ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Το παράθυρο της πόρτας είχε σπάσει

το-παράθυρο-της-πόρτας-είχε-σπάσει-694567

Της Εύας Λόλιου

Το παράθυρο της πόρτας είχε σπάσει κι είχα καρφώσει μια κουβέρτα. Καθόμουν στο πιάνο κι έπαιζα. Δίπλα μου στο τετράδιο γραμμένο τ’ όνειρο σε νότες, τόσο αληθινό που μ’ έκανε να πιστεύω ότι ο κόσμος γύρω μου ήταν ψεύτικος. Ήταν εκείνος ο Χειμώνας των ονείρων, κάθε που ξημέρωνε έγραφα κι ένα καινούριο τραγούδι απ’ τις Εδέμ που συναντούσα. Και δεν ήταν μεγάλες οι στεριές τους, μικρές οάσεις στην παγωμένη έρημο της ψυχής μου. Ίσα ίσα που ξεδιψούσα με δάκρυα τα μάτια μου και τις άκριες ρυτίδες του στόματός μου που ’μοιαζε σάμπως να χαμογελά και ας ήταν τυραννισμένο. Πόσα η ζωή μου φυλούσε.. Μου την είχε στημένη ένας μαύρος σκύλος,- Αράπη τον έλεγαν κάποιοι – μα γνώριζα πως ήταν τα σκληρά δόντια της μοίρας μου. Αν ήξερα, αν ήξερα θα είχα διαλέξει τον δρόμο με τα κίτρινα δέντρα.

Κάποιες φορές γελιέσαι απ’ τους αγγέλους που σου δείχνουν τ’ ασημί στον ουρανό. Ρημαγμένες ψυχές τα καμένα δέντρα απ’ το χιόνι κρατούσαν στα κλαδιά τους τον άνεμο και μέσα στις κουφάλες ακόμη να σιγοντάρουν στο τραγούδι της θλίψης. Τότε έρχονταν ο φόβος και την μοίραζε σε κομμάτια στα πουλιά π’ ανοίγαν τα φτερά τους και μαζεύονταν στους ώμους μου ραμφίζοντας τις μαύρες νιφάδες. Μ’ ακούγανε να παίζω χωρίς να ανασαίνουν, τα φτερά τους ακίνητα θαρρείς, απ’ το χιόνι στο ράμφος μουδιασμένα. Μα μ’ αγκάλιαζε η ζεστή τους καρδιά, θα έμεναν κοντά μου μέχρι να πεθάνω. Η ελευθερία μια χίμαιρα π’ άφηνε τις παραισθήσεις να με ταξιδεύουν στα παλιά χρόνια, τότε που ζούσε η μητέρα μου κι είχε μια μεγάλη τσέπη στη ποδιά με κάστανα. Λίγα κάστανα να είχα τώρα δα..

Και ξάφνου ολόκαρπες οι καστανιές, τίναζαν τα κλαδιά τους και στις χούφτες μου τα κάστανα τόσα, που ξεχείλιζαν απ’ τα δάχτυλά μου. Μέχρι και ξερόκλαδα μαζεύονταν στο τζάκι, μια ολόλαμπρη φωτιά ν’ αφήνει απαλά την σκιά μου στον τοίχο. Σπινθήριζαν οι στίχοι.. «Η σκιά της καρδιάς σου θα γίνω η σκιά των χεριών π’ αγαπάς, η σκιά του πιστού σου σκύλου σαν περπατάς..» Ο πατέρας ονειρεύονταν ένα μεγάλο καΐκι, να φορτώνει κυδώνια απ’ το νησί και τον αδελφό μου με ένα μεγάλο μαγαζί με μαναβική στο κέντρο της πόλης. Τσαφ! με μιας το έστηνα, έβαζα τον αδελφό μου πίσω απ’ τον πάγκο και τα γελαστά μουστάκια του πατέρα στη ταμειακή να μετρά τ’ ασήμι. Το ασήμι.. Κάποιες φορές γελιέσαι απ’ τους αγγέλους που σου δείχνουν το ασήμι στον ουρανό πατέρα.. «Το παράθυρο της πόρτας είχε σπάσει. Μάζεψε κιτρινισμένα φύλλα ο άνεμος στο κατώφλι και τα χιόνια στους ώμους μου. Πριν με εγκαταλείψει η ζωή, θα γράφω στίχους. Αρκεί να απαθανατιστώ σ’ ένα τραγούδι του Χειμώνα», σκεφτόμουν. Τα πουλιά συγκαταβατικά ράμφιζαν τ’ όνειρά τους στα λευκά μου μαλλιά.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου