ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο Τέλλος Αγρας και ο Τέλλος Αγρας

ο-τέλλος-αγρας-και-ο-τέλλος-αγρας-626759

Του Γιάννη Ν. Καλαντζή

[email protected]

Οι συμπτώσεις πότε πότε είναι και ζαβολιάρες, εμφανίζονται εκεί που δεν τις περιμένει κανείς.Προξενούν αμηχανία και έκπληξη,ενίοτε δε καταλήγουν μοιραίες, ανσυμβούν με απροσδόκητο τρόπο.Ασυνήθιστη σύμπτωση αποτελείο τίτλος του σημερινού άρθρου, ο οποίος στη σύνθεσή του περιλαμβάνει δυο ίδια ψευδώνυμα, όπως συνέβη με το περυσινό άρθρο μας (ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 8/3/20), με τίτλο δυο ίδια ονοματεπώνυμα («Η Σιμόν Βέιλ και η Σιμόν Βέιλ»). Φυσικά, δεν πρόκειται περί συνωμοσιολογίας, αλλά για σπάνια περίπτωση, η οποία αποκτά μέγιστη αξία, αν ληφθεί υπ’ όψιν, ότι και η χρονική διαφορά γέννησης των δυο ανδρών – 18 χρόνια -, είναι όμοια με εκείνη των δυο γυναικών τηςπροηγούμενης έρευνας!

Ο μεγαλύτερος ηλικιακά Τέλλος Αγρας, ή αλλιώς Σαραντέλλος ή Σαράντος Αγαπηνός, γεννήθηκε το 1881 στο Ναύπλιο και δηλώθηκε στα μητρώα των Γαργαλιάνων Μεσσηνίας, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως εφέτης.Το 1901, ανθυπολοχαγός της σχολής Ευελπίδων, αμέσως κατατάχθηκε εθελοντής στα στρατιωτικά σώματα, που αγωνίζονταν στη Μακεδονία εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Στο Βέρμιο το 1906, έγινε αρχηγός στρατιωτικού τμήματος και έλαβε μέρος στις σκληρές μάχες για εκκαθάριση της λίμνης των Γιαννιτσών, όπου τραυματίστηκε. Οταν προσβλήθηκε από φυματίωση διατάχθηκε η αντικατάστασή του, αλλά πριν αναχωρήσει για την Αθήνα, θέλησε να συναντηθεί με τους αρχηγούς των βουλγαρικών τμημάτων της περιοχής, τους Κασάπτσεφ και Ζλατάν, με σκοπό να τους πείσει να στραφούν κατά των Τούρκων.

Ο Αγαπηνός εμφανίστηκε στη συνάντηση, σε ουδέτερο έδαφος, με τον έμπιστο σύντροφό του Αντώνη Μίγγα. Οι Βούλγαροι, όμως, τους συνέλαβαν και μετά μια εβδομάδα, 7 Ιουνίου 1907, τους απαγχόνισαν στους κλάδους καρυδιάς, κοντά στο χωριό Τέχοβο, στην Πέλλα. Αργότερα, το χωριό μετονομάστηκε σε Καρυδιά, σε ανάμνηση του τραγικού θανάτου των δυο παλληκαριών, ενώ το χωριό Βλάντοβο, όπου τάφηκε ο 26χρονος καπετάν Τέλλος Αγρας, μετονομάστηκε Αγρας.

Η ιστορία του Ελληνα Μακεδονομάχου ενέπνευσε την Πηνελόπη Δέλτα, που έγραψε το μυθιστόρημα «Στα μυστικά του Βάλτου», ενώ η λαϊκή παράδοση κατέγραψε το θάνατο του Αγαπηνού σε πολλά τραγούδια, όπως το σλαβόφωνο μοιρολόι: «Δεν έχεις μάνα, γλυκό παιδί, για να σε κλάψει;/ Δεν έχεις αδελφή να σε πενθήσει;/ Πώς σε ξεγέλασαν;/ Πώς σ’ έφεραν εδώ και σε κρέμασαν στην καρυδιά;/ Να σε φέρουν σε ξένη γη,/ ξένες μάννες να σε κλάψουν,/ ξένες αδελφές να σε μοιρολογήσουν»…

Τον έτερο Τέλλο Αγρα, ή αλλιώς Ευάγγελο Ιωάννου,εξαντλημένο από την πείνα και τις κατοχικές στερήσεις και με κλονισμένη την εύθραυστη υγεία του, τον βρήκε αδέσποτη σφαίρα στις 11 Οκτωβρίου 1944, τελευταία ημέρα της γερμανικής κατοχής, στην Αθήνα, στη γωνία Αγίου Μελετίου και Πατησίων. Είχε γεννηθεί το 1899 στην Καλαμπάκακαι τελείωσε το Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο στο Λαύριο, όπου είχε μετατεθεί ο σχολάρχης πατέρας του και το γυμνάσιο στην Αθήνα.

Δεν ήταν ήρωας του ελληνικού στρατού, αλλά υπήρξε ποιητής και κριτικός και μεταφραστής από τους πιο αξιόλογους του Μεσοπολέμου, που «είχε κάτι γλυκά στοχαστικό, μια ποιητική μοναξιά. Η φυσική λύπη του διακρινόταν από μια περιέργεια, μια ανησυχία για τα πράγματα χαρακτηριστική».Toν είχαν ονομάσει ποιητή της πόλης, της αθηναϊκής συνοικίας, της γειτονιάς, του μικροαστικού σπιτιού, με τις κονσόλες και τα λαβομάνα του και την πλύση απλωμένη στα σχοινιά.

Ως ποιητής της αστικής, αθηναϊκής καθημερινότητας, εντυπωσιάζεται από τις λεμονιές, τις αμυγδαλιές και τα άλλα δέντρα στους δρόμους και τις πλατείες, τα γεράνια, τις ντάλιες, τα χρυσάνθεμα στις αυλές. «Τους δρόμους, που δεν ήξερα ακόμη το τέλος τους. Τις γειτονιές, όπου δεν είχα ούτε ένα φίλο. Τα σπίτια, όπου αν τύχαινε να πεθάνω στο κατώφλι τους, δεν ήθελα κανείς να με σπλαχνιστεί»!

Υπάρχει και η άλλη φύση στα ποιήματα του Ιωάννου. Όχι η άγρια και η ανήμερη, ούτε η μεγαλειώδης και η επιβλητική, αλλά η φύση της ήρεμης αγροτικής ζωής στο χωριό, με όλα τα μικρά και τα παραμικρά της. Δεν του ξεφεύγει η χειμωνιάτικη λιακάδα, το ψιλόβροχο, η αυγή, το δειλινό.

Ο Αγρας-Ιωάννου κατατάσσεται στους Ελληνες ποιητές του Μεσοπολέμου, τους λεγόμενους νεορομαντικούς ή παρακμιακούς (Καρυωτάκης, Παράσχος, Λαπαθιώτης, Ουράνης). Η αξία του έργου του, που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη οξυδέρκεια, ευαισθησία και βαθιά γνώση της φιλοσοφίας για τις σύγχρονες θεωρίες της λογοτεχνίας, τον τοποθετεί στην πρωτοπορία της νεοελληνικής κριτικής σκέψης.

Μετά τον τραυματισμό του, ο 45χρονος ποιητής και δοκιμιογράφος νοσηλεύτηκε μόνος και ξεχασμένος σε θάλαμο τρίτης θέσης στον «Ευαγγελισμό», όπου κατέγραψε τις σκέψεις του σε μικρό τετράδιο, στο οποίο έδωσε τον τίτλο «Ultimusinerpares» («Τελευταίος μεταξύ ίσων»). Στον «Ευαγγελισμό», δυστυχώς το τραύμα στο πόδι μολύνθηκε, προκλήθηκε σηψαιμία, που στις 12 Νοεμβρίου επέφερε το θάνατο του ποιητή.

Το ποίημά του «Καλοσύνη» πρωτοδημοσιεύτηκε το 1925 στη «Διάπλαση των παίδων», με την οποία ξεκίνησε τη συνεργασία του σε ηλικία έντεκα χρόνων, με το ψευδώνυμο Τέλλος Αγρας:

«Ηλιος βγήκε, μες τις παγωνιές,/ κι εγελάσαν φως οι γειτονιές/ κι έφεξαν χαγιάτια και γωνιές/ κι έλαμψαν στα χέρια οι βελονιές.// Κι έφεξαν, σιμά κι αλαργινά,/ παστρικά λιθόστρωτα στεγνά/ κι έδειξαν οι ράχες οι γλαυκές/ και τις πιο κρυφές τους χαρακιές…// Εφεξαν οι απαίνευτες ποδιές/ κι οι φτωχές, οι απόμερες καρδιές/ κι ήρθε, μες στα φέγγη τα χλωμά,/ δόξα πρώτης άνοιξης σιμά!// Ηλιε…, ζέστανες τις πέτρες τις λευκές/… // φίλησες πολύ, μ’ άγια φιλιά,/ χείλια δωδεκάχρονα, μαλλιά,/ που έδεσεν η αρρώστια και βαστά/ στο σκληρό προσκέφαλο σφιχτά,// κι όνειρα, που βιάζονται, ηχερά,/ ν’ αναδώσουν τ’ άσπρα τους φτερά/ και να διαλυθούν μεσουρανίς,/ δίχως να τα ζώσει ίσκιος κανείς.// Μέρωσες την κρύα, τη μοναχή,/ την πολύ ακατάδεκτη ψυχή».

Ο Ευάγγελος Ιωάννου, ανύπαντρος και άκληρος, βιοπορίστηκε ως δημόσιος υπάλληλος από το 1918 μέχρι το 1943στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος και σεμερικές άλλες υπηρεσίες.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου