ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Απροειδοποίητη εισαγγελική επίσκεψη

απροειδοποίητη-εισαγγελική-επίσκεψη-674196

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Πρέπει να ήταν Μάιος ή Ιούνιος του έτους 1965 και στον Σταθμό Χωροφυλακής Αργαλαστής βρισκόμουνα κάπου τρεις ή τέσσερις μήνες και είχα πλέον συνηθίσει στα όποια «υψηλά» καθήκοντά μου και δεν είναι λίγο να ακούς κάθε μέρα, όπου περπατάς και σε συναντούν παππούδες, γιαγιές, νέες και νέοι ακόμη και μικρά στη ηλικία παιδιά πότε χαρούμενα και πότε συνεσταλμένα, «καλημέρα κ. Αστυνόμε, τι κάνετε»;

Και εσύ -ως Αστυνόμος του χωριού με «τεράστιες εξουσίες Άρχοντα» ανάλογα με τα κέφια που θα είχες εκείνη την ώρα που δεχόσουνα την καλημέρα των απλών εκείνων ανθρώπων- να απαντάς λέγοντας τη δική σου καλημέρα, είτε με γέλιο, είτε και με παρατηρήσεις, όπως για παράδειγμα:

-Γιατί κυρία πετάτε τα νερά της αλισίβας στο δρόμο και μπορεί, περνώντας από εδώ κανένας άνθρωπος, εξ αιτίας αυτών των νερών, να γλιστρήσει και να σπάσει μούτρα, χέρια, πόδια, ή και ραχοκοκαλιά και, αν είναι και κανένα γεροντάκι, μπορεί το δυστυχισμένο να πάει στον άλλο κόσμο από πέσιμο ή και, συγγνώμη κυρία μου, από … χέσιμο;

Και αυτή η νοικοκυρά μπορεί αρχικά να γελάσει με το πέσιμο ή το χέσιμο της γιαγιάς ή του παππού, όμως σε περίπτωση που δεν είχες τα κέφια σου και έβλεπες εκείνη την αλισίβα «κούνια που την κούναγε» την όποια νοικοκυρά έστω και αν αυτή ήταν και γιαγιά σαν εκείνη που θα πήγαινε από το πέσιμο.

Και εκείνη η στιγμή δεν άργησε να παρουσιαστεί ακριβώς όπως τη φανταζόμουνα.

Ένα λοιπόν πρωινό του Μαΐου ή Ιουνίου 1965 με τον συνάδελφο Κώστα Πούλιο κάναμε βόλτες στις γειτονιές του χωριού (τέτοιες βόλτες πάντα γίνονται από τα αστυνομικά όργανα) οι οποίες πρέπει να ομολογήσω πως πεντακάθαρες ήταν και εννοώ τις γειτονιές.

Όμως, για «κακή στιγμή» εκείνης της νοικοκυράς και ακριβώς την ώρα που περνούσαμε μπροστά από την αυλή της και πριν μας δει με δύναμη έχυσε μπροστά μας ένα κουβά γεμάτο βρώμικα νερά αλισίβας και παρ’ ολίγο να μας κάνει μούσκεμα.

Βλέποντάς μας, κυριολεκτικά πάγωσε! Κοκκίνισε, πρασίνισε, κιτρίνισε και στο πρόσωπό της παρουσίασε ένα σωρό χρώματα της ίριδος βρήκε όμως το κουράγιο και μας σπάσει ένα τρεμουλιαστό χαμόγελο με μια «καλημέρα σας κ. Αστυνόμε», ίσα που ακουγόταν.

Με αυστηρότητα απλησίαστου Δικαστού ανταπέδωσα την καλημέρα και στη συνέχεια άρχισα να της ψέλνω τον «αναβαλλόμενο», ενώ εκείνη η καημένη δεν θυμάμαι πόσα συγγνώμη μας είχε πει, όμως εγώ ως άλλος και σύγχρονος Ιαβέρης του Γιάννη Αγιάννη θέλοντας να ακολουθήσω τα δικά του αυστηρά βήματα είπα στον Πούλιο:

«Κώστα, σημείωσε σε παρακαλώ το όνομα της κυρίας».

Ακούγοντας αυτό η κυρία παρ’ ολίγο να πέσει ξερή, δεν έπεσε όμως επειδή κρατήθηκε από το σχοινί που είχε απλώσει τα πεντακάθαρα, πάλλευκα πράγματι, ρούχα της δικής της μπουγάδας.

Μας είπε διάφορες δικαιολογίες, εγώ επανέλαβα την εντολή μου στον χωροφύλακα να κρατήσει τα στοιχεία της και αυτή τη σκηνή του διαλόγου μας ήμουνα βέβαιος πως την παρακολουθούσαν οι εκεί κοντά γειτόνισσές της μέσα από τα παράθυρα των σπιτιών τους και αν δεν έβλεπαν καλά μπορεί να σήκωναν και λίγο το μικρό κεντητό κουρτινάκι από το τζάμι των παραθύρων τους.

Εκτελέσαμε το καθήκον μας, γράψαμε και μια παράβαση για να έχουμε και υπηρεσιακές δικαιολογίες ότι δεν καθόμαστε συνέχεια στις καρέκλες των καφενείων και το λέω αυτό γιατί στα χωριά -τότε- γινόταν και αυτό (και καλώς γινόταν) επειδή απόλυτη τάξη επικρατούσε και η παρουσία του χωροφύλακα ακόμη και στο καφενείο του χωριού αστυνομική ασφάλεια εξέπεμπε!

Μάλιστα τα χωριά τις καθημερινές ήταν σχεδόν άδεια κόσμου, επειδή όλοι οι αγρότες από τα χαράματα στα χωράφια τους δούλευαν και αυτό γινόταν χωρίς διακοπή και μέχρις ότου ο Ήλιος στη δική τους Ραχούλα κρυβόταν, οπότε και αποφάσιζαν να γυρίσουν στα σπίτια τους, εκτός αν ήταν καλοκαίρι και στο χωράφι τους κοιμόντουσαν, έχοντας συντροφιά τα αγρίμια που έβγαιναν για βοσκή, αλλά και τον έναστρο Ουρανό, τα αστέρια του οποίου πολλές φορές μετρούσαν χωρίς να βρίσκουν άκρη συνόλου αυτών.

Και κοιμόντουσαν ευχάριστα και χωρίς σκοτούρες πληρωμών δόσεων σε τακτές προθεσμίες, επειδή τότε αυτά τα «πολιτισμένα παιχνίδια» αρπαγής ακόμη και του… παλιάμπελου του παππού, που με τις ευχές του είχε κληρονομικά πάει στον εγγονό, όχι μόνο δεν υπήρχαν, αλλά ούτε και στον ύπνο των κουρασμένων και πάντα αδικημένων αγροτών, δεν εμφανιζόντουσαν.

Φύγαμε, λοιπόν, από την καλή εκείνη κυρία που έτρεμε από το φόβο της και εγώ σαν Εισαγγελέας προεξοφλούσα και την καταδίκη της και όπως μάθαμε η γειτόνισσά της που είχε δηχθεί και τα βρώμικα νερά στην αυλή της έτρεξε κοντά της να την «παρηγορήσει» για το «κακό που τη βρήκε», μέσα της όμως θα χαιρόταν κιόλας, επειδή την είχαμε γράψει.

Πίνοντας τον καφέ της παρηγοριάς οι δυο εκείνες κυρίες τα μύρια όσα έλεγαν για τον καινούργιο Αστυνόμο τους!

Περισσότερα, δε, είπε εκείνη που στην αυλή της είχε δεχθεί τα βρόμικα νερά της αλισίβας κατηγορώντας τον ότι έκανε και μηνύσεις χωρίς να σκέπτεται -έλεγε στη γειτόνισσα της- πως πουθενά αλλού δεν μπορούσαν να πέσουν εκείνα τα νερά, επειδή δεν υπήρχε άλλη διέξοδος των ακαθάρτων υδάτων όπως π.χ. υπήρχαν στις μεγάλες πολιτείες που ακόμη και τα νερά της βροχής σε κάποιο συγκεκριμένο λούκι έπεφταν.

Βέβαια όλα τούτα τα «κουτσομπολιά» τα έμαθα αργότερα από τη μέρα κείνη που εγώ στην καλή εκείνη νοικοκυρά που πέταξε τα νερά είχα δείξει όλη μου την αυστηρότητα και θυμάμαι όταν τα έμαθα στο δικό μου χωριό, την Κόμνηνα, έτρεξε ο νους μου που τα παλιά χρόνια ένα λασποχώρι ήταν χωρίς ρεύμα και τρεχούμενα νερά σε κουζίνες ή μπάνια και το νερό της βρύσης ή του πηγαδιού της πλατείας του χωριού και μερικών άλλων πηγαδιών μόνο οι γυναίκες με «καραβάνες» (τενεκέδες λαδιού) το κουβάλαγαν και τούτο γιατί οι άνδρες της τότε εποχής νόμιζαν πως ανήκαν στην κατηγορία των αρσενικών κριαριών, οι δε γυναίκες τους ήταν για τις δουλειές όχι μόνο να κουβαλάνε νερό αλλά να διατηρούν και το σπίτι τους καθαρό μη τυχόν και κακοκαρδιστεί ο πάτερ φαμίλιας από μια δική τους αβλεψία!

Το χωριό μου λοιπόν σκεπτόμουνα, αλλά και τη μάνα μου η οποία την αλισίβα των ρούχων ακόμη και χειμωνιάτικα στο δρόμο την πετούσε και με τις λάσπες που εκεί υπήρχαν γινόντουσαν μεγαλύτερες λακκούβες για να ακούει κάθε τόσο τις μύριες όσες μουρμουρητές «κατάρες» από όσους περνούσαν και πατώντας τα νερά πάνω τους πεταγόντουσαν και ιδιαίτερα αυτές οι «κατάρες» λεγόντουσαν από τον μπάρμπα Πάνο Παλαιολόγο, που πάντα σικ ήταν ντυμένος, τον μπάρμπα Κώστα Καραδήμα (Γωγάκο τον ήξεραν) και το μπάρμπα Γιάννη Σουσώνη (Σδρόλια τον φώναζαν) που ήταν και σύζυγος της θειάς μου της Όλγας.

Και τη φώναζα έτσι, όπως φώναζα και τη «θειάμ» την Ελένη σύζυγο του Πάνου Παλαιολόγου και το έκανα αυτό από προσωπικό συμφέρον για τη μεν πρώτη επειδή η «θειάμ» η Όλγα πολλές φορές τις τσέπες μου γέμιζε με κοκόσιες και τσιάγαλα η δε δεύτερη «θειάμ Ελέν», μια κυριολεκτικά Άγια γυναίκα τη φώναζα έτσι γιατί όταν γεννήθηκα και η «μάναμ» δεν είχε πολύ στο στήθος της γάλα συμπλήρωνε εκείνη το δικό μου φαγητό επειδή είχε βυζανιάρικο παιδί, την Παναγιωτίτσα, με την οποία πολλές φορές τρώγαμε μαζί το γάλα της μάνας της. Από το ένα δηλαδή στήθος εκείνη και από το άλλο εγώ, πλάκα είχαμε!

Και για όσους δεν γνωρίζουν τις Ρουμελιώτικες ή και Θεσσαλιώτικες όμορφες αυτές λέξεις που πιο πάνω έγραψα ευχαρίστως τις ερμηνεύω:

Οι «κοκόσιες» είναι τα καρύδια τα δε «τσιάγαλα» είναι τα αμύγδαλα. Άντε και καλή σας όρεξη και προσοχή στα δόντια σας.

Όμως, ας επιστρέψω σε εκείνο μου το πρωινό:

Τέλειωσε η περιπολία μας περάσαμε από την κεντρική πλατεία της Αργαλαστής όπου βρισκόταν και το συμβολαιογραφείο του καλού μου φίλου Γαλλέα Γιώργου ο οποίος βλέποντάς μας έκανε τόση χαρά και αφού ήπιαμε τον βαρύ γλυκό μας κουβεντιάζοντας διάφορα θέματα γυρίσαμε στο Σταθμό.

Μπαίνοντας στο γραφείο μου είδα στο δικό μου κάθισμα να κάθεται ένας πολίτης και να ελέγχει κάποια βιβλία του Σταθμού ο δε χωροφύλακας Τσιώλας Βαγγέλης όρθιος δίπλα του παρακολουθούσε τα όσα εκείνος σημείωνε πάνω σε ένα ανοιχτό μπλοκ.

Ξαφνιάστηκα και υπέθεσα ότι κάποιος ανώτερος δικός μας Αξιωματικός θα ήταν με πολιτική περιβολή, όμως, ο Τσιώλας μου είπε:

-Κύριε Αστυνόμε, επειδή εδώ είστε νέος και ίσως δεν τον γνωρίζετε να σας συστήσω τον Εισαγγελέα κ. Λιαππή Ιωάννη και κάνει τον έλεγχο στα βιβλία του Δημοσίου Κατηγόρου.

Σχεδόν τα έχασα, δεν γνώριζα τον Εισαγγελέα είχα όμως ακούσει πως ήταν πολύ αυστηρός στα καθήκοντά του και για να πάει κάποιος, ακόμη και δικαστικός ή και Δικηγόρος στο γραφείο του πολύ το σκεπτόταν επειδή ήταν πέρα από αυστηρός και απλησίαστος.

Δεν ξέρω αν άλλαξα και καμιά πενηνταριά χρώματα εκείνο που καλά θυμάμαι είναι πως σταγόνες ιδρώτα ένοιωσα στο μέτωπό μου και ειλικρινά φοβήθηκα γιατί δεν ήξερα τι θα με ρωτούσε ο Εισαγγελέας και τούτο γιατί εγώ, παρά του ότι εκεί στην Αργαλαστή που είχε έδρα Ειρηνοδικείου και ως Αστυνόμος έκανα και χρέη Δημοσίου Κατηγόρου, δεν είχα δώσει τη δέουσα προσοχή και όλο εκείνο το μικρό έστω χρονικό διάστημα είχα επαναπαυθεί στον υπέροχο εκείνο χωροφύλακα Τσιώλα Βαγγέλη που ενημέρωνε τα βιβλία του Δημοσίου Κατηγόρου και δεν το κρύβω είχα μεσάνυκτα.

Βέβαια είχα και ένα δίκιο επειδή στους μήνες που εκεί βρισκόμουνα δεν είχε συνεδριάσει καμία φορά το Πταισματοδικείο και εγώ σαν Δημόσιος Κατήγορος δεν είχα καθίσει σε τέτοια τιμητική θέση.

Ψέλλισα στον Εισαγγελέα: «χάρηκα πολύ κ. Εισαγγελεύ» (καθαρεύουσα τότε), μου απάντησε σοβαρά: «Και εγώ κ. Αστυνόμε» και αφού μου είπε να καθίσω «μέχρις ότου τελειώσει», συνέχισε τον έλεγχο των βιβλίων μας.

Σε κάθισμα του γραφείου μου καθόμουνα και τη γυναίκα που είχα προ ολίγου για τα νερά γράψει σκεπτόμουνα επειδή και εκείνη σαν και μένα θα ένοιωθε τα ίδια και χειρότερα από μένα, όταν εγώ τις έκανα παρατηρήσεις για τα νερά που έριχνε στην αυλή της.

Σε λίγο -σκεπτόμουνα- τι θα απαντούσα στις ερωτήσεις του Εισαγγελέως, αφού τίποτα δεν ήξερα ενώ εκείνη η γυναίκα τουλάχιστον είχε και μια δικαιολογία ενώ εγώ ο Αστυνόμος του χωριού τι θα του έλεγα και πως θα έβγαινα από εκείνη την απέραντη άγνοιά μου.

Θεέ μου κάνε τον σε παρακαλώ να γίνει πιο μαλακός απ’ ότι είναι και απ’ ότι έχω μάθει πως είναι.

Ο εισαγγελέας δεν άργησε να τελειώσει τον έλεγχο και έπιασε μαζί μου κουβέντα τελείως άσχετη με τα βιβλία που πριν λίγο είχε κάνει έλεγχο.

Η κουβέντα του περιστράφηκε γύρω από τους κατοίκους της Αργαλαστής και των περιχώρων και όταν έμαθε ότι εκεί πριν λίγους μήνες είχα έρθει από τη Ρόδο έκανε τόση χαρά και άρχισαν απανωτές οι ερωτήσεις του για τα Δωδεκάνησα τα οποία όπως μου είπε τα είχε επισκεφθεί δυο-τρεις φορές στις διακοπές των Δικαστηρίων και ιδιαίτερα την Κω και τη Ρόδο.

Μου έδωσε και πήρα αρκετό θάρρος και του είπα ένα σωρό από εκείνα που γνώριζα για τα νησιά και ιδιαίτερα για τη χρονιά της απελευθέρωσης της Δωδεκανήσου (1947) και την «τρελή» από χαρά υποδοχή που μας έκαναν οι Δωδεκανήσιοι.

Ούτε κατάλαβα πως πέρασε η ώρα και εκεί στο γραφείο ήρθαν και οι άλλοι χωροφύλακες και στην αρχή ήταν επιφυλακτικοί όταν όμως τους είπε ότι καταγόταν από την Καρδίτσα πέταξαν από τη χαρά τους επειδή οι περισσότεροι από χωριά της Καρδίτσας καταγόντουσαν.

Σχεδόν είχε φτάσει μεσημέρι όταν σηκώθηκε από το κάθισμά του και μου ζήτησε να τον συνοδεύσω στο Χόρτο σε μια εκεί ταβέρνα για να φάμε « φρέσκα ψάρια».

Ζήτησε μάλιστα να έρθουν μαζί μας και όσοι χωροφύλακες δεν είχαν υπηρεσία και θυμάμαι στο δικό του αυτοκίνητο μπήκαμε τέσσερα άτομα εγώ στη θέση του συνοδηγού και στις πίσω θέσεις κάθισαν ο υπενωμοτάρχης Απόστολος Τίγκας και οι χωροφύλακες Βαγγέλης Τσιόλας και Κώστας Πούλιος.

Ζεστή η ατμόσφαιρα της παρέας και πλούσιο, από φρεσκότατα ψάρια, το τραπέζι μας και κάποια στιγμή, αφού είχαμε φάει, με μια δικαιολογία ζήτησα συγγνώμη και σηκώθηκα δήθεν να πάω στην τουαλέτα όμως εκείνος κατάλαβε τι σκοπό είχα και δεν θα ξεχάσω τη σοβαρή ματιά του και την εντολή τους: Αστυνόμε κάθισε κάτω και τα έξοδα είναι δικά μου, φώναξε σε παρακαλώ τον σερβιτόρο.

Μα κ. Εισαγγελεύ.

-Δεν έχει μα και ξε μα, κάθισε κάτω είπα. Και εγώ, άλλο που δεν ήθελα, κάθισα στα αυγά μου και εκείνος πλήρωσε ένα σωρό χρήματα.

Κατά τις 5 το απόγευμα, επιστρέφοντας, μας άφησε στην Αργαλαστή και εκείνος συνέχισε το δρόμο του αφού από μας όλους άκουσε ένα σωρό ευχαριστώ.

Ύστερα από ένα χρόνο μετατέθηκα στο Βόλο που εκείνος συνέχισε να είναι Εισαγγελέας Πρωτοδικών του Βόλου. Πολλοί δικοί μου συνάδελφοι δύσκολα τον έβλεπαν εγώ όμως που ήμουνα και Αστυνόμοςστο Δ΄ Αστυνομικό Τμήμα δεν είχα κανένα πρόβλημα και κατ αραιά χρονικά διαστήματα περνούσα και από το γραφείο του και με ευχαρίστηση με δεχόταν.

Και όχι μόνο αυτό αλλά και για πολλές δικογραφίες που συνέτασσα και είχα κάποια αμφιβολία τον έπαιρνα τηλέφωνο και ζητούσα τη συμβολή του και δεν έχω πρόβλημα να το πω ότι πολλά περισσότερα από εκείνον τον δημόσιο δικαστικό λειτουργό έμαθα παρά τα όσα και στη Σχολή Χωροφυλακής διδάχτηκα και αυτό το λέω επειδή τα όσα από εκείνον έμαθα ήταν στην πράξη και όχι στη θεωρία.

Αυστηρός και απλησίαστος ο Λιαππής ακόμη και με τον τότε Διοικητής Διοικήσεως Χωροφυλακής Αντισυνταγματάρχη Γιάννη Παναγιωτόπουλο δεν είχε πολλά πολλά και αυτό εμείς, οι μικρότεροι σε βαθμό, το σχολιάζαμε.

Όμως,μπορώ να πω, δεν ήταν κακός άνθρωπος, το στυλ του ήταν τέτοιο και δεν σου έδωνε πολλά περιθώρια να πας πιο κοντά του.

Εμάς όλους εκεί στην Αργαλαστή μας είχε πάρει με καλό μάτι και κανένας μας δεν είχε πρόβλημα και περισσότερο εγώ που ως Αστυνομικός Σταθμάρχης δυο-τρεις φορές και για κάποιες προανακριτικές υποθέσεις τη βοήθειά του ζητούσα και με πολύ προθυμία, συμβουλευτικά, μου έλεγε πώς να κινηθώ.

Αυτά για τον Εισαγγελέα Γιάννη Λιαππή τον πράγματι αυστηρό και λόγω χαρακτήρα αγέλαστο άνθρωπο αλλά σωστό και δίκαιο στα καθήκοντά του, ως Δικαστικός Λειτουργός!!!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου