ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

«Ο,τι απέμεινε απ’ τον πόλεμο»

οτι-απέμεινε-απ-τον-πόλεμο-767917

Της Εύας Λόλιου

Ο,τι ήταν να κάνομε, το κάναμε, κάθε φόνο ο ένας προς τον άλλον και τώρα καθόμαστε αντίκρυ, ανάμεσα στο πλήθος να κοιτιόμαστε… Κι ένα τασάκι γιομάτο πόλεμο, τις στάχτες της ψυχής μας, τις στάχτες της ψυχής μας.. Θαρρείς ξαναγεννημένοι απ’ τα σκοτάδια είχαμε ακόμη πρόσωπα ν’ αναπνέουν την παγωνιά απ’ τ’ αστέρια κει ψηλά που μια στιγμή σταθήκαμε σαν ροδισμένα ρολόγια μα ακούρδιστα, μετέωροι στην ανυπαρξία μας.

Από κάτου ήταν η πόλη, μ’ όλα της τα σπίτια αναμμένα στο πηχτό σκοτάδι σαν καντηλέρια μισογεμάτα, σαν καντηλέρια μισοάδεια μα είχαν ακόμη στα σπλάχνα τους ζωή. Στο τραπέζι τρία πιάτα ανέγγιχτα, τέσσερα εικοσιπεντάρια άδεια κι ένα τασάκι γιομάτο πόλεμο, τις στάχτες της ψυχής μας, τις στάχτες της ψυχής μας..

Κι ήθελα να του μιλήσω μια ιδέα, πως κάπως έτσι σύντροφε ήταν οι ψυχές μας πριν γεννηθούν, εκεί ψηλά στ’ αστέρια περιμέναμε.. κάπου σ’ ένα δεντρί στον κόσμο και μια φωλιά για να χωθούν.. Τα πετούμενα ολόγυρα κι ο ήλιος με διαμαντάκια στο στόμα ν’ αστράφτουν, θαρρείς ονειρευτήκαμε την ζωή μα τίποτες δεν ήταν πέρα απ’ ένα μάρμαρο για φτερό, τίποτες πέρα από μια μαρμαρωμένη ακτίνα.

Τούτη την στιγμή σαν ροδισμένα ρολόγια μα ξεκούρδιστα μοιάζουμε.. Στο τραπέζι τρία πιάτα ανέγγιχτα, τέσσερα εικοσιπεντάρια άδεια ακόμη γίναμε οχτώ οι τυφλοί, τριάντα δυό ακόμη, σαράντα.. κι έτσι όπως βαδίζουμε ναρκωμένοι μαζί ούτε η άνοιξη θα μάθουμε κατά που πέφτει, ούτε το φθινόπωρο που βρέχει απ΄τα μάτια μας ξανά την αυγή. Ο,τι ήταν σύντροφε να κάνομε, το κάναμε .. τραύλιζες εσύ.. Ακόμη πως δεν είχα πού να πάω, κανένας τόπος δεν υπήρχε με λουλούδια κι ούτε μουντό δωμάτιο κι ούτε βαρύ, που ν’ ανηφορίζει το σβησμένο του φως στ’ ουράνια.. Μόνο ένα τασάκι γιομάτο πόλεμο, τις στάχτες της ψυχής μας, τις στάχτες τις ψυχής μας..

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου