ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Τη θάλασσα ζήλευα…

τη-θάλασσα-ζήλευα-633329

Της Εύας Λόλιου

Αγαπούσα πολύ τη θάλασσα και κάθε φορά που επέστρεφα στο βουνό με έπνιγε το χαμηλό μου κονάκι.

Πεθυμούσα τα παιδιά μου και τον κόρφο της Λενιώς, μα γρήγορα ήθελα να ξαναφύγω.

Σαν κάτι να ’παιρνε να τελειώνει τη ζωή μέσα μου, καθώς αρμένιζα το γαλάζιο απ’ τον Αη – Γιώργη.

Ενας βράχος που έπεφτε στ’ αμπάρι του καραβιού μου, ανοίγοντας μια μεγάλη τρύπα και έμπαζε, έμπαζε νερά βυθίζοντάς με στο πιο μεγάλο σκοτάδι.

Σκαρφάλωνα στο καμπαναριό κοιτώντας την από μακριά και ζήλευα τον ήλιο που την άγγιζε με τ’ ασημένια ξίφη του.

Με τον παπα – Θόδωρο είμαστε καρδιακοί φίλοι απ’ το σχολειό, μαζί που λεν φάγαμε ψωμί και αλάτι.

Εφερνα ’γω τη ζύμη, φτιάχναμε καρβέλια ονειρέματα και κείνος μια σταλιά λάδι απ’ τα καντήλια της εκκλησιάς να μπορούν εκεί να ταξιδεύουν οι βάρκες μας.

Βουτούσε το ψωμί στο λάδι και μαλάκωνε η ξερή κόρα, ένα κύμα στην καταπιόνα γλυκό που παρέσερνε τον πυλό της ψυχής μας. Ακόμη τότε δεν είχε στεγνώσει το τείχος που αργότερα τσιμεντένιο εμπόδισε τα πλοία μας να ταξιδέψουν.

Εγινε παπάς ο Θοδωρής, πήρε τον δρόμο του πατέρα του και εγώ ένας απλός ψαράς με μια βάρκα που ποτέ της δεν έγινε καράβι. Τσομπάνης ο δικός μου, πώς να με χορτάσει τα μεγάλα ταξίδια στα ψηλά κατάρτια;

Μέχρι τον φάρο έφτανα και γυρνούσα πάλι πίσω με μισογεμάτα τα καλάθια μου. Στο κατώφλι περίμενε το Λενιώ, κοιτούσε το φτωχό μου πανέρι και κατέβαζε τα μάτια της μέσα στο τηγάνι.

Πιτσιλούσε το λάδι απ’ τα δάκρυά της που έπεφταν καυτά. Για καπετάνιο με νόμιζε, να ’χει δυο φούστες παραπάνω και δυο λουστρίνια γοβάκια να δείχνει στο χωριό. Και ’χασε η καλή μου τόσες τύχες, γεμάτες τ’ αμπάρια τους με εξοφλημένα όνειρα.

«Να της δώσω μια λυπητερή;» με ρώτησε ο παπα – Θόδωρος, καθισμένος πλάι μου στα ψηλά αυτά τείχη. «Και δε της δίνεις», του απάντησα και έπιασα το δεύτερο σχοινί να το τραβώ χτυπώντας την καμπάνα του Αη – Γιώργη.

Μαζεύτηκε το χωριό στο προαύλιο της εκκλησιάς να μάθει ποιος πέθανε. «Το όνειρο πέθανε, τα μεγάλα ταξίδια», μίλησαν τα βουρκωμένα μάτια μας.

Αγαπούσα πολύ τη θάλασσα, μα τη μισούσα κιόλας, απτόητη που ’μοιαζε κι αλαζονική. Χτυπούσαμε εμείς πένθιμα τις καμπάνες, μα έκανε πως δεν τις άκουγε η θάλασσα.

Με τέτοια καράβια πάνω της, εμάς θα πρόσεχε;

Μόνο το Λενιώ μου στο κατώφλι με περίμενε, με τα σοσόνια και τις τρύπιες παντόφλες στα λεπτά κι όμορφα πόδια της.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου