ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο άνθρωπος βροχή

ο-άνθρωπος-βροχή-667677

Της Εύας Λόλιου

Θα σας διηγηθώ μια ιστορία που για να είμαι ειλικρινής δεν γνωρίζω αν είναι αληθινή.

Για έναν γέροντα που ζούσε στην κορυφή ενός μεγάλου σουβλερού βράχου, απ’ της γης τη μήτρα βγαλμένο, για να τραυματίζει βουλιμικά τον ουρανό.

Θυμούμαι έναν έσπερο παγωμένο που μας φώναξε η καλή γιαγιά με το μαλακό πρόσωπο, τα μεγάλα μάτια και μια μπερδεμένη κουβαρίστρα στα νύχια του Νικολή του γάτου μας.

Μας έδωκε καθαρισμένα κάστανα, καθίσαμε δίπλα στα ξερόκλαδα που σπινθήριζαν δικές τους ακαταλαβίστικες ιστορίες.

Στάθηκα να την ακούω δίπλα στη θαμπάδα του Χειμώνα, που λυσσομανούσε να μπει μέσα στο δωμάτιο απ’ το τρεμουλιαστό παραθύρι.

…Σε ένα δάσος, στους πρόποδες του Πηλίου υπήρχε μια ξύλινη καλύβα φτιαγμένη από κορμούς οξειών και ελάτων.

Εκεί γεννήθηκε ο γέροντας μια φωτεινή αυγή.

Γυάλιζε ο τέντζερες απ’ τις ακτίνες του ήλιου πάνω στη ξυλόσομπα, άχνιζε το νερό.

Μια ολόλευκη πεταλούδα διαπέρασε το μισάνοιχτο παραθύρι της ξύλινης καλύβας και κάθισε στα σκέλια της μητέρας που κοιλοπονούσε.

Σε λίγο ο ωκεανός της μήτρας της που μια μικρή σταγόνα ζωής την έκαμνε ολόκληρο άνθρωπο, θα ξεχύνονταν στο φως.

Ο γέροντας είδε τον ήλιο κλαίγοντας, όπως όλοι οι άνθρωποι στην κοιλάδα των βροχών.

Η πεταλούδα χαρούμενη απ’ τα γεννητούρια, ανοιγόκλεινε τα φτερά της τόσο δυνατά που μαζεύτηκαν στα παραθύρια απ’ τα καλά μαντάτα όλα τα πετούμενα του δάσους.

Ανάμεσα τους και οι σοφές κουκουβάγιες για να ευχηθούν στο νεογέννητο.

Μα με ένα βάφτισμα της μοίρας τόσο λυπητερό…

Τούτο το δάσος είχε μια κολυμπήθρα που τον περίμενε χρόνια η καταπιόνα της…

… Από τότε ο άνθρωπος δε σταμάτησε να κλαίει, μερόνυχτα..

Τα δάκρυά του γέμισαν το πηγάδι που ξεχείλισε βαλτώνοντας το μικρό περιβόλι του οντά.

Η μητέρα δεν άντεξε την θλίψη και πνίγηκε στα νερά του. Μεγάλωσε ολομόναχος μέσα στο δάσος. Πότιζε τα δέντρα, φούσκωνε το ποτάμι, να ξεδιψούν τα άγρια ζώα στις κοίτες του.

Ήταν ο πιο λυπημένος άνθρωπος του κόσμου..

Ο δρυμός παρέμενε σταθερός στην απληστία του θέλοντας να ρουφήξει και την τελευταία σταγόνα της ζωής του!

Σαν γέρασε και έμοιαζε πια με λιωμένο σαπούνι απ’ την υγρασία, φυλλωσιές, πουλιά και άγρια ζώα έκαναν συμβούλιο. Θα έχαναν την βροχή, τα παιδιά τους θα πεινούσαν!

Η πιο σοφή κουκουβάγια θέλησε να μιλήσει. Μικρή πεταλούδα εγώ, αγαθή, χτυπούσα τα φτερά μου εναγωνίως..

«Θα τον ξαναβαφτίσουμε, είπε περιστρέφοντας τα μεγάλα της μάτια ολόγυρα στα δέντρα», το πρόσωπο της μέρεψε..

«Θα τον ονομάσουμε ο γέροντας του βράχου! Με τον πόνο του να σουβλάει τον ουρανό, να βρέχει..

«Η πεταλούδα κρύφτηκε πίσω απ’ τα φύλλα μιας λεβάντας, μη δουν τα μωβ δάκρυα της. Μπερδεμένη κουβαρίστρα έπεσε απ’ τα χέρια μου…

Κύλησε στην χαράδρα, έτρεξε ο Νικολής να την πιάσει.

Γέλασε δυνατά η γιαγιά, φοβηθήκαμε, σκορπίσαμε έξω στην βροχή.

Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω αν η γιαγιά μου ήταν καλή. Φοβούμαι πως ήταν δαύτη η κουκουβάγια…

Πίσω από εκείνα τα χοντρά γυαλιά, της έμοιαζε τόσο πολύ…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου