ΤΟΠΙΚΑ

Ο νονός

ο-νονός-851206

Φανταστείτε ένα απόγευμα του Ιουλίου, ένα απόγευμα στη μέση του καλοκαιριού πριν από σαράντα και κάτι χρόνια. Σκεφτείτε την αίθουσα μιας ταβέρνας σε ένα χωριό. Τρεις σειρές τραπέζια είναι το χαρακτηριστικό της, εφτά σε κάθε σειρά, αλλά επίσης υπάρχει και μια πόρτα που οδηγεί στην κουζίνα. Σήμερα μόλις άρχισε το απογευματινό ωράριο.
Ένας άντρας με κοντοκομμένα άσπρα μαλλιά στέκεται στη μέση της ταβέρνας. Φοράει μαύρα γυαλιστερά παπούτσια κι ένα βαμβακερό θαλασσί πουκάμισο πάνω απ’ το γκρίζο του παντελόνι. Το πρόσωπό του είναι ασυνήθιστα άσπρο, αλλά επίσης είναι καλοκαμωμένο, με λεπτά χαρακτηριστικά, και τα μάτια του είναι καφετιά και συνεσταλμένα. «Γρήγορα!» αναφωνεί, «περνάει η ώρα! Καιρός να στρώσουμε έξω τα τραπέζια! Έχουμε να πληρώσουμε στο κράτος τα δοσίματα!».
Εγώ είμαι αυτός στον οποίο μιλά. Είμαι δέκα χρονών, είναι πάνω από πενήντα. Είναι ο νονός μου και τον βοηθάω πολλές φορές τα απογεύματα. Με φωνάζει πάντα με έναν τρόπο που μου δείχνει ότι μου έχει απόλυτη εμπιστοσύνη, σα να μην είμαι ένα παιδί δέκα χρονών, σαν να είμαι κιόλας άντρας. «Τις τελευταίες μέρες δε μου φεύγει απ’ το μυαλό», λέει ανοίγοντας τις πόρτες του μαγαζιού διάπλατα, με αποφασιστικότητα κι έξαψη στις κινήσεις. «Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια. Έλα, αγόρι μου, μη στέκεσαι σαν παλούκι, ράντισε την αυλή να κατακαθίσει η σκόνη. Κουβάλα έξω καμιά καρέκλα. Μετά ανάβουμε τα κάρβουνα και ψήνεις το αρνί».
Είναι πάντα το ίδιο: φτάνει ένα απόγευμα του Ιούλη κι ο μεροκαματιάρης, σα να εγκαινιάζει επίσημα την καλοκαιρινή περίοδο, που τόσο εξάπτει τη φαντασία των αργόσχολων, αναγγέλλει: «Ράντισε με το ποτιστήρι την αυλή. Κουβάλα καμιά καρέκλα. Άναψε κάρβουνα. Βόηθα με. Καιρός να μαζέψουμε λεφτά για τα δοσίματα στο κράτος».
Τρεις ώρες αργότερα είμαστε στην κουζίνα και καθαρίζουμε τους δίσκους του πικ απ. Οι δίσκοι είναι παλιοί και γεμάτοι γρατζουνιές, σα να τους περπάτησε γάτα. Αλλά είναι πιστά αντικείμενα• κάθε βράδυ την κάνουν τη δουλειά τους. Κρακ! Μια μινιατούρα βροχής περνάει ανάμεσα απ’ τα φύλλα και βρέχει τα τραπέζια. Ο νονός πετάγεται έξω και με το βλέμμα στον ουρανό ικετεύει σιωπηλά να σταματήσει. Το σύννεφο περνάει. Ανάβουμε το λουξ.
Οι πρώτοι πελάτες έρχονται. Πίνουν και κουβεντιάζουν. Για τα καπνά, για τα βαμπάκια, για τις τιμές που ελπίζουν πως θα πιάσουν όταν θα τα πουλήσουν και, ωχ, για το πλασματικό δάνειο στην τράπεζα• μα θα χρειαστούν όλα τους τα έσοδα να το πληρώσουν. Πάνω απ’ όλα είναι το θέμα των χρημάτων. Κανένας τους δεν έχει, έξω από κάτι μικροποσά που παίρνουν κάπου κάπου με το σταγονόμετρο, κάνοντας λογής λογής πρόσθετες δουλειές. Πουλώντας γάλα από τη γελάδα τους, χτίζοντας κάναν τοίχο, σκάβοντας λάκκους στο νεκροταφείο, όταν πεθαίνει κάποιος, φτιάχνοντας σαμάρια, κουρεύοντας και ξυρίζοντας. Αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πάντα είναι στον άσο και πάντα κοιτούν τριγύρω σαν πεινασμένοι σκύλοι.
Εγώ κάθομαι παραδίπλα και εύχομαι ολόψυχα να γίνει κάποιο θαύμα, να ’χουν πέντε δεκάρες, να μη χρωστούν στην τράπεζα, να πιάσουν καλή τιμή όταν πουλήσουν τη σοδειά, να πάψει το κράτος να ζητάει απ’ το νονό δοσίματα και, μετά από έναν μικρό δισταγμό, συμπεριλαμβάνω στο θαύμα κι ένα ακόμα, μικρότερο, που εξαφανίζει τα φαντάσματα.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου