ΤΟΠΙΚΑ

Ο τρελός

ο-τρελός-851206

Έφευγε όταν έκλεινε η ταβέρνα και γύρναγε σπίτι διπλωμένος κάτω απ τη σιγανή παγωμένη βροχή, πάνω σ ένα μουλάρι ξεθεωμένο, χτικιασμένο, λασπωμένο ως ψηλά στο στήθος. Διέσχιζε ένα βουβό, σκοτεινό τοπίο μέσα στους δίχως δρόμους ή μονοπάτια κάμπο κι έφτανε σ ένα μέρος δίχως στάβλους ή αποθήκες, δίχως παχνιά, δίχως ένα κοτέτσι καν ή έναν φράχτη.
Ένα σκέτο τούβλινο οίκημα χτισμένο από το χέρι του και μάλιστα αδέξια τον περίμενε, μ έναν μικρό σωρό κοντοκομμένα ξύλα κάτω από έναν τσίγκο που έφταναν το πολύ για έναν μήνα, χωρίς καν έναν ξελιγωμένο σκύλο να τον υποδεχτεί κάτω από τη βροχή με την ουρά στα σκέλια, ένα κτίσμα μοναχικό επάνω στο μαυρόχωμα που με κόπο, με σκληρή κι ακούραστη και καρτερική δουλειά το ανάγκαζε να βγάζει τη λιγοστή σοδειά του, όπως πριν απ αυτόν έκανε ο πατέρας του και πιο πριν ο παππούς του, με αγώνα, κόπο, με σκληρή κι ακούραστη και καρτερική δουλειά. Και με άλλες πολλές θυσίες που έκαναν για να κερδίσουν τα λιγοστά τους χρόνια…
Πήδηξε κάτω απ το μουλάρι, έσπρωξε την παλαβή πόρτα του κτίσματος, που βόγκηξε τρίζοντας κι άνοιξε διάπλατα και τραβώντας το ζώο απ το καπίστρι πέρασαν κάτω από το στραβωμένο πλαίσιο και μπήκαν μέσα σ ένα παγωμένο σκοτάδι, δίχως καν μια φωτιά αναμμένη, σ έναν χώρο αδιαίρετο, μ ένα χοντροφτιαγμένο τραπέζι στη μια γωνιά κι ένα κρεβάτι που μόλις διακρίνονταν, και στην άλλη πέντε–έξι μπάλες άχυρο κι έναν χαλκά στον τοίχο. Τράβηξε κατευθείαν σ αυτή τη δεύτερη γωνιά κι έδεσε το καπίστρι κοντά στο χαλκά, έτσι ώστε το ζώο να μη μπορεί να φτάσει το άχυρο.
Ύστερα βγήκε έξω, στη λασπωμένη χέρσα αυλή, τη δίχως ένα υπόστεγο έστω για να σταθεί από κάτω ένα ζωντανό κι ενώ η βροχή συνέχιζε να πέφτει και να γλιστράει πάνω στα ίδια του τα ρούχα και να αναδίνεται η μυρουδιά της από το ίδιο του το πετσί, μια ξινισμένη οσμή όχι παραίτησης μα αβάσιμης κι ηλίθιας ψευτοελπίδας πως έχει ο Θεός και ότι θα ρθει μια μέρα που θα σιάξουνε τα πράγματα, τον συνεπήρε.
Πήρε δυο–τρία μουσκεμένα ξύλα και ξαναμπήκε μέσα. Μπορεί κιόλας σ αυτό το μέσα έξω, στο δρόμο για την ταβέρνα κι ύστερα πάλι πίσω στη σκληρή κι ακούραστη και καρτερική δουλειά με αίμα και ιδρώτα ώσπου να βγει η σοδειά του και να κερδίσει τα λιγοστά του χρόνια, να μην τον έσπρωχνε ούτε καν η ελπίδα, παρά η απόφαση κι η απελπισία της επιβίωσης…
Όταν τις νύχτες στο χωριό ακούγονταν τα πέταλα του μουλαριού του, έλεγαν “περνάει ο τρελός”.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου