ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Το μυρμήγκι του Θεού

το-μυρμήγκι-του-θεού-617099

Της Εύας Λόλιου

Περπατούσα και δε περπατούσα, μια στεκόμουν π’ άκουγα απ’ τα σπίτια ένα πόνο, μια άνοιγε το βήμα μου στη λιλιπούτεια χαρά. Ολονυχτίς μ’ έλουζε κρύος ιδρώτας απ’ τους εφιάλτες που ’βλεπα, κακό πράγμα πως θα συμβεί στον κόσμο, φωτιές, ουρλιαχτά και τα πουλιά να καίγονται θαρρείς στην κόλαση , τα λουλούδια και κάτι ξανθά κοριτσάκια, όμορφα σαν αγγελούδια. Ξύπνησα χαράματα κι έτσι πήρα τους δρόμους να ησυχάσω πως οι άνθρωποι ήταν καλά μέσα στα σπιτικά τους και τα δέντρα, τα πουλιά, όλα στην θέση τους.

«Αχ θεέ μου, τι βάσανα που ’χει ο κόσμος..», του μιλούσα κι απ’ την στεναχώρια μου λύγιζαν τα γόνατα κι έψαχνα να στηριχτώ σε τοίχο, δέντρο ή κάγκελο έξ’ απ’ τις δυστυχίες π’ αφουγκραζόμουνα. Κάποιος ήταν βαριά άρρωστος, άλλος πλάκωνε στο ξύλο την γυναίκα του κι ένα μωρό έκλαιγε στην κούνια του παρατημένο. Κι ήθελα να μπουκάρω μέσα σε πολλές περιπτώσεις και σα θάλασσα να σβήσω τους πόνους, σαν αγέρας να ξεδιαλύνω τα μαύρα σύννεφα και να ’χα Θεέ μου και λεφτά, αχ και να ’χα, πως θα βόηθαγα τον κόσμο.. Μεσημέριασε κι ο ήλιος στάθηκε σα καμίνι πάνω απ’ το κεφάλι μου, δίψαγα απ’ την μια, μα απ’ την άλλη ένιωθα ικανοποιημένος που σιώπησαν τα πονεμένα λόγια. Ο κοσμάκης αποκαμωμένος, ζαλισμένος θαρρείς απ’ τα πικροπότηρα, έπεσε να κοιμηθεί κατ’ από βαριά σκιά. Βρήκα κι εγώ μια ελαφροΐσκιωτη μυγδαλιά, κει που τελείωνε η πόλη και κάθισα στις ρίζες της.

Πήρα ανάσες βαθιές, σκούπισα με το μανίκι τον ιδρώτα μου κι έμπηξα τα νύχια στο χώμα. Κει λοιπόν που ένιωθα στα δάχτυλα την γλυκιά υγρασία του δέντρου, μια τσιμπιά δυνατή με τσάκισε κι άρχισα να ουρλιάζω. Ωχού ! μα τι πόνος, σηκώθηκα και χοροπήδαγα, έβαζα το πληγωμένο μου δάχτυλο πιπίλα στο στόμα κι ύστερα ψηλά, πέρα δώθε να τ’ απαλύνει τ’ αεράκι με το φύσημά του. Μαλάκωσε κάπως όταν έσκυψα στη γη να δω τι το φθονερό με τσίμπησε κι είδα τότε μια φωλιά με μερμήγκια..

«Αμ δε, που ’ταν μερμηγκάκι του θεού, τούτο που με τσίμπησε!”, φώναξα κι άρχισα να σκάβω πιο βαθιά να βρω τον μοχθηρό τσιμπητή. Ξάφνου μιλούνια μυρμήγκια μου επιτέθηκαν, μπήκαν στα μπατζάκια κι ανέβαιναν πάνω, πάνω να φτάσουν ίσαμε το κεφάλι μου! Ξάπλωσα στη γη και κυλιόμουν απ’ την φαγούρα, μια στη μασχάλη και μια ακόμη στην αριστερή μου πατούσα με γαργάλαγαν και γέλαγα, γέλαγα ξάφνου τρελός κι ευτυχισμένος.

Πετούσε ολόγυρα το βλέμμα μου κι έβλεπα στον γαλανό ουρανό πουλάκια, κλαριά που κρέμονταν οι ακτίνες του ήλιου σαν τσαμπιά και με τάιζαν μια μια τις χρυσές ρόγες τους. «Αχ θεέ μου, τι όμορφη που ’ναι η ζωή!», του ’λεγα απ’ το μεθύσι μέχρι που αποκοιμήθηκα.. Πως βρίσκεσαι στην κόλαση και πας ξαφνικά στον Παράδεισο; Πως βρίσκεσαι στον Παράδεισο κι αίφνης γυρνάς; Έτσι μουδιασμένος σηκώθηκα κι ήταν αργά την νύχτα. Περπατούσα και δε περπατούσα, μια ’κει στεκόμουν που θαύμαζα το φεγγάρι, μια στο πιο φωτεινό αστέρι κι άνοιγε ηλίανθους το δάκρυ μου.. Πριν φτάσω στο κατώφλι του σπιτιού, γονάτισα κι έκανα τον σταυρό μου κοιτώντας ακόμη τον ουρανό, ευχαριστημένος απ’ τον Θεό για την καλοσύνη που μου ’δωκε.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου