ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Στον απόηχο της έκδοσης του βιβλίου των Α. Καπανιάρη και Ν. Τσούκα «Ηρθαν τα Καράβια τα Ζαγοριανά»

στον-απόηχο-της-έκδοσης-του-βιβλίου-τω-259863

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

«Φυσά ο βοριάς, ξαναφυσά, τα κύματα θεριεύουν,
και πριν απ’ τα μεσάνυχτα κρεπάρει το καράβι,
τα κύματα το σκέπασαν, στο φούντο έχει πάει»
(δημοτικό τραγούδι)

«Κι εσύ, Ζαγοριανέ καραβοκύρη, απόφευγε τον κάματο της θάλασσας και παραδόσου μάλλον στη γόνιμη δουλειά του γελαδάρη, αν θέλεις να φτάσεις στο τέρμα μιας πολύχρονης ζωής, ευτυχισμένος. Ποτέ πάνω στη θάλασσα οι άνθρωποι δεν έχουν καιρό να δουν ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά τους. Η θάλασσα, το ίδιο βαθιά στη γαλήνη, όσο και στη φουρτούνα, μοιάζει με τη μάνα, που στην αγκαλιά της τα ξεχνάει κανείς όλα. Κι έχει μια δύναμη που επιδρά πάνω στους ανθρώπους σαν θέληση.

«Μα, αν ναυαγήσεις, δυστυχισμένε άνθρωπε, μην κατηγορήσεις τα κύματα της θάλασσας, αλλά τους ανέμους που φύσηξαν και σε καταπόντισαν. Τούτα τα κύματα τα αγαθοεργά σε φέρανε πίσω στην ακτή και σε παράδοσαν στη θεοσέβεια των γονιών σου, που τάφο σου ανήγειραν. Άκου και το λαό που λέει: «Παίνευε τη θάλασσα, αλλά περπάτα στη στεριά».

Στο βιβλίο αυτό, περιγράφεται η θαλασσινή ζωή των ναυτικών, στα λιμάνια και στις μακρινές θάλασσες. Η ζωή τού ναυτικού είναι γεμάτη κινδύνους. Είναι σκληρή, τα κέρδη μηδαμινά, αν όχι ανύπαρκτα. Ομως, η ζωή πάντα συνεχίζεται, κι άλλοι ναυτικοί θα πάρουν τη θέση αυτών που χάθηκαν, κι άλλα θέματα θα γίνουν βορά των κυμάτων, των πειρατών και των λαθρεμπόρων.

Οι συγγραφείς μάς μεταφέρουν σε λιμάνια και θάλασσες, όπου βλέπουμε την εμπορική ζωή να ξετυλίγεται με ζωηρό ενδιαφέρον. Και σαν δυο θαλασσογράφοι, με εξαιρετική παρατηρητικότητα, μας περιγράφουν τις δυσκολίες των θαλασσινών, τη συμπεριφορά τους από ψυχολογικής και κοινωνικής πλευράς, και τη σχέση τους με άλλους λαούς, που τους δίνεται η ευκαιρία να συναναστραφούν και να γνωρίσουν από κοντά, ιδίως με την ιδιότητα του καπετάνιου.

Οταν φτάσουν σ’ ένα λιμάνι, ζουν σε μία της δικής τους εκλογής μοναξιά. Συχνά, δεν μιλούνε σε κανένα, δεν έχουν πάρει εδώ και καιρό γράμματα, ενώ είναι απολύτως κύριοι του καιρού τους. Οι άνθρωποι τούς είναι αδιάφοροι, μπορεί να τους συναντήσουν στο καφενείο, ή, την Κυριακή, μετά τη λειτουργία, να τους δουν να περιφέρονται, άσκοπα, στους δρόμους. Και τους δημιουργείται μία προαίσθηση της ναυτίας, που χάνεται και επανεμφανίζεται, ενισχυμένη, για να οδηγήσει στην πρώτη εξακρίβωση: Ότι κατέχουν το κλειδί αυτής της ναυτίας, ότι στη βάση της σκέψης τους παραμονεύει, πάντα, η ναυτία κι οι φουρτούνες, στα βαθιά νερά.

Κύματα σηκώνονται, που τ’ ακούν οι ναυτικοί μέσα στον ύπνο τους. Ξυπνούν και βρίσκουν, στα πόδια τους, το θαλασσινό νερό, που είχαν ρίξει εκεί τα κύματα. Έτσι, το θαλάσσιο θέαμα μεταβάλλεται σε καθρέφτη της ψυχής τους, αγγίζοντας τα βαθύτερα σημεία της ανθρώπινης μοίρας. Οι ναυτικοί συνδέονται με τη μυστηριώδη ζωή της θάλασσας, τις συνθήκες της οποίας αναλύουν, διεξοδικά, οι συγγραφείς αυτού του πονήματος. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, είν’ αλήθεια πως οι ναυτικοί το περνούν στη θάλασσα.

Ο Α. Καπανιάρης κι ο Ν. Τσούκας επιθυμούν, μέσα από την έρευνά τους, να εκφράσουν τον αιώνιο αγώνα των ναυτικών, των οποίων η ύπαρξη εξαρτάται αποκλειστικά από τη θάλασσα. Κι η θάλασσα, παρά την ωραιότητα και τη σκληρότητά της, αποτελεί την αφετηρία των ναυτικών, αλλά και της ναυτικής Ελλάδας, γενικότερα, ενώ η παρουσία των ελληνικών θαλασσών, στο βιβλίο τούτο, γίνεται αισθητή ως ευρύτερη συμβολική μορφή.

Οταν οι καπετάνιοι πλησιάζουν στ’ ακρογιάλια του Πηλίου, αναπνέουν τον αέρα που φυσά, διαπεραστικά, ανάμεσα από τα άρμενα των καραβιών στην ακρογιαλιά και πάνω από τις καμινάδες των εστιών τους, αφήνοντας πια πίσω τους τη βουή των κυμάτων και τα πλήγματα της Μοίρας, τα καθημερινά και αδυσώπητα.

Στο κέντρο της αφήγησης τοποθετούνται οι καραβοκύρηδες, που η τύχη τους συμβολίζει, ως ένα βαθμό, και την τύχη όλου του πληρώματος – όλοι αμετανόητοι ονειροκυνηγοί της τύχης τους. Και συχνά, πολύ συχνά, συντρίμμι το καράβι των ονείρων τους και σκόρπια τ’ άρμενα. Δίπλα στα κύρια αυτά πρόσωπα, κινούνται και πολλά άλλα, αγωνιζόμενα, το καθένα με τον δικό του τρόπο, να κρατηθούν στη ζωή και να δημιουργήσουν συνθήκες μιας υποφερτής διαβίωσης, με παντοκράτορα τη μοίρα, που εμφανίζεται σκληρή και αδυσώπητη.

Ενάντια σ’ αυτή τη Μοίρα, οι άνθρωποι θα αγωνίζονται, πάντοτε ελπίζοντας και πάντοτε διαψευδόμενοι, αλλά συνεχίζοντας τον αγώνα τους με δύναμη και ορμή, σαν πανύψηλα κύματα.

Στον αγώνα αυτό (όχι πάντα) βρίσκουν τη δικαίωση και απ’ αυτή αποκτούν τη συμπάθειά μας. Οι καπετάνιοι και το πλήρωμα, περισσότερο ζωντανά πρόσωπα παρά σύμβολα, συνθέτουν ένα πίνακα ζωής, χωρίς να παύουν να προκαλούν και αποσπασματικές όψεις του εσωτερικού τους ψυχικού τοπίου. Ο καθένας απ’ αυτούς ζει το δικό του όνειρο, είναι στενά δοσμένος στην προσδοκία, που έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του, και αγωνίζεται να τη διατηρήσει, αφού, χωρίς αυτή, θα ήταν αδύνατο να επιζήσει, ενώ, συγχρόνως, αντιδρά ανελέητα στα χτυπήματα, που του επιφυλάσσει η ζωή του στη θάλασσα.

Το βιβλίο των Καπανιάρη και Τσούκα μου θυμίζει την Αργώ, που αρμένισε, πριν από τα Ζαγοριανά Καράβια, αιώνες, τη θρυλική Αργώ, που αγνοούσε το κρυμμένο πηδάλιο και τον άνεμο, που φυσούσε στο ιστίο της, κάνοντας όλους τους αργοναύτες να πιστεύουν ότι αρμενίζει μόνη της.
Μου θυμίζει ακόμα τη Βάρδια του Ν. Καββαδία, ένα λαμπρό «μυθιστόρημα», που είναι στο βάθος μια σειρά σκηνών από τη ζωή των θαλασσινών, μέσα στα καράβια τους και στα λιμάνια. Η λατρεία των καπεταναίων για τη θάλασσα εναλλάσσεται με στιγμές πικρής απογοήτευσης και σφοδρής νοσταλγίας της οικογενειακής θαλπωρής. Οι καπεταναίοι αισθάνονται σκοτοδίνη στις φουρτουνιασμένες θάλασσες. Κι ήταν έτσι, όπως τότε που μεγάλωναν και τους έπιανε η θάλασσα. Τι άτιμο πράγμα η ναυτία! Γίνεσαι παιχνίδι, τσόφλι των κυμάτων. Και δεν νοσταλγείς τίποτα άλλο, παρά μόνο να ξεμπαρκάρεις, μόλις έρθει η στιγμή ν’ αγκυροβολήσεις στο πρώτο λιμάνι. Και σαν φτάσεις εκεί, όλα τα ξεχνάς και μπαρκάρεις πάλι. Γιατί έχεις πια συνηθίσει. Η θάλασσα σού έγινε συνήθεια κι η συνήθεια δεύτερη φύση.

Οι καπεταναίοι των Ζαγοριανών Καραβιών, κεντρικές μορφές στο βιβλίο των Καπανιάρη και Τσούκα, είναι καπεταναίοι – βασιλιάδες των ταξιδιών, που πραγματοποίησαν τούτα τα καράβια, διατηρώντας τη μνήμη μιας μεγάλης τυπικής παράδοσης στη ναυσιπλοΐα. Ομως, σήμερα, σε μία γη όπου, κάτω από το σφυροκόπημα του ήλιου, ο σύγχρονος άνθρωπος ταλαιπωρείται από την πλήξη και την άχαρη σπατάλη του χρόνου του, η θάλασσα μοιάζει να μην έχει πια καράβια. Και οι θρυλικοί καπεταναίοι, με τα απέραντα μάτια, χάθηκαν, τους πήραν τα κύματα και πνίγηκαν στις θάλασσες του χρόνου. Τώρα, η ναυτική δραστηριότητα άλλαξε, εκσυγχρονίστηκε. Η ζωή τού κάθε καπετάνιου, μια μικρή Οδύσσεια, κι ο καπετάνιος ένας μεγάλος Οδυσσέας, όλα ήρθαν και παρήλθαν ανεπιστρεπτί, αφήνοντάς μας μόνο λίγο χρόνο, να αναπολούμε με συγκίνηση την ύπαρξή τους. Ατάραχοι, τώρα, προσπαθούμε κι εμείς να κυριεύσουμε τα περασμένα, τότε που είχαμε στην εξουσία μας τον κίνδυνο ενός πάθους θαλασσινού και πίναμε το αξεδίψαστο πιοτό της περιπέτειας και της ανάγκης. Γιατί τα θαλασσινά ταξίδια ήταν πάντα για τους Έλληνες ένας διαρκής αγώνας, στον οποίο ο λαός μας δοκιμάστηκε και θριάμβευσε.

Σήμερα, οι Έλληνες, ακονισμένοι σε μια ψυχρή ακρίβεια και με τη λάμψη ενός μηχανοποιημένου πολιτισμού, ταξιδεύουν στις μεγάλες θάλασσες, μέσα σ’ ένα ρευστό όνειρο του χρόνου, προσπαθώντας να συλλάβουν τη συνείδησή τους και την επιθυμία της φυσικής επιστροφής, αλλά σ’ έναν ετοιμοθάνατο, αποξηραμένο κόσμο, που τον εκφράζουν εικόνες και συμβολισμοί σπασμένων μαρμάρων και αρχαίων ερειπίων. Τα Ζαγοριανά Καράβια στέκονται σαν ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα, όπως μας το δείχνουν, άλλωστε, με τόση οξύνοια στο βιβλίο τους οι συγγραφείς, που φέρνουν αντιμέτωπες την παλιά τόλμη με τη σύγχρονη πνευματική διάβρωση, μ’ έναν τόνο ψύχραιμης συμπόνιας.

Το βιβλίο είναι γραμμένο με εξαιρετική διαύγεια, είναι εύληπτο και προσιτό στον μέσο αναγνώστη, που θέλει να έχει μία συνολική εποπτεία της ναυτιλίας και του εμπορίου, στο Ανατολικό Πήλιο, από τον 16ο αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Ο αναγνώστης απολαμβάνει την πυκνότητα της αφήγησης και την ποικιλία των θεμάτων, ενώ ανανεώνει από σελίδα σε σελίδα το ενδιαφέρον του.

Οσο για τα δημοτικά τραγούδια, που τραγουδιούνταν, κυρίως, μετά από κάθε ξεμπαρκάρισμα, ήταν τραγούδια για χορό σε λαϊκό τόνο, κι άλλα για διάφορες γιορτές, που ακολουθούσαν τον θερισμό και τον τρύγο. Ετσι, ζαλισμένοι από τη γλυκύτητα του οίνου και τη μελωδία της μουσικής, και με τη μέθη των θαλασσινών αναμνήσεων, αναθυμούνται όλοι όλους, όσους, άλλοτε, χόρευαν σαν αυτούς, στο ίδιο μέρος, με τους ήχους της ίδιας δημοτικής μουσικής. Και χαίρονταν, συνάμα, να βλέπουν τις αποθήκες γεμάτες με καρπούς. Και ξεσηκώνονταν όταν σήκωναν τρεις φορές την ντάμα στο χορό, κάτω απ’ το φθινοπωρινό φεγγάρι. Λαϊκά στη μορφή τους και στην παρορμητική τους διάχυση, τα τραγούδια εκείνα οδηγούσαν, αβίαστα, στην αναπόληση και τον ρεμβασμό. Φολκλορικά και ταυτόχρονα σοφά, ήταν τραγούδια που αντανακλούν και αναδίδουν τη δημώδη μούσα, πλημμυρισμένη από τους χυμούς της ψυχής, μία ποίηση που μετουσιώνει τους θαλασσινούς σκοπούς και τους εξευγενίζει, με τη μαγεία της τέχνης της αναπόλησης. Τα ωραιότερα τραγούδια έχουν πάντα έναν τόνο συγκινητικό και σοβαρό. Το τραγούδι του Αη Νικόλα Αφέντη είναι ένα ωραίο τραγούδι, κάτι σαν προσευχή στον Προστάτη των Ναυτικών, να βοηθήσει τους καπετάνιους να επιστρέψουν στην πατρίδα, έπειτα από τα θαλασσινά τους ταξίδια. Εδώ πρόκειται για τη χαρά που δοκιμάζει κανείς, όταν ξαναβλέπει το γενέθλιο τόπο του, τους δικούς του, τους φίλους του, και κουδουνίζει τα χρήματα που κέρδισε από την εργασία του, σκεπτόμενος, ωστόσο, τις γιορτές και τους χορούς, που πρόκειται να χορέψουν αυτοί που αγαπούν και αγαπιούνται. Μία τέτοια απλότητα φαίνεται να προέρχεται από μία ψυχή, που σκέπτεται και αγωνιά ομαδικά. Μια ψυχή που εύχεται, προσεύχεται και περιμένει.

Αη Νικόλα αφέντη μας,
κάνε τη θάλασσα γυαλί
και στρώστηνε με λάδι,
να μπονατσάρει ο καιρός,
νά’ ρθουνε τα καράβια μας,
γιομάτα από πραγμάτειες,
νά’ ρθουνε κι οι καπεταναίοι μας
κ’ οι αρραβωνιαστικοί μας.

Είναι, λοιπόν, τραγούδια τόσο απλά και, στην ουσία τους, τόσο βιωματικά, που φέρουν γήινες εικόνες και λαχτάρες. Η δύναμή τους είναι σαν τις δυνατές ψυχές. Και ο τόνος γίνεται μεγαλειώδης, σχεδόν ιερατικός. Μπορεί να φαντάζεται κανείς, ίσως και να σιγακούει το ερωτευμένο Ζαγοριανό ζευγάρι να ψιθυρίζει: «Είσαι για μένα μία θεά κι εγώ ο λειτουργός σου. Κι όλη η Πηλιορείτικη γη μία φθινοπωρινή βασίλισσα, με τους καρπούς της, που τραγουδάει για σένα!».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου