ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Τι πραγματικά αλλάζει για τις καταθέσεις – Εννέα απαντήσεις στα πιο κρίσιμα ερωτήματα

τι-πραγματικά-αλλάζει-για-τις-καταθέσ-539938

Μετά την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους κανόνες διάσωσης των τραπεζών.

«Μεγάλο βήμα απόψε. Οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι δεν θα χρειαστεί να πληρώσουν στο μέλλον τα λάθη των τραπεζών». Με αυτό το μήνυμα στον προσωπικό του λογαριασμό στο Twitter ο Ευρωπαίος επίτροπος για την Εσωτερική Αγορά και τις Υπηρεσίες, Μισέλ Μπαρνιέ, ανακοίνωσε τα ξημερώματα της Πέμπτης την επίτευξη συμφωνίας εκπροσώπων των κρατών-μελών της Ε.Ε., του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, αναφορικά με τους κανόνες διάσωσης των τραπεζών. Η συμφωνία θα υποχρεώνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης «να αποταμιεύουν χρήματα για τις δύσκολες ημέρες», όπως επισήμανε ο κ. Μπαρνιέ σε νεότερο tweet του, προσθέτοντας ότι στόχος είναι να ενισχυθούν οι τράπεζες ώστε να κινδυνεύουν λιγότερο στο μέλλον και παράλληλα να μπορούν να επιτελέσουν τον ρόλο τους «να δανείζουν την πραγματική οικονομία».

Το σχετικό νομοσχέδιο που θα τεθεί προς έγκριση και στο συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της Ε.Ε., προβλέπει συγκεκριμένα ότι από την 1η Ιανουαρίου 2016 οι ομολογιούχοι και οι μεγάλοι καταθέτες-αποταμιευτές μιας τράπεζας που αντιμετωπίζει προβλήματα θα επωμίζονται αναλογικά τις απώλειες του πιστωτικού ιδρύματος. Με άλλα λόγια, όπως σημείωσαν αναλυτές, θα υιοθετηθεί ως κανόνας το «μοντέλο» που εφαρμόστηκε στην Κύπρο και το bail-out (διάσωση απ’ έξω) μετατρέπεται σε bail-in (διάσωση εκ των έσω).

Ο κ. Μπαρνιέ διευκρίνισε ότι οι καταθέσεις κάτω των 100.00 ευρώ θα απαλλάσσονται πλήρως απ’ οποιαδήποτε απώλεια. Οι καταθέσεις φυσικών προσώπων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων άνω των 100.000 ευρώ θα επωφελούνται από προνομιακή μεταχείριση και θα διασφαλίζεται ότι δεν θα υποστούν απώλειες πριν απορροφηθεί το σύνολο των απαιτήσεων των εξασφαλισμένων πιστώσεων.

Το bail-in θα γίνεται κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η συμφωνία προβλέπει συγκεκριμένα ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές αναλαμβάνουν πρώτοι το βάρος της διάσωσης μιας προβληματικής τράπεζας. Εφόσον απαιτηθούν πρόσθετοι πόροι, αυτοί θα λαμβάνονται από τα εθνικά, προ-χρηματοδοτούμενα ταμεία εξυγίανσης, που κάθε κράτος-μέλος πρέπει να δημιουργήσει και να ενισχύσει ώστε να διαθέτουν το 1% των καλυπτόμενων καταθέσεων εντός μιας δεκαετίας. Επιπλέον οι τράπεζες θα πρέπει να προετοιμάσουν σχέδια για περιόδους αναταράξεων και οι αρχές θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι λαμβάνονται όλα τα αποτρεπτικά βήματα για να αντιμετωπιστεί μια τραπεζική κατάρρευση.

Εννέα απαντήσεις στα πιο κρίσιμα ερωτήματα

1. Γιατί νομοθετεί τώρα η Ευρωπαϊκή Ενωση για το καθεστώς διαχείρισης τραπεζικών χρεοκοπιών και προκαλεί πανικό;– Εως και την κυπριακή κρίση, το καθεστώς διαχείρισης τραπεζικών χρεοκοπιών ήταν ασαφές. Για παράδειγμα, ενώ στην περίπτωση της Ιρλανδίας διασώθηκαν, με δημόσιο χρήμα, όλοι σχεδόν οι πιστωτές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που χρεοκόπησαν, στην Κύπρο την «πλήρωσαν» όλοι, συμπεριλαμβανομένων και των μεγαλοκαταθετών στη Λαϊκή Τράπεζα και την Τράπεζα Κύπρου. Αυτή η ασάφεια επέτεινε την αβεβαιότητα στην ευρωπαϊκή οικονομία και υπονόμευε την οικονομική ανάκαμψη. Το καλοκαίρι του 2013 λοιπόν, συμφωνήθηκαν οι βασικές αρχές του νέου νομικού καθεστώτος, ώστε άπαντες να γνωρίζουν εξαρχής πώς θα γίνει η διαχείριση ενδεχόμενων τραπεζικών χρεοκοπιών στο μέλλον. Εξάλλου, η πολιτική που ακολουθείτο έως σήμερα δεν ήταν βιώσιμη. Από τότε που ξέσπασε η τραπεζική κρίση, το 2008, έως και το 2011, οι κρατικές εγγυήσεις για τη διάσωση των τραπεζών στην Ε.Ε. έφτασαν τα 4,5 τρισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 37% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ! Οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν ότι κάτι τέτοιο δεν θα γίνει αποδεκτό στο μέλλον και οι φορολογούμενοι δεν θα επωμίζονται το βάρος των τραπεζικών διασώσεων, αν δεν είναι απολύτως απαραίτητο και αφού έχουν εξαντληθεί όλες οι εναλλακτικές. Ετσι, βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη, σε επίπεδο Ε.Ε. και Ευρωζώνης, μία πολύπλοκή νομοθετική διαδικασία για τη διαμόρφωση των τελικών κανόνων που θα διέπουν την εξυγίανση, τη χρεοκοπία και τη διαχείριση τραπεζικών κρίσεων στο μέλλον. Η διαδικασία αυτή αναμένεται να ολοκληρωθεί επί ελληνικής προεδρίας της Ε.Ε., το πρώτο εξάμηνο του 2014.

2. Γιατί χρησιμοποιούνταν χρήματα των φορολογουμένων μέχρι σήμερα για «να σωθούν οι τράπεζες»; – Η φύση του τραπεζικού τομέα είναι διαφορετική από οποιονδήποτε άλλον κλάδο της οικονομίας. Για παράδειγμα, αν μία αυτοκινητοβιομηχανία ή μία βιομηχανία υποδημάτων, αφεθούν να χρεοκοπήσουν, τότε οι ανταγωνιστές τους επωφελούνται. Παίρνουν τη θέση τους στην αγορά, τους πελάτες τους, προσλαμβάνουν ενδεχομένως και κάποιους από τους εργαζομένους τους και αναπληρώνουν το κενό. Δεν ανακύπτουν δηλαδή κίνδυνοι για την ευρύτερη οικονομία της χώρας. Οπότε δεν υπάρχει και κανένας λόγος να παρέμβει το κράτος. Αντιθέτως, αν μία τράπεζα αφεθεί να χρεοκοπήσει, οι ανταγωνιστές της δεν επωφελούνται, αλλά πλήττονται. Οι καταθέτες φοβούνται και σπεύδουν να αποσύρουν μαζικά τα χρήματά τους από τις άλλες τράπεζες, ενώ οι επενδυτές τρέπονται σε φυγή από τη χώρα. Ολο το οικοδόμημα του τραπεζικού τομέα και συνεπώς η πραγματική οικονομία απειλούνται με κατάρρευση. Οι επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία της χώρας, στη ρευστότητα και στην αγορά, είναι καταστροφικές. Καμία οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ρευστότητα και τράπεζες.

3. Αν γίνει «επιδρομή» (bank run) στις τράπεζες, γιατί κινδυνεύουν οι καταθέσεις μας;– Οι τράπεζες δεν έχουν στα «θησαυροφυλάκιά» τους όλες τις καταθέσεις μας για να τις επιστρέψουν άμεσα στους πελάτες τους, εφόσον τις ζητήσουμε όλοι μαζί ταυτόχρονα. Τις έχουν χρησιμοποιήσει για δάνεια, επενδύσεις και χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας της χώρας. Υπό μία έννοια, κάθε καταθέτης, όλοι μας σχεδόν δηλαδή, είμαστε δανειστές των τραπεζών. Μάλιστα, παίρνουμε και τόκο για το δάνειο που τους δίνουμε, το επιτόκιο καταθέσεων. Οπως κανένας δανειολήπτης δεν μπορεί να επιστρέψει «ντούκου» το συνολικό ποσό όλων των δανείων του, έτσι δεν μπορούν και οι τράπεζες. Ούτε όμως και τα κράτη έχουν αρκετά λεφτά για να εγγυηθούν τα χρέη όλων των τραπεζών ή για να αποζημιώσουν όλους τους καταθέτες, αν χρεοκοπήσει μία τράπεζα. Ενδεικτικά, το σύνολο των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι περίπου 160 δισ. ευρώ. Φυσικά, το κράτος δεν έχει τόσα λεφτά να αποζημιώσει όλους τους καταθέτες. Το ίδιο ισχύει και για όλα τα κράτη του κόσμου. Εξ ου και υπάρχουν ταμεία εγγυοδοσίας των καταθέσεων, τα οποία χρηματοδοτούνται από συνδρομές όλων των τραπεζών και αποζημιώνουν τους καταθέτες μέχρι ενός ποσού, σε περίπτωση που μία τράπεζα χρεοκοπήσει. Ολα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. έχουν αποφασίσει ότι το «ασφαλισμένο» ποσό φτάνει τα 100.000 ευρώ κατάθεσης. Αν τα αποθεματικά ενός εθνικού ταμείου εξαντληθούν, επειδή χρεοκόπησε μία μεγάλη τράπεζα, με πολλές καταθέσεις, τότε, όπως αποφασίστηκε εσχάτως, αυτό μπορεί να δανειστεί από ταμεία εγγυοδοσίας άλλων κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Αν όμως χρεοκοπήσουν όλες οι τράπεζες μιας χώρας μαζί, σε μία γενικευμένη «επιδρομή» (bank run), τότε τα αποθέματα των ταμείων εγγυοδοσίας δεν αρκούν. Επαναλαμβάνεται ότι αυτό ίσχυε και πριν από την κρίση και θα ισχύει και μετά και ισχύει για όλες τις χώρες του κόσμου και όχι μόνο τις αδύναμες.

4. Γιατί δεν μπορεί να μας αποζημιώσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία έχει το δικαίωμα να «τυπώνει» χρήμα;– Αν μία τράπεζα αντιμετωπίζει πρόβλημα μαζικών αποσύρσεων καταθέσεων ή διαδοχικών ζημιών, τότε μπορεί να απευθυνθεί στον μηχανισμό έκτακτης παροχής ρευστότητας (ELA), της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και να «τραβήξει λεφτά». Αυτό έκανε, για παράδειγμα η Λαϊκή Τράπεζα στην Κύπρο, αλλά και οι ελληνικές τράπεζες στη διάρκεια της κρίσης. Ομως, υπάρχουν όρια στο πόσα χρήματα μπορεί να δανειστεί μία τράπεζα από τον ELA. Η Λαϊκή στην Κύπρο έφτασε να δανειστεί 9 δισ. ευρώ, ποσό ίσο με το 50% του Κυπριακού ΑΕΠ! Ετσι, η ΕΚΤ αποφάσισε να «τραβήξει την πρίζα» και η Λαϊκή χρεοκόπησε. Αλλωστε τελικός εγγυητής των χρημάτων που τραβάει μία τράπεζα από τον ELA είναι η κεντρική τράπεζα της κάθε χώρας, δηλαδή το Δημόσιο, δηλαδή οι φορολογούμενοι. Η ΕΚΤ δεν επιτρέπει λοιπόν να χρησιμοποιείται ο ELA από τράπεζες που θεωρούνται μη βιώσιμες, γιατί έτσι εκτίθεται ο φορολογούμενος στον κίνδυνο να πληρώσει τα σπασμένα. Το λάθος της ΕΚΤ στην περίπτωση της Λαϊκής δεν ήταν ότι τράβηξε την πρίζα τον Μάρτιο του 2013, αλλά ότι δεν το έπραξε νωρίτερα, πριν τεθεί σε κίνδυνο η συστημική σταθερότητα όλης της οικονομίας της χώρας.

5. Τι ισχύει σήμερα, σε περίπτωση που μία τράπεζα χρειάζεται ένεση κεφαλαίων για να επιβιώσει, ή καταστεί μη βιώσιμη και πρέπει να χρεοκοπήσει;– Από την 1η Αυγούστου 2013 και έπειτα, απαγορεύεται από το ευρωπαϊκό δίκαιο ανταγωνισμού στα κράτη-μέλη της Ε.Ε να εγγυώνται τα χρέη ή να ανακεφαλα ιοποιούν τράπεζες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα, χωρίς προϋποθέσεις. Η βασική προϋπόθεση είναι ότι μία τράπεζα που αντιμετωπίζει πρόβλημα θα πρέπει πρώτα να κάνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου στην ιδιωτική αγορά, να πουλήσει θυγατρικές της και άλλα στοιχεία της περιουσίας της. Αν δεν καταφέρει να βρει τα απαιτούμενα κεφάλαια, τότε θα πρέπει να «πληρώσουν τον λογαριασμό» οι μέτοχοι και οι ομολογιούχοι μειωμένης εξασφάλισης. Στις ακραίες περιπτώσεις που τα παραπάνω δεν είναι αρκετά, παρεμβαίνει το κράτος και την ανακεφα λαιοποιεί, όπως συνέβη ήδη στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έγινε ο κύριος μέτοχος των τραπεζών, συμμετέχοντας κατά 90% περίπου στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Οταν γίνει αυτό, η ιδιοκτησία των τραπεζών περνάει στο Δημόσιο, δηλαδή στον φορολογούμενο, ο οποίος θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να βγάλει και κέρδος στο μέλλον, μεταπωλώντας τες αργότερα σε μεγαλύτερη τιμή, όταν περάσει η κρίση. Αυτό συνέβη π.χ., στις ΗΠΑ.

Οπως επιβεβαιώνει στην «Κ» ο Αντουάν Κολομπανί, εκπρόσωπος Τύπου του αντιπροέδρου της Κομισιόν, Χοακίν Αλμούνια «οι [υφιστάμενοι] ευρωπαϊκοί κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις [τραπεζών] δεν προϋποθέτουν οποιαδήποτε συμμετοχή των καταθετών στον επιμερισμό των βαρών τραπεζικών αναδιαρθρώσεων. Οι καταθέσεις, τόσο οι ασφαλισμένες, όσο και οι ανασφάλιστες (δηλ. άνω των 100.000 ευρώ) εξαιρούνται σήμερα από τον επιμερισμό των βαρών που πρέπει να έχει γίνει, προτού οι τράπεζες ζητήσουν κρατική ενίσχυση. Οι σημερινοί κανόνες κρατικών ενισχύσεων αναφέρονται αποκλειστικά στον επιμερισμό βαρών στους μετόχους και τους ομολογιούχους περιορισμένης εξασφάλισης».

6. Τι θα ισχύει από το 2014;– Το ελληνικό κράτος δεν είχε τα χρήματα να ανακεφα λαιοποιήσει μόνο του τις τράπεζες της χώρας μας και να αναλάβει τον έλεγχό τους. Χρειάστηκε να δανειστεί από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) περίπου 50 δισ. ευρώ για τον σκοπό αυτό. Από τον Νοέμβριο του 2014, όταν θα βρίσκεται σε ισχύ ο ενιαίος μηχανισμός εποπτείας των τραπεζών (SSM), υπό την αιγίδα της ΕΚΤ, όταν μία τράπεζα αντιμετωπίσει προβλήματα, θα μπορεί να την ανακεφα λαιοποιεί απευθείας ο ESM, χωρίς να δανείζεται και να χρεώνεται το οικείο κράτος. Σε αυτήν την περίπτωση, βασικός μέτοχος της τράπεζας θα γίνεται ο ESM. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα εξετάζεται κατά περίπτωση και θα είναι το τελευταίο «μαξιλάρι», αφού έχουν εξαντληθεί όλες οι εναλλακτικές (πωλήσεις θυγατρικών και άλλων στοιχείων της περιουσίας μιας τράπεζας, απομείωση απαιτήσεων μετόχων, πιστωτών και ομολογιούχων, εξάντληση εθνικών πόρων από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) και μόνο υπό την προϋπόθεση ότι απειλείται η συστημική σταθερότητα της Ευρωζώνης.

7. Τι θα ισχύει από το 2016;– Οπως συμφώνησαν Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Συμβούλιο και Κομισιόν την Τρίτη, από την 1η Ιανουαρίου του 2016, θα ισχύει ακριβώς ό,τι και σήμερα: δηλαδή, πριν ζητήσει την ενίσχυση του Δημοσίου ή των ευρωπαϊκών μηχανισμών μία τράπεζα, θα πρέπει να έχουν εξαντληθεί όλες οι εναλλακτικές. Μόνο που στη λίστα όσων συμμετέχουν στον επιμερισμό των βαρών θα προστεθούν και οι μεγαλοκαταθέτες, δηλαδή όσοι έχουν καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ, οι οποίες, όπως εξηγήσαμε, δεν είναι ασφαλισμένες από τα ταμεία εγγυοδοσίας. Το κυπριακό μοντέλο δηλαδή θα γενικευθεί. Ωστόσο, οι μεγαλοκαταθέτες θα είναι η έσχατη επιλογή. Αν το πλήγμα που δεχθούν οι μέτοχοι, ομολογιούχοι, οι λοιποί πιστωτές και οι καταθέσεις μεγάλων επιχειρήσεων φτάσει το 8% του συνόλου των κεφαλαίων της τράπεζας, τότε θα συμβάλουν σε ποσοστό 5% ακόμη τα εθνικά ταμεία χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Μόνο στις απολύτως ακραίες περιπτώσεις θα πλήττονται και οι ανασφάλιστες καταθέσεις μικρομεσαίων επιχειρήσεων και στο τέλος τα φυσικά πρόσωπα. Τελευταίο μαξιλάρι και πάλι θα είναι οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί, καθώς και το κοινό ταμείο εξυγίανσης των τραπεζών, το οποίο θα χρηματοδοτείται από εισφορές των ίδιων των τραπεζών και σε βάθος δεκαετίας ο «κουμπαράς του» θα φτάσει τα 55 δισ. ευρώ. Ακόμη 60 δισ. ευρώ για ανακεφαλ αιοποιήσεις τραπεζών μπορεί να διαθέσει ο ESM, ενώ συζητείται αν ο Μηχανισμός Σταθερότητας θα μπορεί να χρησιμοποιήσει το γιγαντιαίο οπλοστάσιό του, ύψους 500 δισ., για να δανείσει και ταμεία εγγυοδοσίας καταθέσεων και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

8. Τελικά, είναι ασφαλείς οι καταθέσεις μας; – Δεν υπάρχει κανένα νομικό κείμενο του κοινοτικού κεκτημένου που να υπαινίσσεται έστω ότι ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. υποχρεούται να απομειώσει τις ασφαλισμένες καταθέσεις, δηλαδή μέχρι τις 100.000 ευρώ, πριν προσφύγει στη βοήθεια των ευρωπαϊκών μηχανισμών, ούτε τώρα ούτε στο μέλλον. Φυσικά, μία κυβέρνηση θα μπορούσε να αποφασίσει κάτι τέτοιο εθελοντικά, αλλά αυτό θα σημαίνει ότι έχει αυτοκτονικές τάσεις, όπως συνέβη στο πρώτο Eurogroup της κυπριακής κρίσης, όπου η κυβέρνηση συμφώνησε να επιβάλλει μία μικρή εισφορά στις μικρές καταθέσεις, για να είναι λιγότερες οι απώλειες στις μεγάλες των ξένων, προκαλώντας τη μήνιν των πολιτών της, οι οποίοι την ανάγκασαν να υπαναχωρήσει. Σε κάθε περίπτωση, το «κούρεμα» ρητά απαγορεύεται για τις μικρές καταθέσεις. Μέχρι το 2016, δεν κινδυνεύουν ούτε και οι μεγαλοκαταθέτες, αφού όλο το ευρωπαϊκό οπλοστάσιο (εθνικά και ευρωπαϊκά ταμεία εγγυοδοσίας των καταθέσεων, εθνικά ταμεία χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας), ενεργοποιούνται πριν φτάσουμε σε αυτό το σημείο.

Ακόμη και μετά το 2016 οι μεγάλες καταθέσεις (και μόνο) θα πλήττονται μόνο σε ακραίες περιπτώσεις και μόνο αν έχουν αποτύχει όλες οι ασφαλιστικές δικλίδες. Ας μην ξεχνάμε ότι στον απόηχο της κρίσης, οι κανόνες για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών έχουν γίνει πολύ πιο αυστηροί. Επιπλέον, οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες περνάνε από τον Νοέμβριο στον απευθείας έλεγχο της ΕΚΤ, στη Φρανκφούρτη, η οποία θα τις εποπτεύει για τα πάντα, από το πού επενδύουν τα χρήματά τους μέχρι τους κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης που ακολουθούν. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες ανακεφαλ αιοποιούνται με τη στήριξη του ESM, με 50 δισ. ευρώ συνολικά και έχουν περάσει αλλεπάλληλα stress test, με το τελευταίο να έχει μόλις ολοκληρωθεί. Ακόμη και αν προκύψουν ανάγκες από αυτό το stress test, οι τράπεζες της Ελλάδας μπορούν να πωλήσουν θυγατρικές τους, ακίνητη περιουσία ή ακόμη και να κάνουν νέα αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Σε κάθε περίπτωση, καταθέσεις, μικρές ή μεγάλες, δεν πρόκειται να πληγούν σε ενδεχόμενο νέο γύρο κεφαλαιακής ενίσχυσης, το 2014, γιατί κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία.

Επιπλέον, στις αρχές του 2014, η ΕΚΤ θα διεξαγάγει πλήρη οικονομικό και διαχειριστικό έλεγχο των τεσσάρων ελληνικών και των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών (Asset Quality Review) και στη συνέχεια η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA) θα πραγματοποιήσει νέο stress test. Με λίγα λόγια, θα γίνουν «φύλο και φτερό» για μία ακόμη φορά.

Ο μόνος τρόπος να εκτραπεί δηλαδή η κατάσταση είναι να αναπαράγουμε υποβολιμαίες και απροκάλυπτα αναληθείς φήμες, περί σχεδίου «κουρέματος», οι οποίες οδηγούν σε μαζική εκροή καταθέσεων (bank run). Οπως εξηγήσαμε, το bank run, δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει καμία χώρα του πλανήτη και όσοι με τις διασπορά ψευδών ειδήσεων επιθυμούν να το προκαλέσουν, προφανώς προσδοκούν οφέλη από την κατάρρευση της χώρας.

9. Και τότε στην Κύπρο γιατί «κουρεύτηκαν» οι καταθέσεις; – Οταν ξέσπασε η κρίση στην Κύπρο δεν υπήρχε σαφές νομικό καθεστώς για τον επιμερισμό του βάρους των τραπεζικών χρεοκοπιών στην Ευρώπη. Τώρα υπάρχει και δεν περιλαμβάνει τις ασφαλισμένες καταθέσεις, αλλά ούτε και τις ανασφάλιστες μέχρι το 2016. Επιπλέον, το ύψος των καταθέσεων στην Κύπρο ήταν πολλαπλάσιο του ΑΕΠ της χώρας, λόγω των προκλητικά υψηλών επιτοκίων που έδιναν οι τράπεζές της και παρέπεμπε σε λογική κερδοσκοπικής «πυραμίδας» και ανοχής σε πρακτικές «ξεπλύματος» «μαύρου» χρήματος. Η Κύπρος λοιπόν δεν μπορούσε να δανειστεί αρκετά χρήματα από τον ESM για να ανακεφαλα ιοποιήσει τις τράπεζές της, όπως έκανε η Ελλάδα, γιατί κάτι τέτοιο θα προκαλούσε εκτόξευση του δημοσίου χρέους στο 200% και πλέον του ΑΕΠ. Το μόνο κοινό μεταξύ των ελληνικών και κυπριακών τραπεζών ήταν η ζημιά που υπέστησαν από την έκθεσή τους στα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου. Γενικώς, οι τραπεζικές κρίσεις ξεσπούν σε χώρες όπου το μέγεθος του τραπεζικού τομέα είναι πολλαπλάσιο του μεγέθους της εθνικής οικονομίας. Με λίγα λόγια, όταν οι τράπεζες έχουν «ξεφύγει» ως προς την επέκτασή τους πέρα από κάθε έλεγχο (π.χ. Κύπρος, Ισλανδία, Ιρλανδία). Τίποτα από τα παραπάνω δεν ισχύει στην Ελλάδα, η οποία έχει έναν από τους μικρότερους, σε σχέση με το ΑΕΠ, τραπεζικούς τομείς στην Ευρώπη

kathimerini.gr

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου