ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Τo ταξίδι

τo-ταξίδι-636745

Της Εύας Λόλιου

Κάθε που γυρνούσε ο νονός απ’ τις μεγάλες εξερευνήσεις του, όλο και μου ’φερνε κάποιο ιστιοφόρο μινιατούρα. Ξεφόρτωνα τα ράφια απ’ τα μπιμπελό της μάνας και τα έντυνα με ταξίδια. «Σαν μεγαλώσεις Φώτη μου, να, ένα σαν και δαύτο ν’ αποκτήσεις!» Κι εγώ καθόμουν στο λιμανάκι του Αι – Γιαννιού και καρτερούσα τ’ άσπρα πανιά, φουρτουνιασμένα όνειρα με γκρίζους γλάρους ν’ ακολουθούν ξωπίσω. Μ’ ανέβαζε κάποτε στους ώμους, σφιχταγκάλιαζα τον καμαρωτό του λαιμό και μύριζα τ’ απαλό άρωμα της μικρής του φαλάκρας που γυαλοκοπούσε απ’ το φως του φεγγαριού.

«Κάθε που θ’ ονειρεύεσαι πανιά, να μετράς τ’ άστρα», μου ’λεγε τείνοντας το χέρι του στον ουρανό. «Οταν ακούν την καρδούλα σου, θα στέλνουν σινιάλο. Μια μικρή *καρναβίτσα θα ξεφυτρώνει στο σώμα σου, απόδειξη ότι η ευχή σου θα πραγματοποιηθεί!»

Ενθουσιασμένος μετρούσα μέχρι ’κεί που ’ξερα, ώσπου μ’ έπιαναν τ’ όνειρα γλυκά κλείνοντας τρυφερά τα βλέφαρά μου στον απάνεμο τους κόρφο. Αφού πια μέτραγα χίλιες έναστρες νύχτες, γέμιζαν το πρόσωπο και τα χέρια μου οι καρναβίτσες, πήγαινα αποκαρδιωμένος στην εκκλησιά. Γονάτιζα στο «τα σα εκ των σων» τρίβοντας στη σκόνη του πατώματος τις μη εκπληρωμένες ευχές μου. Μα ο νονός με μάλωνε, καθώς πίστευε πως αν οι καρναβίτσες έσβηναν, θα χάνονταν για πάντα η ελπίδα να πραγματοποιηθεί το μεγάλο μου ταξίδι.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου