ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η ελληνική δημοτική ποίηση – Ναυτικά τραγούδια

η-ελληνική-δημοτική-ποίηση-ναυτικά-τ-153424

Tης Λίτσας Παρισάκη, Καθηγήτριας

Στην Ελλάδα από παράδοση, ο λαός πιστεύει πως όλα τα όμορφα τραγούδια τα πρωτολένε τα ναυτόπουλα.

Ο Βλαχογιάννης Γιάννης (1867-1945), ιστοριοδίφης και λογοτέχνης από την Ναύπακτο, σε μια μελέτη του που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1938 στη «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» καταπιάστηκε, αφού κανένας άλλος ως τότε, δεν είχε ασχοληθεί όχι για να μελετήσει το θέμα, αλλά να προβληθεί αυτό το ζήτημα – δηλαδή αν υπάρχει ναυτική ποίηση στην Ελλάδα, ζήτημα λοιπόν που δυο αξιωματικοί του Ναυτικού, ενώ πρώτοι το ρίχνανε στην περιέργεια του κοινού, οι ίδιοι το είχανε λυμένο αρνητικά και προκαταβολικά. Πρέπει εδώ όπως αναφέρει ο Γιάννης Βλαχογιάννης, να μπει το ιστορικό κείμενο, χρήσιμο και στον ίδιο και στον αναγνώστη που δανείστηκε από μια Εφημερίδα την «ΕΣΤΙΑ» στις 14 Ιουνίου 1915. Ο Ματθ. Ματθαιόπουλος, ο οποίος ήταν φίλος του, πλοίαρχος του Βασιλικού Ναυτικού, αρχηγός της ναυτικής αποστολής στην Αγγλία, απαντάει διαποντίως από το Λίβερπουλ για το χρονογράφημά μου, της θαλασσινότητας των Ελλήνων.

«Νομίζω – μου γράφει ο κ. Ματθαιόπουλος – ότι, και προ της μανίας των αυτοκινήτων, η αγάπη των Ελλήνων για τη θάλασσα δεν υπήρχε ποτέ εξαιρετική και ιδιάζουσα. Αν συνέβαινε αυτό, τα δημοτικά μας τραγούδια και οι παροιμίες θα ήταν γεμάτα από τη ζωή της, θα είχατε ακόμα θρύλους και παραδόσεις, παραμύθια, προσωποποιήσεις με πηγή τη θάλασσα και τη ναυτική ζωή, όπως και οι άλλοι ναυτικοί λαοί».

Εγώ, συνεχίζει ο Γιάννης Βλαχογιάννης, από τα δημοτικά μας τραγούδια θυμάμαι τον ωραίο στίχο «θάλασσα, πικροθάλασσα και πικροκυματούσα» και από τις δημοτικές μας παραδόσεις, την παράδοση της Γοργόνας και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αλλά και κατά την αρχαιότητα η θάλασσα δεν πολυφαίνεται, εκτός από λίγες στροφές από τα χορικά των αρχαίων τραγουδιών, και δεν ενθυμούμαι άλλον ύμνο για τη θάλασσα από τη λυρικότατη κραυγή των μυρίων του Ξενοφώντος.

«Αλλά και αυτή δεν πιστεύω να απευθύνεται τόσο προς την θάλασσα όσο προς την πέραν αυτής πατρίδας».

«Ποιους θρύλους, ποιους μύθους, ποιες στροφές έχουμε για την θάλασσα, αντιστοίχων εκείνων που εμπνεύστηκαν από τα γλυκά νερά, τις κρύες βρυσούλες, τα δάση, τις μικρές ραχούλες, τα λαγκάδια;

Ποιον ρόλο έπαιξε στις θεοποιήσεις των αρχαίων Ελλήνων ακόμα ο ατρύγετος πόντος;

Η αγάπη μου προς τη θάλασσα μου επιβάλλει το «πίστευε και μη ερεύνα».

Δεν δόθηκε φυσικά απάντηση στον φίλο μου αξιωματικό και ναυτικό συγγραφέα. Εκείνο που πρόχειρα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει είναι ότι η δημοτική μας ποίηση είναι τέκνο των ελληνικών βουνών μάλλον, παρά των ελληνικών παραλιών, όπως και η δημοτική μας μουσική.

Τα τραγούδια για τη θάλασσα τραγουδούν τον πόνο της ξενιτιάς και το παράπονο της νοσταλγίας. Οι θαλασσινοί μας είναι σιωπηλοί, μελαγχολικοί, γεμάτοι από εσωτερικότητα, χωρίς καμία διαχυτικότητα, περισσότεροι φιλόσοφοι παρά ποιητές.

Και όμως αυτό το πρόβλημα θα άξιζε να μελετηθεί από τους ειδικούς και από αυτούς που ήταν κοντά στη θαλάσσια ζωή και τα ήθη των ναυτικών μας πληθυσμών.

Ο καθηγητής Ν. Πολίτης (1852-1921), λαογράφος από την Καλαμάτα, ο θεμελιωτής της λαογραφικής επιστήμης στην Ελλάδα, καθηγητής Πανεπιστημίου, π.χ. θα ήταν σε θέση να μας πει περισσότερα μερικά πράγματα, επίσης και οι νησιώτες συγγραφείς μας.

Οι ναυτικοί μας ιστορικοί ο κ. Ράδος, ο κ. Ρεδιάδης, άλλοι ακόμα, άλλο τόσο.

Νομίζω πως θα ‘ταν απαραίτητο να γίνει από την εφημερίδα μια σχετική εθνολογική και καλλιτεχνική έρευνα, αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας από την Μαριανούπολη Ρωσίας (1866-Μαρούσι 1937, με το ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη, λογοτέχνης και ακαδημαϊκός).

Βαριά ευθύνη πέφτει στο Ελληνικό ναυτικό που δεν αξιώθηκε να συνάξει το υλικό για μια μελέτη ζωντανή της παλιότερης οργάνωσης και της ζωής του Ναυτικού μας και πικρή για κάθε Έλληνα πατριώτη είναι η σκέψη πως ποτέ πια δεν θα ‘ναι βολετό να αποκτήσουμε ιστορία εσωτερική για την Ελληνική ναυτιλία πριν και κατά τα χρόνια του Ιερού Αγώνα. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το στρατό που δεν έβγαλε ούτε και θα βγάλει το ιστορικό του άταχτου στρατού από τα χρόνια της Άλωσης ως τον Ιερό Αγώνα.

Ένας ναυτικός λαός σαν τον Ελληνικό, τόσο βαθιά προσκολλημένος στη ζωή, μ’ εκείνη την χαρούμενη αντίληψη του κόσμου, με την ανίκητη ροπή να ομορφαίνει την τραχειά δουλειά της θάλασσας, να ξεχνάει τα σκληρά και αλύπητα κτυπήματα μα και τα χάδια. τέτοιος λαός που ζει με το τραγούδι και που μακριά από τ’ ακρογιάλι να αποθυμάει έναν καλοτυχισμένο γυρισμό και φθάνοντας εκεί ονειριάζεται ένα, όλο και πιο μακρινό ταξίδι, τέτοιος ένας λαός να πιστεύαμε πως δεν έχει ναυτικά τραγούδια. είναι σαν να πιστεύαμε πως δεν έχει πόνο η ξενιτειά, ο τόπος όπου ζήσαμε δεν μας καλεί, ο γυρισμός χαρά δεν δίνει, ο έρωτας δεν αλυσοδένει την καρδιά, οι κίνδυνοι δεν προκαλούν, ο θάνατος δεν φαρμακώνει. Αλήθεια τι μένει; Να δούμε τι λογής είναι του Έλληνα ναύτη τα τραγούδια.

Η ζωή η ποιμενική, η γεωργική, η ναυτική ζωή, έχουν καθένας από τους επαγγελματικούς, ένα κόσμο ψυχικό και πνευματικό, έχουν τον θρύλο, που κλείνει μέσα του την παράδοση των περασμένων, θησαυρούς ωραϊσμένους από την πείρα την πεζή, τραγούδια, μύθους και παραδόσεις και παραμυθόλογα, και ύστερα γνωμικά και παροιμίες, τέλος έναν κόσμο ολάκερο, φανταχτερό, πιο ακριβό από τον άλλο τον πεζό και ταπεινό, παρηγοριά γλυκιά στους δουλευτάδες τους βασανισμένους την ώρα της χαράς, την ώρα της ανάπαυσης, της συλλογής, της θλίψης. Ολοι οι ναυτικοί λαοί του κόσμου πάνω στη δουλειά, στον αγώνα με το φοβερό στοιχείο τη θάλασσα, είναι λιγόλογοι, συλλογισμένοι και βαρείς.

«Θα ‘ταν γελοίο να ζητάμε από τον Ελληνα ναυτικό παράγματα ανάποδα».

Δανείστηκα τους λαογραφικούς κόπους του φίλου μου σοφού Δ. Πασχάλη που σύνταξε από ένα μοναχό νησί την Άνδρο, με δικές μου παρενθέσεις και διορθώσεις:

Άλλος όρτσα κι άλλος πότζα,

το καράβι με τη μπάντα.

(οι πολλές γνώμες βουλιάζουν το καράβι)

Από τον κάβο Ματαπά

σαράντα μίλια ανοιχτά

κι από τον κάβο Γρόσσο

ακόμη κι άλλο τόσο.

(γρ. σαράντα κι άλλο τόσο)

Από χιονιά και νότος

(ή απόχιανο νοτιά).

Απορριχτό καράβι σ’ αγαθό λιμιώνα

(η καλή τύχη διώχνει τον κίνδυνο).

Ας είν’ η Δύση καθαρή κι Ανατολή ας αστράφτη.

Βάστα, καημένη γούμενα.

Βλαστημάς, καραβοκύρη; Μάντα διάβολο να κάμω;

Γερο –Βοριάν αρμένιζε και Νότο παλληκάρι

(πανελλήνιο).

Ένας τάκος χίλια μίλια, χίλοι τάκοι ένα μίλι,

Ή καράβι ή μπουγάζι.

Ή στραβά ‘ναι τ’ άρμενα ή στραβά αρμενίζουμε.

Ίσα νερά ίσο καράβι.

Καΐκι χαλασμένο, μερδικό κομμένο.

Κοντά στου Μάρτη τις οχτώ, έχε το μάτι ανοιχτό.

Κουτουράδα, ταξειδάρα.

(παράτολμο ταξίδι, βγαίνει σε καλό)

Μεγάλο καράβι, μεγάλη φουρτούνα.

Ο Πουνέντες κι ο Γαρμπής, να φυσήξη και να δης.

Ο Βοριάς κι η Τραμουντάνα

είπαν τη Νοτιά πουτάνα,

Κι η Νοτιά τους αποκρίθη.

Βρε βοριά καραβοπνίχτη,

απού πνίγεις τα καράβια

τα μικρά και τα μεγάλα.

Οι κόρφοι και τα πέλαα μοιράζουν τον αγέρα.

Ολόρθο φεγγάρι, δίπλα γεμιτζής

(γρ. μαρινάροι)

Δίπλα φεγγάρι, ολόρθος γεμιτζής.

(γρ. ορθοί μαρινάροι)

(γεμιτζής= τούρκ. gemici– παλιός και πεπειραμένος ναυτικός, θαλασσόλυκος)

Όπου ρίξει παλαμάρι, κάνει μήνες να σαλπάρει.

(όποιος αράζοντας δε σιγουράρει το καράβι του, κινδυνεύει)

Παλιά παντιέρα, τιμή του καπετάνιου.

Πριν πνιγούμε φερ’ το ναύλο.

(παράλογη απαίτηση)

Σαββατιανός καιρός, τη Δευτέρα γάιδαρος.

(κακοκαιρία του Σαββάτου ξεθυμαίνει Δευτέρα)

Τ’ Απριλιού τις δεκαχτώ

έχε το μάτι ανοιχτό.

Σταύρωνε, κι αρμένιζε,

(κάμε πρώτα το σταυρό σου, ή βάλε τα πανιά σου σταυρωτά;).

Στο κάμωμα στο Πέλαγο

πεντέχνη, στο λιμιώνα.

(Στην αρχή του φεγγαριού ταξίδευε, στις 5-6 άραζε, εξήγηση Δ. Πασχάλη)

Τα μαύρα νέφη του Βοριά, τα κόκκινα του Νότου,

κι εκείνα τα κατάμαυρα του σκύλου του Σιρόκκου.

(κι άλλη γραφή: κι αυτά τα κατακόκκινα…)

Τα πολλά πολλά κουμάντα το καράβι με τη μπάντα.

(από την πολλή ετοιμασία πάει φούντο το καράβι)

Του ήλιου κύκλος άνεμος του φεγγαριού χειμώνας.

Του κακού καιρού τα νέφη

άλλα πάνω κι άλλα κάτω.

Των καλών ναυτών οι νύφες

το Μαγιάπριλο χηρεύουν.

Φαί φασόλια πιέ νερό, σία γάμπια δεν μπορώ.

(Ανδριακό Ημερολόγιο, 1829)

Ολα τα ανωτέρω από παροιμίες και γνωμικά του ναυτικού κόσμου.

Συνεχίζεται…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου