ΤΟΠΙΚΑ

Τρεις βορειοευρωπαίες που επέλεξαν για πατρίδα τους το Βόλο

τρεις-βορειοευρωπαίες-που-επέλεξαν-γ-11572

Γαλλίδα, Γερμανίδα και Αγγλίδα που βλέπουν την Ελληνική κοινωνία με πιο ψύχραιμο μάτι

Τρεις γυναίκες από τη Βόρεια Ευρώπη έφτιαξαν τη ζωή τους στο Βόλο. Βολιώτισσες «της καρδιάς», σήμερα, ανοίγουν την πόρτα τους στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ και μιλούν για την πόλη, την Ελλάδα και φυσικά τι άλλο… την κρίση.

Μιλούν για την Ελλάδα με πάθος, χρησιμοποιώντας το πρώτο πρόσωπο πληθυντικού. Ενδειξη απόλυτης ένταξης στην ελληνική κοινωνία. Ζουν στο Βόλο μόνιμα, εδώ και πάνω από μια δεκαετία, όμως η μητρική τους γλώσσα δεν είναι τα ελληνικά.

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Σταματία Δημοπούλου

Η γαλλίδα Catherine Guillery, η γερμανίδα Corinna Dohle και η αγγλίδα Carol Kitsos είναι τρία μόνο από τα μέλη της βορειοευρωπαϊκής κοινότητας του Βόλου, που πλουτίζουν την πόλη μας πολιτισμικά και κοινωνικά.

Από το σημείο που βρίσκονται, ισορροπώντας ανάμεσα σε δύο χώρες, τη χώρα καταγωγής και την χώρα υποδοχής τους, έχουν το μοναδικό προνόμιο να βλέπουν τα πράγματα από μέσα και απ’ έξω ταυτόχρονα… Θέση που τους εξασφαλίζει ίσως καθαρότερη θέα, αφού ο λόγος τους σκιαγραφεί ανθρώπους ελεύθερους, απαλλαγμένους από στερεοτυπικές ιδέες. Παντρεμένες με Ελληνες, ενσαρκώνουν την αρχή του ευρωπαϊκού οράματος: τον σεβασμό στη διαφορετικότητα. Παρ’ όλα αυτά, δηλώνουν ευρωσκεπτικίστριες.

«Στην Ελλάδα όλα γίνονται με διαφθορά»

Η Catherine Guillery, 41 ετών, έρχεται από το Λε Μαν της Γαλλίας. Ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια γαλλικών στο Βόλο από το 1998. Αποφάσισε να μείνει στην Ελλάδα πολύ πριν γνωρίσει τον άντρα της. Σήμερα είναι σύζυγος οδηγού ταξί και εδώ κι έναν χρόνο μητέρα ενός παιδιού.

Πολύ απλή, φορώντας το χαμόγελο της φρέσκιας μητρότητας, μας υποδέχτηκε στο σπίτι της, μια παλιά μονοκατοικία με παραδοσιακή πλακόστρωτη αυλή, στον Αγιο Ονούφριο. «Ηταν το εφηβικό μου όνειρο να έρθω στην Ελλάδα. Ερχόμουν συχνά με τους γονείς μου. Στο Βόλο ήρθα για πρώτη φορά στα 16 μου, γιατί η πόλη είναι αδελφοποιημένη με την πόλη μου. Πήγα στο Μονπελιέ, γιατί εκεί έχει στο Πανεπιστήμιο ένα Τμήμα ελληνικών. Εκεί σπούδασα κλασσική φιλολογία», λέει.

Θυμάται την εντύπωση που της είχε κάνει η πρώτη της βόλτα στην παραλία του Βόλου το ’88, μιας και η πόλη της δεν έχει ούτε θάλασσα ούτε ήλιο. Ή ακόμη κάποιες χειμωνιάτικες διακοπές στο Πήλιο, όπου αποκλείστηκε με την φίλη της στην Νταμούχαρη λόγω χιονοθύελλας.

Δηλώνει γοητευμένη από αυτήν την αντίθεση θάλασσα-βουνό που χαρακτηρίζει την πόλη. Πολύ γρήγορα, ήρθε σε επαφή με το διεφθαρμένο σύστημα του ελληνικού δημοσίου.

Μιλά για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε σε επαγγελματικό επίπεδο, εξαιτίας της μη αναγνώρισης του πτυχίου της από την Ελλάδα. «Είναι απαράδεκτο που το κράτος δεν αναγνωρίζει το πτυχίο μου. Για να αναγνωριστεί έπρεπε να δώσω 10 μαθήματα. Στο ΔΙΚΑΤΣΑ, οι υπάλληλοι μου είπαν ότι το Πανεπιστήμιό μου είναι στη μαύρη λίστα. Ξέρω μια ελληνίδα στο Βόλο, που έκανε ακριβώς τις ίδιες σπουδές με μένα στο Μονπελιέ και της ζήτησαν να δώσει μόνο 4 μαθήματα …είναι παράλογο, λες και εγώ δεν ξέρω γαλλικά. Με ενόχλησε πάρα πολύ όταν μου έλεγαν, γιατί δεν πας να πληρώσεις τους καθηγητές για να σε περάσουν;

Για μένα ήταν αδιανόητο να το κάνω, ήταν θέμα αξιοπρέπειας. Εχω κάνει κλασσικές σπουδές κ ένα μάστερ για να διδάσκω τη γαλλική γλώσσα στους ξένους, το οποίο είναι φυσικά καλύτερο από το ένα εξάμηνο που κάνουν διδακτική εδώ. Αυτό μου έκλεισε πολλές πόρτες. Δεν μπορώ να πάω στο δημόσιο ή σε ΙΕΚ του Δήμου. Όταν ξέρεις ότι στα πλαίσιο της ΕΕ όλα τα πτυχία πρέπει να αναγνωρίζονται και ότι αυτό είναι παράνομο, δηλαδή η Ελλάδα πληρώνει πρόστιμα γιατί δεν εφαρμόζει τις ευρωπαϊκές οδηγίες. Από εκεί θα μπορούσε να κάνει οικονομία η Ελλάδα», εξηγεί.

Κάνει λόγο για την προνομιακή μεταχείρισή της από υπαλλήλους δημόσιων υπηρεσιών έναντι μεταναστών από άλλες χώρες και για το πόσο άσχημα την έκανε να νιώθει αυτό. «Όταν πήγαινα να ανανεώσω την κάρτα διαμονής μου, δεν έκανα ποτέ ουρά με τους άλλους μετανάστες, με βλέπανε ότι δεν ήμουν αλβανίδα ή από άλλη βαλκανική χώρα και μου έλεγαν πέρνα μπροστά», σημειώνει.

Οπως όλοι οι Βολιώτες, μετρά και αυτή τις πληγές της κρίσης. «Όταν είχα πρωτοέρθει στο Βόλο ήταν πολύ καλή περίοδος, μέχρι που έφτανα στο σημείο να απορρίπτω δουλειές. Τότε δούλευα 40 ώρες, και τώρα τις μισές. Υπάρχει μεγάλη ανταγωνιστικότητα από φροντιστήρια που κάνουν προσφορές, η δεύτερη γλώσσα δωρεάν, η δεύτερη γλώσσα 20 ευρώ το μήνα. Εγώ που είμαι ανεξάρτητη επαγγελματίας δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Αυτοί που κάνουν ιδιαίτερα παράνομα, επειδή δεν υπάρχει δουλειά, δέχονται να κάνουν μαθήματα με 5 ευρώ, όποτε εγώ που κόβω και απόδειξη δεν μπορώ να τους ανταγωνιστώ. Αυτή τη στιγμή δουλεύω αλλά δεν έχω χρήματα να συντηρηθώ το καλοκαίρι, μάλλον θα διακόψω», τονίζει.

Παρ’ όλα αυτά, δεν το βάζει κάτω και δηλώνει αισιόδοξη, σε αντίθεση με τον σύζυγό της. Στο Βόλο, λέει, οι συνθήκες ζωής είναι ακόμη καλές και υπάρχει η δυνατότητα ζώντας κανείς συντηρητικά να τα βγάλει πέρα.

Ομως, σχολιάζει τη δυσκολία που έχουν οι Βολιώτες να αλλάξουν τρόπο ζωής. «Αυτό που μου τη σπάει είναι, ότι ακόμα και τώρα παίρνουν δυο τρία αυτοκίνητα για να βγουν μια παρέα έξω. Ή ότι άνθρωποι που δεν έχουν λεφτά, λένε θα σας βγάλουμε έξω για φαγητό. Αφήνουν απλήρωτους λογαριασμούς για να βγουν. Θα μπορούσαν να κάνουν κάτι πιο οικονομικό, να κάνουν κάτι στο σπίτι τους, ένα πικνίκ».

Γνήσιο τέκνο της χώρας του «C’est pas juste» («Δεν είναι δίκαιο»), η Catherine μιλά με πάθος για τη δικαιοσύνη και την ισότητα. Εννοιες, που κατεβάζουν κάθε τρεις και λίγο τους αντιδραστικούς Γάλλους στους δρόμους για απεργιακές κινητοποιήσεις. Εννοιες, που στην Ελλάδα δυστυχώς γίνονται αντιληπτές υπό το διαστρεβλωτικό πρίσμα της διαφθοράς που κυριαρχεί σε όλους τους τομείς, σύμφωνα με την ίδια.

Ετσι εξηγεί τη δυσκολία του Ελληνα να σηκωθεί από τον βουλιαγμένο καναπέ και να ξεσηκωθεί συνειδητά και όχι στα χρονικά πλαίσια μιας πορείας διαμαρτυρίας. «Ο Ελληνας φοβάται ότι αν ξεσηκωθεί δεν θα βρει το δίκιο του. Εγώ είπα στον άντρα μου να πάμε στην Ενωση Καταναλωτών για τους λογαριασμούς της ΔΕΗ, και όχι εκείνος. Στην Ελλάδα όλα γίνονται με διαφθορά, γιατί να ψάξεις τι λέει ο νόμος; Εδώ πας με παιδί στα μαγαζιά που έχει απαγορευτεί το κάπνισμα και λες σας παρακαλώ μην καπνίζετε, και σου επιτίθενται ο μαγαζάτορας και οι πελάτες, σου λένε βγες έξω, εσύ που έχεις δίκιο».

Εκφράζει την δυσπιστία της στους ηγέτες των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών.«Ήμουν πολύ φιλοευρωπαία, όμως έχω απογοητευτεί απ’ την ΕΕ. Το ευρωπαϊκό όραμα δεν ήταν ότι πρέπει να μοιάζουμε πολύ σε έναν, ήταν η υπεράσπιση της διαφορετικότητας. Ίσως είναι ώρα να σκεφτούμε μια άλλη κοινωνία», καταλήγει.

«Τσατίζομαι που βλέπω το Κράτος να παίρνει τα πάντα από ανθρώπους»

H 58χρονη Corinna Dοhle, καθηγήτρια γερμανικών, από την Βέρνη της Γερμανίας, ήρθε στον Βόλο με τον Ελληνα σύζυγό της πριν από 26 χρόνια.

Τότε που δεν υπήρχαν σουπερ μάρκετ, τα μαγαζιά της πόλης δεν είχαν ταμειακές μηχανές και στα καφενεία συγκεντρώνονταν μόνο οι άνδρες. Η ζωή ήταν απίστευτα δύσκολη στην αρχή, γιατί έπρεπε να αποχωριστεί από την πρώτη μέρα τον άντρα της για να πάει στο στρατό, και δεν μιλούσε λέξη ελληνικά.

Τότε, εκείνη η εμπειρία έβαλε την Ελλάδα στην καρδιά της για πάντα: «Ο άντρας μου πήγε επίτηδες στους πεζοναύτες γιατί έχουν την έδρα τους στο Βόλο. Όμως, μετά τη βασική εκπαίδευση στην Κόρινθο, τον έστειλαν στη Μυτιλήνη. Τηλέφωνα δεν υπήρχαν τότε, για μένα ήταν φρίκη. Πήγα στον αξιωματικό στο Βόλο και του ζήτησα αν γινόταν να φέρει τον άντρα μου στο Βόλο, αλλά αυτός μου μίλησε πολύ αυστηρά και για πρώτη φορά έκλαψα επειδή δεν καταλάβαινα τη γλώσσα. Και τότε κάθισα για 3 ώρες με 6 βιβλία και έγραψα ένα γράμμα στον τότε Υπουργό Άμυνας τον κ. Χαραλαμπόπουλο, εξηγώντας του την κατάστασή μου.

Για μένα ήταν μεγάλο πράγμα ακόμη και να ρωτήσω που μπορώ να βρω γραμματόσημο ή που είναι το ταχυδρομείο. Τελικά το έστειλα και μετά από μία βδομάδα πήρα ένα γράμμα από το Υπουργείο, αλλά δεν μπορούσα να το καταλάβω, και είπα αύριο θα ζητήσω από κάποιον να το μεταφράσει. Και την ίδια νύχτα στις δώδεκα χτυπάει το κουδούνι και ήταν ο άντρας μου! Τον είχαν στείλει με ελικόπτερο από το νησί. Και λέω… δεν υπάρχει άλλη χώρα σαν αυτή».

Ο πρόξενος την βοήθησε να βρει τον πρώτο της μαθητή. Οι μαθητές της ήταν οι πρώτοι της φίλοι. Με αυτούς βγήκε πρώτη φορά έξω, εκείνοι της έμαθαν τα πάντα, τους νιώθει σαν παιδιά της. Επίσης, θυμάται έντονα την ντροπή που ένιωθε να πει ότι είναι γερμανίδα, από ενοχές για τη ναζιστική θηριωδία.

Ερωτώμενη για την σημερινή κατάσταση της Ελλάδας, λέει «καταλαβαίνω την απαισιοδοξία των Ελλήνων. Στη Γερμανία μένουν συνήθως με ενοίκιο, εδώ έχουν ένα δύο σπίτια ο καθένας. Όμως, εκεί έχεις μεγάλη φροντίδα από το Κράτος, ενώ στην Ελλάδα το Κράτος δεν προσφέρει τίποτα. Δεν παρουσιάζεται αυτό από τα γερμανικά ΜΜΕ. Τσαντίζομαι που βλέπω το Κράτος να παίρνει από τους ανθρώπους τα πάντα, χωρίς να τους δίνει τίποτα.

Αυτό που χρειαζόμαστε εδώ είναι μεγαλύτερος έλεγχος. Και οι Γερμανοί αν μπορούσαν να ζήσουν εκεί όπως ζούμε εμείς εδώ, τα ίδια θα έκαναν, αλλά εκεί έχουν τον έλεγχο και φοβούνται».

Συμφωνεί με την μετανάστευση των νέων Ελλήνων τώρα, για να μην απογοητεύονται στην πιο δημιουργική τους ηλικία, αλλά με την προϋπόθεση να επιστρέψουν.

Ωστόσο, εκείνη έδιωξε από το μυαλό της κάθε σκέψη φυγής από την Ελλάδα, συγκινημένη από την αντίδραση ενός μαθητή της που προσφέρθηκε να την στεγάσει στο σπίτι του προκειμένου να μείνει στη χώρα. «Από τότε το έσβησα από το μυαλό μου, γιατί κατάλαβα ότι για κάποια παιδιά είναι σημαντικό να είμαι εδώ. Επειδή ξέρουν πόσο μ’ αρέσει εδώ, εάν με έβλεπαν να φεύγω θα έλεγαν ότι για να φεύγει η Corinna σημαίνει ότι τα πράγματα είναι πραγματικά χάλια», σημειώνει.

Σχολιάζει αρνητικά το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας που μόνο δωρεάν δεν είναι, ενώ αναφέρεται επίσης στην τάση των παιδιών εδώ να αντιγράφουν ιδέες. «Μου κάνουν μέχρι και ζωγραφιές αντιγραφή, αυτό δεν είναι κάτι αυθεντικό. Στην Τεχνολογία κάνουν αντιγραφή σε όλες τις εργασίες και αυτή η νοοτροπία περνάει και στο Πανεπιστήμιο», υπογραμμίζει.

Στην Ελλάδα της κρίσης αισθάνεται ακόμα ασφάλεια, κυρίως λόγω των ανθρώπων. «Όταν ζει κάποιος στο εξωτερικό, έχει ένα πρόβλημα, δεν ξέρει που ανήκει. Εγώ βρήκα τη λύση. Όταν ήμουν μικρή, πέρασα νύχτες ξάγρυπνη προσπαθώντας να βρω ποιον αγαπούσα πιο πολύ, τη μαμά ή τον μπαμπά μου. Μετά κατάλαβα ότι αγαπούσα και τους δύο το ίδιο. Έτσι το σκέφτηκα και για την Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι η μητέρα μου και η Γερμανία ο πατέρας μου», τελειώνει.

«Οι Ελληνες κολλάνε στις κομματικές τους διαφορές»

Η αγγλίδα Carol Κitsos, 50 ετών, κατάγεται από το Λίβερπουλ. Ζει με τον Ελληνα σύζυγό της και τα δυο τους παιδιά στην Αγριά. Στο Βόλο την έφερε για να εργαστεί, πριν από 25 χρόνια, ο κ. Μαργαρίτης του γνωστού φροντιστηρίου Αγγλικών.

Μιλά για την ποιότητα ζωής στο Βόλο, αλλά και για τις δυσκολίες που επέφερε η κρίση. «Πριν την κρίση οι δουλειές πήγαιναν καλά, τώρα η οικοδομή είναι νεκρή. Στα αγγλικά υπάρχει ακόμα δουλειά, όμως οι περισσότεροι μαθητές σταματούν πλέον στο Lower».

Ενοχλείται ιδιαίτερα από την προσκόλληση των Ελλήνων στα κόμματα: «Με κουράζει που στις συζητήσεις κολλάνε στις κομματικές τους διαφορές και ξεχνάνε το πρόβλημα. Κολλάνε στις ιδεολογίες και μιλάνε σαν φοιτητές, ενώ θα έπρεπε να το βλέπουν πιο κοινωνικά και πιο πρακτικά το θέμα».

Σχετικοποιεί την αξία του πολυδιαφημισμένου συστήματος ιατρικής περίθαλψης της Αγγλίας και επαινεί το επίπεδο των Ελλήνων γιατρών: «Είχα μια εμπειρία με τον γιο μου που είχε σοβαρό πρόβλημα υγείας όταν ήταν μωρό. Στο Παίδων τον αντιμετώπισαν καλύτερα απ’ ότι θα μας αντιμετώπιζαν στην Αγγλία. Αυτή η εικόνα, ότι η κατάσταση στα νοσοκομεία είναι τραγική και ότι οι γιατροί δεν κάνουν την δουλειά τους χωρίς να πάρουν λεφτά δεν είναι αλήθεια πάντα. Πρέπει να καταλάβουμε ότι το σύστημα των υπηρεσιών στην Αγγλία είναι πολύ καλό, όμως κάποιοι γιατροί που υπάρχουν στην Ελλάδα είναι φανταστικοί. Είναι οι συνθήκες δουλειάς, το σύστημα που δεν τους βοηθάει».

Τέλος, εκφράζει τη μεγάλη της ικανοποίηση για το Δίκτυο Αλληλεγγύης που έχει αναπτυχθεί στο Βόλο, ενώ θεωρεί ότι ο Δήμος θα μπορούσε να κάνει περισσότερα για την βελτίωση της ζωής των κατοίκων, όπως μειωμένα εισιτήρια, πάρκιν έξω από την πόλη που να συνδέονται με λεωφορεία ή ακόμη λειτουργικότερους ποδηλατοδρόμους.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου