ΤΟΠΙΚΑ

Το πρώτο κυνήγι

το-πρώτο-κυνήγι-851206

Του είχαν δώσει το τουφέκι αν κι ήταν δεκαπέντε χρόνων και δεν ήξερε να το χρησιμοποιεί, περισσότερο για να νιώθουν οι ίδιοι ήσυχοι και τον άφησαν μόνο στο ξέφωτο. Κάθισε σ’ έναν κορμό κι οι μυστικοί νυχτερινοί θόρυβοι τον αγκάλιασαν, ώσπου στο σταχτί υγρό δάσος γύρω του άρχισε να φωτίζει. Τότε το αποφάσισε: Ανατρέποντας όλους τους πανάρχαιους κανόνες και τις ισορροπίες μεταξύ του κυνηγού και του κυνηγημένου, άφησε με την ίδια του τη θέληση το τουφέκι, αποφασισμένος να μη φοβηθεί ακόμα κι αν το αγριογούρουνο τον έπαιρνε ολόκληρο, αίμα, πετσί και κόκαλα, μνήμη αρχέγονη που ακόμα δεν είχε προλάβει να γίνει δική του μνήμη, και χύθηκε στο δάσος.
Στ’ αφτιά του ηχούσαν τα λόγια το πατέρα του: «Το φόβο δεν μπορείς να τον αποφύγεις, όμως δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς, αν δεν οσμιστούν το φόβο σου». Έκανε έναν κύκλο γύρω από το ξέφωτο κι έπειτα έναν δεύτερο, μεγαλύτερο, ύστερα έναν τρίτο ακόμα πιο μεγάλο. Στον τέταρτο άρχισε να περπατάει αργά, προσπαθώντας να διασταυρωθεί με τα χνάρια του και να επιστρέψει. Τίποτα. Έκανε κύκλο προς την αντίθετη κατεύθυνση έτσι ώστε το σχήμα του να κόβει όλους τους υπόλοιπους, μα πουθενά δε βρήκε ίχνος δικού του ποδιού ή των άλλων κυνηγών. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα, γιατί έβλεπε δέντρα που δεν είχε ξαναδεί, άκουγε ανάβλυσμα νερού που δεν είχε ξανακούσει κι ήταν εκεί, δίπλα στο ρυάκι, που είδε ένα ίχνος άγνωστο στο υγρό έδαφος, μία μικρή λακκούβα που γρήγορα γέμισε νερό κι έσβησε. Και πριν προλάβει να σηκώσει το βλέμμα, είδε ένα ίχνος όμοιο λίγο πιο κάτω.
Προχώρησε δίχως να βιάζεται ακολουθώντας τα ίχνη που εμφανίζονταν μπροστά του σα να σχηματίζονταν απ’ το τίποτα. Κι ύστερα, με βήμα όλο πιο γρήγορο, δίχως αμφιβολία στην ερημιά, με την καρδιά του να σφυροκοπάει στο στήθος, ακολούθησε σαν τρελός τα ίχνη και μέσα από τα δέντρα βγήκε ξάφνου σε μια μικρή ανοιχτωσιά. Κι όρμησαν πάνω του, αθόρυβα και δεμένα όλα μαζί, το κούτσουρο που κάθονταν, το όπλο ακουμπισμένο δίπλα του και το αγριογούρουνο, ακίνητο, στεριωμένο μέσ’ στο σταχτί διάστικτο φόντο του δάσους, όχι τόσο μεγάλο όσο το ονειρεύτηκε, αλλά όσο μεγάλο το περίμενε.
Το ζώο τον κοίταξε. Μετά κινήθηκε δίχως να βιάζεται, διέσχισε το ξέφωτο, για μια στιγμή το πρωινό φως το σκέπασε ολόκληρο κι ύστερα, στο μισόφωτο, στάθηκε πάλι και τον κοίταξε. Κι ύστερα δεν ήταν πια. Δεν είχε χαθεί ανάμεσα στα δέντρα, έσβησε όπως σβήνει ένα χρώμα στον ουρανό το σούρουπο, όπως χάνεται ένας ήχος που έρχεται από μακριά, φτάνει ως εσένα κι έπειτα πάλι ξεμακραίνει.

Σκούπισε με το μανίκι το ιδρωμένο του μέτωπο, πλησίασε στον κορμό, έριξε μια ματιά στο τουφέκι που ήταν ακουμπισμένο δίπλα του, μα ούτε που καταδέχτηκε να του ρίξει δεύτερη…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου