, από τον 4ο αιώνα π.Χ. και μετά, γνωστοί δε ζωγράφοι, όπως ο Ποιράσσιος και ο Αριστόλαος, ή γλύπτες, όπως ο Ευφράνωρ, δημιούργησαν πίνακες και αγάλματά της.

Ως προτέρημα, η αρετή χαρακτηρίζει, αρμόζει σε ενάρετο άνθρωπο. Ενάρετος, κατά τη χριστιανική αντίληψη, είναι εκείνος που σέβεται το θεό και αγαπά με πνεύμα χριστιανικό και με έργα, τον συνάνθρωπό του. Παραπέμπει η λέξη στο δρόμο του καλού, του αγαθού, στην ηθική ανωτερότητα, την υπεροχή, σε εκείνα τα στοιχεία της προσωπικότητας, που αναγνωρίζονται ως υψηλά και σπουδαία.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου