ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Αφησε πίσω του αριστουργήματα

αφησε-πίσω-του-αριστουργήματα-820727

Κορυφαία προσωπικότητα ο Φώτης Κόντογλου, που γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1895

Σύγχρονος θρύλος της αυθεντικής ελληνικής έκφρασης ο Φώτης Κόντογλου, γεννημένος στις 8 Νοεμβρίου 1895 στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, άφησε πίσω του αριστουργήματα, που προκαλούν το γενικό θαυμασμό. Κορυφαίος λογοτέχνης και ζωγράφος, αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμη σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος κ.ά.

Εκδήλωση αφιερωμένη στο έργο του διοργάνωσαν, εξάλλου, παλαιότερα οι «Ιωνες» στον χώρο του Μεταξουργείου, τιμώντας τη μνήμη του, που παραμένει ζωντανή μέσα από το έργο του.

Το 2014, το Αρχείο Φώτη Κόντογλου, το οποίο διατήρησαν για χρόνια, η κόρη του, Δέσπω και ο σύζυγός της Ιωάννης Μαρτίνος, δωρήθηκε από τους εγγονούς του Κόντογλου, Παναγιώτη και Φώτη Μαρτίνο, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.

Το ζωγραφικό του έργο

Κατά τη διάρκεια των παιδικών και εφηβικών του χρόνων δεν είχαν εκδηλωθεί ερεθίσματα από τη βυζαντινή ζωγραφική. Η πρώτη χρονολογημένη ζωγραφιά του, με τίτλο Αγία Παρασκευή, ανάγεται στα 1912, όταν ήταν δεκαεπτά ετών. Ισως να είναι παλιότερη η Καθιστή γριά, γύρω στα 1910, όταν ήταν 15 ετών. Οταν ήταν φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών ήρθε σε επαφή με το κλίμα της Σχολής του Μονάχου. Το γεγονός πως είχε καταρτίσει συλλογή με έργα από γερμανικές καλλιτεχνικές εκδόσεις των Γύζη, Λέμπαχ, Μπίκλιν, Στουκ, Κλίνγκεργκ, φανερώνει την μη απόρριψη της ακαδημαϊκής ζωγραφικής εκ μέρους του.

Το 1923 επισκέφτηκε το Αγιον Ορος που ως χώρος καλλιτεχνικής έκφρασης επηρέασε βαθύτατα τον Κόντογλου. Στη διετία 1923-24 ζωγράφιζε ελάχιστα έργα με χρώμα: πορτραίτα (ο λογοτέχνης Στρατής Δούκας) και μια θρησκευτική σύνθεση, τη Βάπτιση, η οποία, αν η χρονολογία του 1923 είναι ακριβής, αποτελεί την πρώτη εικόνα του Κόντογλου.

Από το 1926 ξεκίνησε συστηματικότερα τη χρήση χρωμάτων, εκτός από την εικονογράφηση βιβλίων όπου συνέχιζε την ασπρόμαυρη τεχνική, ενώ υιοθετώντας την τεχνική και τεχνοτροπία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής παράδοσης και της λαϊκής τέχνης ζωγράφιζε κοσμικά θέματα.

Ιδιαίτερα γόνιμη χαρακτηρίζεται η τελευταία περίοδος της καλλιτεχνικής ζωής του. Τα έργα της μνημειακής και φορητής εκκλησιαστικής ζωγραφικής του υπερτερούν αριθμητικά της κοσμικής ζωγραφικής του. Αγιογράφησε ενοριακές εκκλησίες, ιδιωτικά παρεκκλήσια και μεγάλο αριθμό φορητών εικόνων: Ζωοδόχος Πηγή Παιανίας, παρεκκλήσιο Αγίου Γεωργίου στον Αγιο Κωνσταντίνο Ομονοίας και Αγία Βαρβάρα Αιγάλεω, Αγιος Ανδρέας (Πατήσια), Αγιος Νικόλαος (Πατήσια), Καπνικαρέα, Αγιος Ευθύμιος Κερατσινίου, Αγιος Χαράλαμπος στο Πολύγωνο, Αγιος Γεώργιος Κυψέλης. Αλλά και εικόνες για τέμπλα εκκλησιών σε Ελλάδα (Άνδρος, Ρόδος) και Αμερική.

Το συγγραφικό του έργο

Ως πεζογράφος, με το ιδιότυπο προσωπικό ύφος του, «μπολιασμένο» από τη γλώσσα των θαλασσινών, τα συναξάρια των αγίων κι έναν εξωτικό κοσμοπολιτισμό, ο Κόντογλου επηρέασε γόνιμα τη γραφή μεταγενέστερων πεζογράφων αποτελώντας τον πρόδρομο της γενιάς του 1930.

Το συγγραφικό έργο του Κόντογλου διακρίνεται σύμφωνα με τον Γιώργο Παγάνο, σε: λογοτεχνικό (πρωτότυπα έργα, ταξιδιωτικά, θαλασσινές ιστορίες, λυρικές περιγραφές), διασκευές θαλασσινών ιστοριών από την εποχή των Ανακαλύψεων, βιογραφίες ιστορικών προσώπων, οσίων και αγίων της Εκκλησίας, άρθρα ή δοκίμια για την παράδοση και τις αξίες της, τη βυζαντινή τέχνη, πολεμικά κατά του καθολικισμού και των ευρωπαϊκών προτύπων, και ποικίλα θρησκευτικά κείμενα.

Το 1918 γράφει στο Παρίσι το ρομάντζο, όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε, Pedro Cazas και το τυπώνει στο Αϊβαλί το 1920. Με το δεύτερό του έργο Βασάντα, που περιέχει και μεταφράσεις αρχίζει να εδραιώνεται ως ένας ιδιότυπος πεζογράφος.

Το 1934 το περιοδικό «Ο κύκλος» τον συμπεριλαμβάνει σε μια ανθολογία πεζογράφων – σε αυτούς που θεωρεί ως καλύτερους της εποχής.

Στην Κατοχή με το «Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι» προστρέχει σε πρόσωπα φανταστικά ή υπαρκτά με έντονη τη νοσταλγική του διάθεση. Ενα από τα κεντρικά θέματα της πεζογραφίας του, αν όχι το κεντρικότερο, είναι ο Ελληνισμός πριν απολέσει την επαφή του με τον Τούρκο, ή στο τέλος της Τουρκοκρατίας.

Συνδυάζει στοιχεία από τον κόσμο των παραισθήσεων του Εντγκαρ Αλλαν Πόε και τον κόσμο των βίων των αγίων, την αφηγηματική απλότητα του Ντάνιελ Ντεφόε και τις ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας και όλα αυτά συνέθεταν ένα ύφος naif με καθαρά προσωπικό περιεχόμενο.

Το ύφος του είναι ιδιότυπο, απλοϊκό και αφελές, «ένα ύφος ανατολίτη παραμυθά». Υπερέχει ο παρατακτικός λόγος, με ρυθμό που θυμίζει λαϊκές αφηγήσεις, παραμύθια και αινίγματα.

Μεγάλη μορφή

Ο Κόντογλου «είναι ίσως από τους νεοέλληνες καλλιτέχνες ο μόνος που είχε τόσους μαθητές χωρίς να είναι καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών ή έστω να έχει ιδρύσει κάποια ιδιωτική σχολή ή Φροντιστήριο».

Οι Γιάννης Τσαρούχης (οι δυο τους είναι μαζί από το 1929 έως το 1934) και Νίκος Εγγονόπουλος είναι οι παλιότεροι και κορυφαίοι ζωγράφοι της μεταπολεμικής περιόδου. Αλλοι άμεσοι μαθητές του είναι οι Κ. Γεωργακόπουλος, Σπ. Παπανικολάου, Π. Βαμπούλης, ο Γ. Χοχλιδάκης. Πολυάριθμοι είναι και οι έμμεσοι μαθητές του μέσω της Εκφράσεως, όπως ο Ράλλης Κοψίδης και Κ. Ξυνόπουλος. Στη νεώτερη γενιά των έμμεσων μαθητών του ανήκουν οι Γιάννης Μητράκας, ο πατήρ Σταμάτιος Σκλήρης και ο Γεώργιος Κόρδης.

Το λογοτεχνικό του έργο ασκεί επίσης ανάλογη επιρροή, όπως στον Παντελή Πρεβελάκη και τον Ηλία Βενέζη ως προς την λυρικίζουσα αφήγησή του.

Το 1948 έλαβε το β’ βραβείο θρησκευτικής ζωγραφικής στα πλαίσια της Πανελλήνιας Καλλιτεχνικής Εκθεσης στο Ζάππειο. Το 1960 του απονεμήθηκε ο Ταξιάρχης του Φοίνικος. Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1961) για το βιβλίο «Εκφρασις» της Ορθοδόξου Εικονογραφίας, με το Βραβείo «Πουρφίνα» της Ομάδας των Δώδεκα (1963) για το βιβλίο Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου και με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.

Στον Δήμο Αθηναίων το 59ο Γυμνάσιο Αθηνών ονομάστηκε «Φώτης Κόντογλου» προς τιμήν του, καθώς έζησε χρόνια στην περιοχή.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου