ΤΟΠΙΚΑ

Παραπάνω από δυο λόγια για τον Σωτήρη

παραπάνω-από-δυο-λόγια-για-τον-σωτήρη-398606

Με τον Σωτήρη Αναγνώστου, τον «θείο», μοιραστήκαμε πολλές φορές την ανία της νύχτας. Και την ένταση και την κούραση της δουλειάς στα πιεστήρια της εφημερίδας. Και από εκείνα τα χρόνια κρατώ ακόμη και σήμερα πολλές διδαχές. Γι’ αυτό και θα μου λείψει ιδιαίτερα ο Σωτήρης.

Η συνεργασία μαζί του ήταν μαθητεία στην πειθαρχία. Να ελέγχεις το χρόνο που δεν μπορείς να επιμηκύνεις. Να μην ξεφεύγεις από τα χρονικά σου πλαίσια όταν κινδυνεύεις να χάσεις τον έλεγχο, γι’ αυτό να συμφιλιώνεσαι με την καθημερινή ρουτίνα: να ελέγξεις τη στάθμη της μελάνης στα μελανεία, το λάδι στους αρμούς των διαφορικών, το γρασάρισμα των κουζινέτων των κυλίνδρων. Να βάλεις τους ρόλους του χαρτιού σε αναμονή. Να «παπίσεις» τα ρολά του χαρτιού όσο έπρεπε όχι παραπάνω – για οικονομία. Να ξακρίσεις τα μικρά σπασίματα από τη μεταφορά για να μη κινδυνέψει να «σπάσει» το χαρτί πάνω στην εκτύπωση. Να τα προετοιμάζεις όλα σωστά. Τα υλικά δίπλα σου, τα σκαρπέλα πάνω στα σαμάρια, η ματσόλα και ο τάκος δίπλα του.

Αλλά, αντίστοιχα, όταν έχεις τον πλήρη έλεγχο να επωφελείσαι από τη δυνατότητα να κάνεις τον χρόνο να σταματά. Έτσι κάπου περιμένοντας τις εξωτερικές σελίδες η πειθαρχία επέβαλε την ιεροτελεστία του καφέ. Για δέκα λεπτά. Όπου σταματούσαν τα πάντα – και διαπίστωνες την αξία της ησυχίας. Που ενίοτε διασπούσε το ραδιόφωνο πίσω από την πλάτη του Σωτήρη – ανακυκλωμένο από την σύνταξη της εφημερίδας. Ή οι αφηγήσεις για τα χρόνια της κατοχής, οι μιμήσεις των αξιολογήσεων του Μέρου για τους συνεργάτες της εφημερίδας στα νιάτα τους – «τον Αλέκο πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις … στα σινεμάδια». Ή τα πειράγματα μεταξύ πιεστών, προκλητικά για την κοινή αιδώ. Για δέκα λεπτά μέχρι να έλθει η επόμενη σελίδα και να πάψουν οι χαριεντισμοί . Και αυτόματα να επιβάλει ο Σωτήρης την προτεραιότητα της προετοιμασίας της σελίδας πάνω στην πρέσα. Να χαϊδέψει τις στήλες και, μεταφυσικά σχεδόν, να καταλάβει που να προσθέσει τα ψιλοκομμένα του χαρτονάκια για να μην «πλαγιάζουν οι αράδες». Να βάλει ευλαβικά τον τίτλο στη θέση του προσωρινού. Να στρώσει τη μήτρα, να τη σκεπάσει με τις τσόχες, να πρεσάρει να αποτυπώσει το εκμαγείο για τα στερεότυπα. Και να αρχίσει κρεσέντο η ένταση και ο έλεγχος του χρόνου, να προλάβεις την έκδοση. Δεκαέξι λεπτά μάξιμουμ αν χρειαζόταν μέχρι να φορτωθεί το στερεότυπο στο πιεστήριο (γιατί όχι δεκαπέντε; – μυστήριο) και μετά να αναλάβει ο ίδιος να ψιλολογήσει πάνω στα «φελλά» τις αστοχίες της χύτευσης ή τη γήρανση των υλικών. Κι όταν όλα ήταν έτοιμα ο μικρόσωμος «θείος» γινόταν επιτελάρχης, πάνω στη διπλωτική: «ΠΑΜΕ» να δώσει την εντολή για να βρυχηθεί το θηρίο, πρώτο κυλινδρικό πιεστήριο στην επαρχία, να ορμήσει ανάλογα με τις ανάγκες συντηρητικά, ή όταν το επέβαλαν οι περιστάσεις να μαρσάρει στο μάξιμουμ της εκτυπωτικής ικανότητας. Κι ύστερα γονυπετής να ρυθμίσει στην εντέλεια τα μελανεία για να τυπώνεται το φύλλο ομοιόμορφα – και κάθε μέρα να θέλει τη δική της ρύθμιση. Κι όταν ξάφνου το χαρτί «έσπαγε» να φρενάρει το θηρίο και μέσα στην σιωπή που ακολουθούσε να «σιχτιρίσει» καλόκαρδα τον κατσικοπόδαρο που κατέβηκε τη σκάλα. Πριν σκαρφαλώσει σαν κατσίκι να ξαναπεράσει το χαρτί από την περίπλοκη διαδρομή ανάμεσα σε κυλίνδρους και περάσματα.

Και στα χειρότερα, στις βλάβες και στα απρόβλεπτα επιβαλλόταν αυτοσυγκράτηση, ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. Να βρεις λύση, να αλλάξεις τη διάταξη εκτύπωσης, και μετά να ξενυχτήσεις (ή να διημερεύσεις για την ακρίβεια) για την επισκευή.

Κι ακόμη μετά το τέλος της εκτύπωσης να καθαρίσεις σχολαστικά, τα χαρτιά, τα μελάνια τα ρινίσματα μετάλλου, για να σε βρει η άλλη νύχτα νοικοκυρεμένο.

Και τέλος, τέλος να περιποιηθείς το εαυτό σου, να εξαφανίσεις από πάνω σου τη μελάνη που σαν πάχνη κάλυπτε ό,τι δέρμα άφηνες εκτεθειμένο και εισέβαλε στα ρουθούνια και νάσαι έτοιμος για τον έξω κόσμο. Κι όταν όλα τελείωναν και ο Σωτήρης κρέμαγε προσεκτικά την μπλε ποδιά του (που συχνά φρόντιζε η Χαρίκλεια να την ανανεώνει σε σημείο να απορείς πως κάποιος με μια δουλειά τόσο εκτεθειμένη στα μελάνια και τα λάδια εμφανίζεται με ποδιά άσπιλη και φρεσκοσιδερωμένη) ήταν η ώρα για μοσχαροκεφαλή στη Ρούμελη. Πριν πάρει τον δρόμο για την αγορά που μόλις άνοιγε για να εφοδιάσει την οικογένεια.

Χρόνια μετά σε κάθε δύσκολο αναρωτιέμαι συχνά: πώς θα το κάναμε βρε παιδί μου τότε με τον Σωτήρη. Και αυτή η αίσθηση να ελέγχεις τον χρόνο, να στέκεσαι λίγο για να σκεφτείς την καλύτερη λύση και μετά με σιγουριά να ορμάς για να διορθώσεις τα πράγματα σε ελάχιστο χρόνο, του οφείλει πολλά. Γι’ αυτό και όσα χρόνια κι αν περάσουν θα τον θυμάμαι. Και θα τον μακαρίζω εκεί που βρίσκεται πια.

Κ.Π.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου