ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Οι εραστές

οι-εραστές-701908

Της Εύας Λόλιου

Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που σ’ αντάμωσα. Μέσα στο πορτοφόλι, πίσω απ’ την πιστωτική κάρτα έχω μια μικρή σου φωτογραφία. Είσαι τόσο όμορφη. Μ’ αυτά τα καστανά μάτια, μέσα τους ουρές καναρινιών ζωγραφίζουν κίτρινες μαργαρίτες στο βλέμμα σου.. Ίσα ίσα διαγράφονται οι ρυτίδες γύρω απ’ το στόμα που τόσο αγάπησα. μεταξένιοι χείμαρροι τα λαμπερά μαλλιά πέφτουν στους λεπτούς ώμους σου. Στο πηγούνι, η μικρή λακκουβίτσα γεμάτη απ’ τα φιλιά μου. Τόσο νέα, τόσο όμορφη ποτέ δε θα σε ξαναδώ.

Και να φανταστείς πως δεν ήθελες να σε φωτογραφίζω, κρυβόσουν στα ιδρωμένα σεντόνια με νάζια. Μια στιγμή στάθηκες μοναχά, δένοντας το σεντόνι στο γυμνό σου κορμί, ακουμπώντας τρυφερά το χέρι στο πρόσωπο και με δυο μάτια περιστέρια μου έγραψες τα λόγια που διαβάζω ξανά και ξανά, κοιτώντας την φωτογραφία σου. «Θα σ’ αγαπώ για πάντα» κι αστραποβόλησε στο βλέμμα σου η ελπίδα ότι θα ανταμώναμε κάποτε.

Βουρκωμένο το ξενοδοχείο μας αποχαιρέτησε, ήταν η τελευταία μας συνάντηση. «Φοβάμαι! Πρέπει να χωρίσουμε, θα το μάθει ο άντρας μου..», γρύλισες τρομαγμένη. «Εχει μέρες τώρα παγωμένος να με κοιτά, σα να τον σκότωσα. Δεν ξέρω αν θα το αντέξω», μου είχες πει δακρυσμένη κι έτρεξες να κρυφτείς στην χλιαρή και ανέραστη αγκαλιά του. «Την καρδιά σου να ακολουθείς, την καρδιά σου Λενιώ!..» Σε μίσησα, που ήσουν τόσο δειλή. Μα τι στο διάολο, έπρεπε να μου τα δώσεις όλα; Μετά από τόσες στιγμές , πως μπόρεσες; «Είσαι μέσα μου, εδώ στο πετσί μου!», σου φώναξα μα είχες ήδη φύγει τόσο μακριά. Αναψα τσιγάρο. Μαζεύτηκαν πέτρες απ’ το ποτάμι των λυγμών στη καρδιά μου. Ενας κόμπος στο λαιμό, μια αλήθεια που δε μπόρεσα ποτέ να καταπιώ. Ήσουν δική του. Σε κοιτούσα να χάνεσαι στα βάθη της ψυχής σου πνίγοντας εμένα κάτω απ’ τους πέτρινους τοίχους μιας παράλογης λογικής. Μιας ανήθικης ηθικής που βούλιαξε τον έρωτά μας.

Μέσα στην κουζίνα με την χύτρα να βγάζει ατμούς, τα κρεμμύδια να δακρύζουν τα μάτια σου και τα μάνταλα στο φως της αλήθειας ερμητικά κλειστά. Κοιτώ το μπράτσο μου, έχει ακόμη την καύτρα του τσιγάρου να σιγοκαίει. Λίγο ακόμη και θα φτάσω στο κατώφλι σου.. Πάνε χρόνια κι ακόμη δεν σε είδα.

Μέσα στο πορτοφόλι, στη πρώτη δερμάτινη θήκη έχω τα παιδιά μου. Είναι τόσο όμορφα.. Κρυμμένη πίσω απ’ την πιστωτική κάρτα μια φωτογραφία, δυο λόγια γραμμένα απ’ εσένα. Προσπερνώ τους γκρίζους δρόμους, ασπρόμαυρες στιγμές σέρνει ο άνεμος, χάνονται μέσα στην πολύβουη πόλη. Μοσχοβολά το φρεσκοψημένο ψωμί στο φούρνο κι η μυρωδιά της γλύκας των κρουασάν είναι διάχυτη στον αέρα. Τα παιδιά θα ξύπνησαν. Ο ουρανός είναι καθαρός πια, θ’ αφήσω λεύτερα τα πουλιά που ’χαν καρφιτσωμένα λουλούδια στα μάτια.. Σ’ ευχαριστώ που έφυγες Λενιώ μου…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου