ΑΓΡΟΤΙΚΑ

Λευκός χρυσός ή άνθρακας… ο θησαυρός;

λευκός-χρυσός-ή-άνθρακας-ο-θησαυρός-923157

Στα αγροτικά πηγαδάκια επικρατεί ανησυχία για το τι μέλλει γενέσθαι με την καλλιέργεια βάμβακος, καθώς πολλοί είναι εκείνοι που σκέφτονται να αλλάξουν τις καλλιέργειές τους

Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Από τα πλέον σημαντικά αγροτικά προϊόντα στην ελληνική παραγωγή το βαμβάκι, δίκαια χαρακτηρίζεται από πολλούς ως «λευκός χρυσός». Η ελληνική βαμβακοκαλλιέργεια έχει καταφέρει, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, να δημιουργήσει μία ισχυρή θέση στον παραγωγικό χάρτη, του οποίου τα όρια ξεπερνούν τα ελληνικά σύνορα, καθώς η Ελλάδα είναι από τις κύριες χώρες βαμβακοκαλλιέργειας μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που διαθέτει το 80% των ευρωπαϊκών εκτάσεων βάμβακος με περίπου 2,5 εκατ. στρέμματα.

Ωστόσο, η ενεργειακή κρίση και η αύξηση των τιμών στις πρώτες ύλες έχουν εκτοξεύσει το κόστος παραγωγής του βάμβακος και σε συνδυασμό με την χαμηλή τιμή διάθεσής του, έχουν δημιουργήσει σκέψεις για εγκατάλειψη της καλλιέργειας.

Από την πλευρά τους οι παραγωγοί δυσανασχετούν και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι αν η πολιτεία δεν λάβει τα κατάλληλα μέτρα, ο πρωτογενής τομέας της χώρας θα εκλείψει.

«Το κόστος είναι δυσβάσταχτο. Η παραγωγή του βαμβακιού είναι, πλέον, ασύμφορη. Το ρεύμα είναι πανάκριβο, τα ανταλλακτικά επίσης και το κόστος της ύδρευσης είναι πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με τις άλλες καλλιέργειες», αναφέρει στον ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ ο βαμβακοπαραγωγός Χρήστος Πάντζιος για να προσθέσει ότι μεγάλο μειονέκτημα για την καλλιέργεια είναι και οι ανάγκες για εργατικά χέρια, που πέρα από το γεγονός ότι κοστίζουν, πλέον δεν είναι και εύκολο να βρεθούν.

Χρήστος Πάντζιος: Ειδικά η τελευταία σοδειά ήταν από τις καλύτερες και τα βαμβάκια μας ήταν πολύ λευκά και εν τέλει τα πουλήσαμε σε τιμή που ήταν ασύμφορη για εμάς

Ο κ. Πάντζιος εξέφρασε ακόμη τη γενικότερη απογοήτευση που επικρατεί στον κλάδο λόγω της τελικής τιμής πώλησης του βάμβακος. «Τα τελευταία χρόνια οι τιμές διάθεσης του προϊόντος μας είναι πολύ χαμηλές. Μόνο φέτος είδαμε μία σχετική αύξηση, τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού που έφτασε στο 1 ευρώ το κιλό, αλλά δεδομένων των αυξήσεων στις πρώτες ύλες, οι περισσότεροι θεωρήσαμε ότι θα ανέβει και άλλο η τιμή και δεν κλείσαμε συμβόλαια, με αποτέλεσμα η τιμή να πέσει και εμείς να βγούμε οι μεγάλοι χαμένοι», τονίζει ο ίδιος.

Αναφορικά με την τιμή πώλησης του βαμβακιού, δυστυχώς, είναι ίδια για όλους τους παραγωγούς γεγονός που δυσανασχετεί μεγάλη μερίδα του κλάδου. «Το κακό με την ελεύθερη αγορά είναι ότι δεν διακρίνεται η ποιότητα. Εμείς εδώ στη Θεσσαλία έχουμε το καλύτερο ποιοτικά βαμβάκι και παρόλα αυτά το πουλάμε στην ίδια τιμή με τις υπόλοιπες περιφέρειες. Ειδικά η τελευταία σοδειά ήταν από τις καλύτερες και τα βαμβάκια μας ήταν πολύ λευκά και εν τέλει τα πουλήσαμε σε τιμή που ήταν ασύμφορη για εμάς», καταλήγει ο κ. Πάντζιος.

Η ποιότητα, όμως, της ελληνικής βαμβακοκαλλιέργειας την καθιστά αδιαμφισβήτητα στις κορυφαίες θέσεις παγκοσμίως. Τα παραπάνω επιβεβαίωσε και το 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο για το βαμβάκι που πραγματοποιήθηκε προ ολίγων ημερών παρουσία του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Γιώργου Γεωργαντά.

Ο προϊστάμενος του Εθνικού Κέντρου Ποιοτικού Ελέγχου, Ταξινόμησης και Τυποποίησης Βάμβακος Μωχάμεντ Νταράουσε ανέφερε πως το ελληνικό βαμβάκι πετυχαίνει καλές επιδόσεις στις διεθνείς αγορές, ενώ παρουσίασε ακόμη τα έργα που εκτελούνται με στόχο τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων για την πορεία της ποιότητας του ελληνικού βαμβακιού και για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ποικιλιών που καλλιεργούνται στην Ελλάδα, ως χρήσιμο εργαλείο για ενημέρωση των μελών της αλυσίδας βάμβακος και των φορέων, με τελικό σκοπό την καλύτερη διαχείριση της ποιότητας και τη βελτίωσή της και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του προϊόντος. Ο κ. Νταράουσε επεσήμανε ακόμη ότι είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί ένα σύστημα αντιστοιχίας τιμής- ποιότητας που θα δώσει ένα κίνητρο στον επιμελή παραγωγό να παράγει ποιοτικό βαμβάκι.

Τα χαμηλά κίνητρα, ωστόσο, που δίνει η ελληνική αγορά στους Ελληνες παραγωγούς έχουν συνολικό κόστος. Οι κινητοποιήσεις των αγροτών δείχνουν ότι οι τελευταίοι έχουν φτάσει – για ακόμη μία φορά- σε δεινή κατάσταση με την πολιτεία να είναι απούσα. Την ίδια στιγμή που γίνονται συζητήσεις για επάρκεια στον πρωτογενή τομέα, η χώρα μας και κατά συνέπεια οι επιχειρηματίες και οι παραγωγοί δεν φαίνεται να έχουν τη «διάθεση» να την πετύχουν.

Το γεγονός αυτό επισημαίνει ο ερευνητής και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Δημήτρης Κουρέτας. Ο πολυβραβευμένος καθηγητής αναφέρει ότι στην περίπτωση του «λευκού χρυσού» έχει παρατηρηθεί μία τεράστια αποβιομηχανοποίηση στη χώρα, με αποτέλεσμα το βαμβάκι το οποίο παράγει η Ελλάδα να το παίρνουν χώρες της Ανατολής, που έπειτα εισάγουμε ενδύματα, με αποτέλεσμα να ξοδεύουμε πολύ περισσότερα χρήματα από ότι θα χρειαζόταν για να παράξουμε τα ενδύματα εδώ.

Δημήτρης Κουρέτας: Στην περίπτωση του «λευκού χρυσού» έχει παρατηρηθεί μία τεράστια αποβιομηχανοποίηση στη χώρα, με αποτέλεσμα το βαμβάκι το οποίο παράγει η Ελλάδα να το παίρνουν χώρες της Ανατολής

Ο ίδιος, μάλιστα, θεωρεί ότι η αγροτική επιχειρηματικότητα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από το ταμείο ανάκαμψης, προσθέτοντας μάλιστα, πως ο Σύνδεσμος Βαμβακοπαραγωγών Ελλάδας είχε έρθει σε επαφή με τους αρμόδιους υπουργούς, ώστε να δημιουργηθούν νηματουργεία, αλλά οι συμβασιουχικές πράξεις δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Αυτό, συνεπώς, που προτείνει είναι να υπάρξει «μία εθνική συνεννόηση για τέτοιους αναπτυξιακούς τομείς» για να καταστεί και πάλι η Ελλάδα αγροτικά και γεωργικά αυτόνομη.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου