ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Είστε ο κ. Γαβαθάς;» (Εύθυμη, αλλά και συναισθηματικά φορτισμένη αληθινή ιστορία)

είστε-ο-κ-γαβαθάς-εύθυμη-αλλά-και-συ-638833

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Στα πολύ παλιά δικά μου χρόνια και είναι τόσα πολλά ώστε «τρομάζω» όταν τα σκέπτομαι και μέσα μου λέω «δικά μου είναι όλα αυτά;» . Σε εκείνα λοιπόν τα χρόνια στο δικό μου χωριό την Κόμνηνα Φθιώτιδος, που τότε ήταν ένα λασποχώρι, ενώ τώρα έχει γίνει χάρμα ομορφιάς, όπως και σε όλα τα χωριά της Ελλάδος, χωρίς να εξαιρούνται οι Πολιτείες, όλοι σχεδόν οι άνθρωποι, πέρα από το επώνυμό τους, είχαν και το παράνομά τους το οποίο Θεσσαλοί και Ρουμελιώτες

(«παρατσούκλ» ή «παραγκώμ» το έλεγαν και πολλές φορές) έτσι τους φώναζαν ή τους έβρισκαν, ιδιαίτερα στα περισσότερα χωριά.

Αν για παράδειγμα κάποιος από ένα άλλο χωριό πήγαινε στο διπλανό και αυτό γινόταν είτε ποδαρόδρομο, είτε με κανένα γαϊδουράκι ή άλλο ζώο, επειδή τα αυτοκίνητα ούτε στον ύπνο τους μπορούσαν να τα δουν.

Και μια που αναφέρθηκα στα ανύπαρκτα αυτοκίνητα και βέβαια σε ανύπαρκτους δρόμους θυμήθηκα τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου η οποία όταν ένα σούρουπο είδε ξαφνικά μπροστά της ένα φορτηγό αυτοκίνητο με αναμμένα φώτα, που σχεδόν «μούγκριζε» για να περάσει ένα στενό δρομάκι, τρομαγμένη φώναξε

«Παναγία μου ένα θεριό με κοίλες που έχ κι φέξα»! Νόμισε η καημένη ότι έβλεπε μπροστά της κάποιο θηρίο που κύλαγε και έβγαζε φως.

Και για να επιστρέψω στον επισκέπτη που με το γαϊδουράκι του πήγαινε σε οποιοδήποτε χωριό ζητώντας να συναντηθεί με κάποιον εκεί κάτοικο και ζητούσε πληροφορίες το που για παράδειγμα μένει ο Αθανασίου (χρησιμοποιώ εδώ το δικό μου επώνυμο) μπορεί και οι χωριανοί μου να του απαντούσαν πως δεν με ξέρουν.

Αν όμως τους έλεγε που μένει ο «Καρβουνιάρης» που ήταν παρατσούκλι όλων των οικογενειών Αθανασίου (είχε πολλά αδέλφια ο πατέρας μου και είχαν πολλαπλασιαστεί) και εξαιτίας των πολλών οικογενειών οι «καρβονιαραίοι» ήταν πολλοί ασφαλώς και θα τον ρωτούσαν «ποιον Καρβουνιάρη ήθελε» και θα περίμεναν να ακούσουν το μικρό του όνομα να τον οδηγήσουν στο σπίτι του.

Και αφού καλά πιστεύω πως ερμήνευσα την όποια ανεύρεση και μόνο με τα παρατσούκλια θα ασχοληθώ με ένα διασκεδαστικό συμβάν που στο δικό μου χωριό συνέβη πριν από τουλάχιστον 85 ή και περισσότερα χρόνια με πρωταγωνιστή τον δικό μου σεβαστό πατέρα που δεν έχω ακόμα ξεχάσει (εννοώ το συμβάν) όπως φυσικά δεν ξέχασα και τον πατεράκο μου και τις καθημερινές σχεδόν «χαστούκες» που έτρωγα από αυτόν επειδή τότε χωρίς χαστούκες, από γονείς και δασκάλους, σπάνια πέρναγε μέρα!

Ας έρθω, όμως, στο κυρίως θέμα που θέλω να σας πω και με αυτό φίλοι μου αναγνώστες, ίσως γελάσετε κιόλας.

Πρέπει να ήταν η αρχή της 10ετίας του 1930 και εγώ, μια που γεννήθηκα το 1925, θα είχα την ηλικία των επτά ή οκτώ μου χρόνων.

Ενα μεσημέρι ίσως ήταν Κυριακή (τις καθημερινές όλοι οι αγρότες στα χωράφια βρισκόντουσαν) από την αυλή του σπιτιού μας ο πατέρας μου φωνάζει στη μάνα μου.

Μαριώ (Μαρία την έλεγαν αλλά Μαριώ τη φώναζε) φέρε μου μια γαβάθα (η γαβάθα ήταν ένα πήλινο βαθύ τσουκάλι κουζίνας το οποίο χρησιμοποιούσαν συχνά οι γυναίκες να φυλάσσουν, για παράδειγμα, την όποια φασολάδα, ρεβίθια ή φακές που είχε μείνει από το φαγητό που έφαγαν προκειμένου αυτά τα ευλογημένα όσπρια να τα καταβροχθίσουν κάποια άλλη στιγμή και μαζί με κείνα να φάνε και δυο τρία μεγάλα κρεμμύδια που έβγαζαν από τον κήπο τους, χωρίς τα επικίνδυνα σημερινά λιπάσματα.

Η μάνα μου δεν άκουσε τι της έλεγε ο πατέρας μου και εκείνος πιο δυνατά ξαναφώναξε: Μαριώ σου λέω, φέρε μου μια Γαβάθα, αλλά και πάλι δεν τον άκουσε οπότε εκείνος νευριασμένος φωνάζει πάλι πιο δυνατά να του πάει μια Γαβάθα αλλά αντί για Γαβάθα της λέει: Σου φνάζου, φνάζου ισί όμους δεν ακούς, φέριμ σλέου μια Γαβαθά».

Τσακίστηκε η μάνα μου να πάει τη γαβάθα στον πατέρα μου που την ήθελε να βάλει μέσα τα αυγά που θα μάζευε από τις φωλιές που γεννούσαν οι κότες όμως αυτό που είχε πει στη μάνα μου, δηλαδή να του πάει μια «Γαβαθά» και όχι «Γαβάθα», το άκουσε και ο γείτονάς μας Κώστας Καραδήμος (Γουγάκος στο παρατσούκλι) που περνούσε από τον δρόμο ο οποίος εφάπτεται στην αυλή του σπιτιού μας.

Ο Γουγάκος, εκείνος ο καλός άνθρωπος, ίσως γελούσε κιόλας, λέει στον πατέρα μου.

-Χρήστο άλλαξες «παραγκόμ» δε «σαρές» ου Καρβουνιάρς; Ο πατέρας μου που ακόμα θα είχε τα νεύρα του μπορεί και να τον κοίταξε χωρίς ίσως να του δώσει καμιά απάντηση και αν την έδωσε ο μπάρμπα Κώτσιους, άλλα είχε «στου νουτ».

Πήγε στα καφενεία και σχολίασε τη Γαβάθα που έγινε Γαβαθά και όταν μετά από λίγο πήγε στο καφενείο ο πατέρας μου σχεδόν όλοι μαζί του είπαν καλός το Γαβαθά και εκείνος τα έβαλε με τον μπάρμπα Κώτσιου το Γουγάκο που για μια εβδομάδα δεν του μίλαγε και τον αγριοκοίταζε.

Αυτό, για το Γαβαθά, το έμαθε και ο παπάς του χωριού μας που ήταν και δάσκαλος (εγώ τον παπα -Τριαντάφυλλο τον είχα δάσκαλο μέχρι και την Τρίτη Δημοτικού) και φίλος του πατέρα μου και πίνοντας πολλές φορές μαζί καφέ ο ένας πείραζε τον άλλον με το Γαβαθά και τον Τράγο.

Τράγο χαμηλόφωνα πάντα έλεγε ο πατέρας μου τον παπά επειδή είχε γένια, όπως τα τραγιά.

Μαζί λοιπόν με τον παπα -Τριαντάφυλλο στο καφενείο τα έλεγαν πειραζόντουσαν χαμηλόφωνα αλίμονο όμως αν τον πατέρα μου τον φώναζε και κανένα άλλος Γαβαθά.

Τότε γινόταν Σουλτάνος και συνεχώς ήταν κατσούφης χώρια που σαν Τούρκος μπορεί μέσα του να είχε και βλέψεις στις Γαλάζιες Πατρίδες που, από χιλιάδες τώρα χρόνια, ανήκουν σε άλλους εκείνος όμως με πείσμα Τούρκου είχε το χαβά του και μέχρις ότου του περάσει ο θυμός.

Κάποια γιορτή ή Κυριακή που ο κόσμος ήταν στο χωριό (Κυριακές και γιορτές τότε κανένας δεν εργαζόταν στα χωράφια του) και πάντα οι άνδρες (ποτέ οι γυναίκες) μετά τη θεία λειτουργία στα καφενεία μαζευόντουσαν όμως ο πατέρας μου για κάποια αιτία στο σπίτι βρισκόταν.

Εκεί στο καφενείο του Παλαιολόγου πολλοί χωριανοί μας καφέδες έπιναν όταν μπροστά τους παρουσιάστηκε ένας ξένος και ζήτησε τον Καρβουνιάρ.

Και επειδή πολλοί Καρβουνιαραίοι υπήρχαν στο χωριό τον ρώτησαν ποιον Καρβουνιάρ ήθελε, εκείνος απάντησε το Χρήστο, οπότε πετάγετε ο παππάς και λέει: Α’ το Γαβαθά θέλει.

Ενας θαμώνας του καφενείου προθυμοποιήθηκε να οδηγήσει τον ξένο στο πατρικό μου σπίτι για να δει τον πατέρα μου και αφού έφτασε εκεί κοντά και φαινόταν το σπίτι του το έδειξε και, επέστρεψε στο καφενείο.

Ο ξένος ύστερα από λίγο βρισκόταν στο δρόμο και έξω από την αυλή του σπιτιού μας στην οποία κάτι μαστόρευε ο πατέρας μου.

-Καλημέρα σας κύριε.

-Καλημέρα του απαντά με χαμόγελο και ο πατέρας μου.

-Παρακαλώ είστε ο κ. Γαβαθάς;

-Τι ήταν να του το πει, έγινε ολοκόκκινος και λέει στον άγνωστο.

-«Ποιος σούιπι ισένα ότι ιμένα μι λένη Γαβαθά να ντβάλου τα μάτιατ μι του τσαγκαρσούφλ, πέζουμ την αλήθεια».

Τα έχασε ο άνθρωπος και δεν ήξερε τι να του απαντήσει και με την επιμονή του πατέρα μου αναγκάστηκε να του πει ότι αυτός ως καρβουνιάρ τον ζήτησε αλλά ο παππάς στο καφενείο είπε ότι το Γαβαθά ζητάει και εκείνος νόμισε ότι είναι το επώνυμό του γι αυτό και του είπε αν είναι ο κ. Γαβαθάς.

Ακούγοντας αυτά ο πατέρας μου αφήνει τον ξένο εκεί στο δρόμο και τρέχει στο καφενείο του Παλαιολόγου που ήταν γεμάτο κόσμο και ο παππάς μαζί τους.

-«Ελα δω ρε τράγου απ θα μγάλς ισί κιάλου παραγκόμ τραγόπαπα».

Τά έχασε ο παπάς, φοβήθηκε το φίλο του με τον οποίο φιλικά πειραζόντουσαν.

Μπήκαν ανάμεσά τους ο κόσμος και συγκράτησαν τον πατέρα μου να μη δώσει καμιά γροθιά στον τρομοκρατημένο παπα -Τριαντάφυλλο εκείνον τον καλοκάγαθο άνθρωπο, όπως άλλωστε καλοκάγαθος ήταν και ο πατέρας μου.

Ζήτησε συγγνώμη ο παπάς και του είπε «βρε Χρήστο δεν χάλασε ο κόσμος, δεν είναι και έγκλημα να σε λένε και Γαβαθά, συγγνώμη ρε φίλε».

Είδαν και έπαθαν να τον ησυχάσουν και να επιστρέψει πιο ήρεμος στο σπίτι μας με τους ανθρώπους εκεί στο καφενείο να κάνουν το σταυρό τους που δεν υπήρξαν και χειρότερα.

Πέρασαν μέρες και ως μικρό παιδάκι θυμάμαι πως και εκεί στο σπίτι μας όλοι είμαστε «μουδιασμένοι» για ότι είχε γίνει.

Όμως ένα πρωινό που ο πατέρας μου ήταν ευδιάθετος η αγράμματη και μεγάλη στην ηλικία γιαγιά μου μάνα της μάνας μου (στο σπίτι μας ήταν και η άλλη γιαγιά μου μάνα του πατέρα μου) που νόμιζε ότι το φορτηγό αυτοκίνητο είναι «θεριό με κοίλες» και που εμείς τα εγγόνια κοιμόμαστε μαζί με τις γιαγιές μας τρώγοντας πολλές φορές και από το πιάτο τους ( έτσι είχαμε τους παππούδες και τις γιαγιές μας τότε ενώ σήμερα είναι καλλίτερα να μη τα σκεπτόμαστε.

Εκείνη λοιπόν η γιαγιά μου μάνα της μάνας μου που είχε δει ευδιάθετο τον πατέρας μου τον ερωτά.

-Χρήστου, μπουρώ να σπού;

-Τι θες μανάκου; έτσι τη φώναζε τη γιαγιά μου, την οποία πολύ σεβόταν.

-Σπέρασι ου Γαβαθάς;

-Τι μλες τώρα;

-Σι ρουυάου επιδίς θέλου να σπου κάτι.

-Άι, πέζουμ

-Άκου Χρήστου, ου γαβαθάς φτιάχν γαβάθις κι τουν λένε έτς, δεν γκαν ισί να νιβριάζς για του Γαβαθά, ας τους να λένε, να λένε κι αφού «απουστάσνε» ε θα «σταματίσνε» να σι κοροϊδεύνε, άκου κι μένα αλλά «σλέου κιόλας» ότι ου Γαβαθάς δεν είνε κι κακό όνουμα.

Ο πατέρας μου φαίνεται ότι τα άκουσε αυτά τα λόγια της γιαγιάς μου και σιγά σιγά ενώ τον φώναζαν και Γαβαθά άρχισε να γελάει.

Μάλιστα θυμάμαι μια μεγάλη Πέμπτη με πήρε από το χέρι και πήγαμε στην εκκλησία του Αγιάννη που τώρα όπως και τότε ήταν και το κοιμητήριο.

Την ώρα που μπήκαμε μέσα στην εκκλησία ο παππάς έλεγε το ευαγγέλιο και όταν ο πατέρας μου με μένα ανάβαμε τα κεράκια μας ακούσαμε τον παπά τριαντάφυλλο να λέει ψέλνοντας «Εβραϊστή δε Γαβαθά». Είναι περικοπή του ευαγγελίου που μιλάει για τον «Κρανίο Τόπο» που ονομάζεται «Γαβαθά» στην εβραϊκή γλώσσα.

Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο πατέρας μου σκύβει προς το αυτί μου και μου λέει Γελώντας.

«Ο Δάσκαλός σου με ίδι κι μι πειράζ μι λει Γαβαθά».

Εκείνη η αγράμματη γριούλα με τα σοφά λόγια που του είχε πει είχε κάνει τον πατέρα μου να αποδεχθεί τον Γαβαθά και μάλιστα του άρεσε περισσότερο από τον Καρβουνιάρ επειδή ήταν τόσοι πολλοί εκεί στο δικό μας χωριό ενώ Χρήστος Γαβαθάς, ήταν μόνο ένας.

Φίλοι μου αναγνώστες γνωρίζω πως η αφήγησή μου έφερε σε σας όπως και σε μένα προσωπικά έστω και λίγο γέλιο και ιδιαίτερα σε μένα που εκείνα τα πρόσωπα όλα μπροστά μου παρέλασαν.

Επιτρέψτε μου όμως να πω ότι αυτή μου η πέρα για πέρα αληθινή μου αφήγηση η οποία κατά την γραφή της και

συναισθηματικά με φόρτιζε θέλω να θεωρηθεί σαν ένα μνημόσυνο στις ψυχές όλων των πρωταγωνιστών ιδιαίτερα των γονιών μου, της σοφής αγράμματης γιαγιάς μου και του Παπα-Τριαντράφυλλου που ήταν και φίλος του πατέρα μου αλλά και δικός μου δάσκαλος από τα χέρια του οποίου είχα χορτάσει χαστούκια!

ΑΙΩΝΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΝΗΜΗ ΕΚΕΙΝΩΝ ΤΩΝ ΚΑΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΧΩΡΙΣ ΤΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ ΑΘΩΑ ΠΕΙΡΑΓΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΕ ΝΟΗΜΑ Η ΖΩΗ ΤΟΥΣ.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου