ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Τίτλοι τέλους για τον πρωταγωνιστή της «Νυρεμβέργης»

τίτλοι-τέλους-για-τον-πρωταγωνιστή-τη-193931

Υπήρξε σχεδόν ο διασημότερος μη Αμερικανός ηθοποιός που πάτησε ποτέ το πόδι του στο Χόλιγουντ. Επιπλέον, αν και φανατικός αντιναζιστής, ο Μαξιμίλιαν Σελ, που πέθανε το Σάββατο σε ηλικία 83 ετών από «επιπλοκές σοβαρής και ξαφνικής νόσου», καθιερώθηκε σε ρόλους ναζιστών αξιωματικών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε ταινίες του Χόλιγουντ καθότι ήταν Αυστριακός.

Ο βραβευμένος με Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου ηθοποιός το 1961 για την ερμηνεία του στην ταινία «Τα απόρρητα της Νυρεμβέργης» ασθένησε ξαφνικά στις 18 Ιανουαρίου ενώ βρισκόταν στη δυτική Αυστρία όπου μετείχε σε γυρίσματα για το γερμανικό τηλεοπτικό δίκτυο ZDF και κατέληξε τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου σε κλινική του Ινσμπρουκ.

Ενας από τους πιο γνωστούς «διαφορετικούς» ρόλους του ήταν αυτός στο «TopKapi» (1964) του Ζιλ Ντασέν. Στο πλευρό της Μελίνας Μερκούρη υποδύθηκε τον Γουόλτερ Χάρπερ, έναν Ελβετό γοητευτικό επαγγελματία κλέφτη που οργανώνει την επιχείρηση Τοπ Καπί και ρυθμίζει τις κινήσεις της ομάδας,
Γεννημένος στη Βιέννη, το 1930, από πατέρα Ελβετό ποιητή και φιλόσοφο και μητέρα Αυστριακή, η οποία ήταν επικεφαλής δραματικής σχολής, ο Σελ ήταν ο νεότερος αδερφός τής επίσης διάσημης ηθοποιού Μαρίας Σελ (βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας του Φεστιβάλ Κανών, 1954, για την ταινία «The Last Bridge»).

Είχε εγκαταλείψει, μαζί με την οικογένειά του, την Αυστρία μετά την προσάρτησή της από τη Γερμανία το 1938, όταν το όνομα του πατέρα του, Χέρμαν Σελ, μπήκε στη λίστα των ναζιστών. Η οικογένεια Σελ αναγκάστηκε να διαφύγει στην Ελβετία, όπου ο Μαξιμίλιαν Σελ πήρε την ελβετική υπηκοότητα και μεγάλωσε στη Ζυρίχη, περνώντας πολύ χρόνο στο θέατρο.

Η καριέρα του ξεκίνησε εκεί και είχε ήδη αποκτήσει εμπειρία στον σινεμά, πριν ταξιδέψει στην Αμερική το 1955 για να δουλέψει στο Μπρόντγουεϊ, στο «Interlock» του Αϊρα Λέβιν. Συμμετείχε στην πρώτη του χολιγουντιανή ταινία, το «The Young Lions», το 1958, στο οποίο πρωταγωνίστησαν οι Μάρλον Μπράντο, Μοντγκόμερι Κλιφτ και Ντιν Μάρτιν.

Ο ρόλος του ως συνηγόρου υπεράσπισης στην ταινία «Η Δίκη της Νυρεμβέργης» του Στάνλεϊ Κρέιμερ, την ιστορία για την δίκη τεσσάρων ναζί, υπευθύνων για θανάτους αθώων κατά τη διάρκεια του πολέμου, ήταν μόλις ο δεύτερος χολιγουντιανός του ρόλος και του εξασφάλισε παγκόσμια φήμη, πέρα από το βραβείο Οσκαρ. Ο συγκεκριμένος ρόλος τον οδήγησε σε σειρά ρόλων Γερμανών ή Ευρωπαίων ή Εβραίων σε ταινίες για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπως το «Counterpoint» (1968), το «The Odessa File» (1974).

Eκτός από το Οσκαρ, μια νίκη που ήταν η πρώτη για Γερμανόφωνο ηθοποιό μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Σελ ήταν επίσης υποψήφιος για το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για το «The Man in the Glass Booth» το 1975 και για το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου για το «Julia» το 1977, δίπλα στην Τζέιν Φόντα και την Βανέσα Ρεντγκρέιβ.

Στο «Freshman» με τον Μάρλον Μπράντο (1990) και στο «Deep Impact» (1998) ξέφυγε από την καθιερωμένη «εικόνα» του. Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του ο Σελ έπαιξε στο θέατρο -υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους «Αμλετ» της ιστορίας- και στην τηλεόραση με σημαντικότερες στιγμές του το «Peter the Great» του 1986 για το οποίο κέρδισε Εμμυ και το «Stalin» του 1992, για το οποίο κέρδισε Χρυσή Σφαίρα υποδυόμενος τον Λένιν.

Η τελευταία κινηματογραφική του εμφάνιση ήταν στο «Τhe Brothers Bloom» του Ράιαν Τζόνσον (2008).

Συγγραφέας, παραγωγός, σκηνοθέτης και μαέστρος

Ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή, την παραγωγή και τη σκηνοθεσία, ιδιαίτερα καθώς η κινηματογραφική καριέρα ως πρωταγωνιστή ατόνησε. Η ταινία του «First Love» -για την οποία έγραψε το σενάριο και ανέλαβε χρέη παραγωγού, σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή- ήταν υποψήφια για Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1970, κάτι που επανέλαβε με την επόμενή του ταινία, «The Pedestrian», τρία χρόνια αργότερα. O Μαξιμίλιαν Σελ σκηνοθέτησε και δύο θρυλικά ντοκιμαντέρ.

Το «Marlene» του 1984, όπου αρχικά είχε τη συγκατάθεση της Μάρλεν Ντίτριχ, αλλά όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα αυτή αρνήθηκε να εμφανιστεί στο ντοκιμαντέρ αναγκάζοντας τον Σελ να στήσει όλη την ιστορία πάνω στην απουσία της. Και το «My Sister Maria» του 2002, ένα συγκινητικό πορτρέτο της αδερφής του, Μαρία Σέλ, ηθοποιού που έπασχε τα τελευταία χρόνια της ζωής της από μια ανίατη ασθένεια. Τα πολλά του ταλέντα περιελάμβαναν και τη μουσική (ήταν επιτυχημένος σολίστ στο πιάνο, αλλά και μαέστρος).

ethnos.gr

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου