ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Σύκα που λιάζονται

σύκα-που-λιάζονται-296442

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Σκέφτηκα με χαρά να λιάσω μερικά σύκα απ’ αυτά που, φέτος, μου έδωσαν γενναιόδωρα οι συκές μου, όσα σύκα, βέβαια, γλίτωσαν από τις ορέξεις της στιγμής. Να τα βάλω μέσα σε ταψιά, στη σειρά, να τα σκεπάσω μ’ ένα τούλι ή μία σήτα, όπως έκανε η μάνα μου, στην κατοχή, κι ύστερα να βρω ένα ηλιόλουστο σημείο της αυλής μου, αφού δεν έχω λιακωτό. Κι εκεί να τοποθετήσω το κάθε ταψί. Και τα σύκα, μέσα στον αυγουστιάτικο ήλιο, θ’ αρχίσουν να λιάζονται. Κι εγώ, σαν τα κοιτάζω, θα σιγοτραγουδώ: Ένας αϊτός καθότανε στον ήλιο και λιαζότανε! Και θα σκέπτομαι τι όμορφοι πού’ ναι οι αετοί, όταν λιάζονται!

Λέτε να τα ζηλέψει, έτσι λιασμένα τα σύκα κι ετοιμοφάγωτα, εκείνη η περιβόητη γραία, που μας είχε αποκαλύψει ότι της αρέσουν τα λιασμένα, εν γένει, φρούτα; Λέτε να θέλει να μάθει κι αυτή να λιάζει σύκα, στις πλατείες της Αθήνας; Γιατί, στο αστικό διαμέρισμά της, πολύ θα δυσκολευτεί, η καημένη, να τα λιάσει, αφού θέλουν ευρυχωρία τα ταψιά και πολύ ήλιο τα σύκα. Και φοβάμαι πως δεν θα έχει κι αυτή λιακωτό. Πού να το βρει, άλλωστε, στην πρωτεύουσα;

Πάντως, είναι ωραίο και σχεδόν παρήγορο, να βλέπεις σύκα να λιάζονται! Είμαι σίγουρος, το ξαναλέω, πως η γραία τούτη, η καημένη, θα ζήλευε τα λιασμένα μου σύκα και, δοκιμάζοντάς τα, θα διαπίστωνε την αξία πού έχει η λιακάδα και το λιάσιμο, αλλά και η λιάστρα. Κι αν κάπου, κάποτε, αποκτήσει μια συκιά, ίσως να θελήσει να μαζέψει η ίδια τα σύκα της, πριν αυτά πέσουν και σαπίσουν. Εννοώ τα παραπανίσια σύκα, που δεν θα προφτάσει να τα φάει. Κι επομένως, θα δεχτεί, πιστεύω, να μπει στον ευχάριστο κόπο να τα λιάσει, η καημένη, τα καημένα! Κι ύστερα, λιασμένα κι ετοιμοφάγωτα, να τα προσφέρει στους φίλους της, ντόπιους και αλλοδαπούς, που δεν έχουν συκιές δικές τους κι επομένως δεν ξέρουν να λιάζουν σύκα. Φαντάζομαι πως κι η ίδια, μέχρι τώρα, έχει μάθει πως λιάζονται μόνο οι άνθρωποι…

Η διαδικασία να λιάσεις σύκα είναι απλή. Την ώρα που λιάζονται τα σύκα, μπορείς, αν τόσο τα λαχταράς, ν’ αρχίσεις να τα ορέγεσαι με τη φαντασία σου, που γι αυτό το λόγο υπάρχει. Γιατί, στην πραγματικότητα, χρειάζεται χρόνος να σκορπίσει ο ήλιος τη δύναμη των ακτίνων του στα σύκα για να τα γλυκάνει, και οι συκοφάγοι δεν έχουν υπομονή. Το μυστικό λοιπόν είναι να τ’ αφήσεις πάνω στη συκιά να ωριμάσουν, πριν τα μαζέψεις, για να λιαστούν καλύτερα.

Αυτά είχα να πω, σήμερα, και τρυφεράδα αλάλητη βγάζει η ψυχή μου. Κι όσο ψηλά να σκάσει ο Αυγερινός, να πάει κι η Πούλια γιόμα, οι φίλοι μας, στο μεταξύ, λιάζονται και, στα πράσινα πηχτά νερά, βουτούν να δροσιστούνε. Και στο πόδι, καθώς λιάζονται, σύκα θα θέλουν κι αυτοί να γευτούν, λιασμένα. Σύκα γλυκά κι ελληνικά, προσφερόμενα από τη σεβάσμια γραία.

Μωρέ, πηλό λες να έπιασε ο Θεός και ζύμωσε όλους εμάς τα ανθρωπούδια. Με δυο μεγάλα μαύρα κάρβουνα στα φρυδοδόξαρα. Κι ύστερα μας απίθωσε να λιαστούμε και, σωρούς – σωρούς μετά στον ήλιο πλιθιά να γίνουμε. Αλλά αέρας φυσάει δυνατός, και κουρνιαχτός γινόμαστε. Κι όταν βρέχει, λάσπη πάλι γινόμαστε, και φτου! Ξαναρχίζει, με λάσπη πάλι κι αίμα ο Θεός, ανθρωπούδια να ζυμώσει!

Τώρα, για ένα πράγμα είμαι, πάντως, σίγουρος: Όσο θα βγαίνει ο ήλιος, οι συκιές θα κάνουν σύκα κι η ζωή θά’ ναι γεμάτη συκοφάντες. Και τα σύκα θα λιάζονται. Θα τα λιάζει και η σεβάσμια τούτη γραία, που θ’ αναγκαστεί να μάθει, τελικά, αυτή την τέχνη, για να μπορεί, όταν χρειαστεί, να τα προσφέρει σ’ αυτούς που λιάζονται πεινώντας και πληρώνοντας τα καινούρια της ζωής τους κρίματα.

– Ειρήνη, αγάπη, καλοπέραση, είμαστε όλοι αδέρφια. Ολοι μας μάνα έχουμε τη γη κι αφέντη μας τον ήλιο!

– Αδέρφια, τρισαδέρφια, ποιος δίπλα μου πονάει, να μοιραστώ τον πόνο; Θε μου, δεν έχει ξένο και δικό μου, δεν έχει φίλο και εχθρό. Εγώ είμαι η εργάτισσα καρδιά της γης, που αναπαυμό δεν έχω.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου