Πρωτοχρονιά με αισιόδοξες οικονομικές προβλέψεις, αλλά και αβεβαιότητα, λόγω πανδημίας  

πρωτοχρονιά-με-αισιόδοξες-οικονομικ-851206

Οι επιδόσεις της χώρας μας το 2021, σε ό,τι αφορά στους ρυθμούς ανάπτυξης, αποτέλεσαν ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη για τους διεθνείς αναλυτές, ενώ αιφνιδίασαν ακόμη και τους πιο δύσπιστους οικονομικούς παράγοντες. Τα στοιχεία επιβεβαίωσαν τις εκτιμήσεις για ταχεία ανάκαμψη, πολύ υψηλότερη και από τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Η ελληνική οικονομία την προηγούμενη χρονιά, προσέγγισε τις επιδόσεις του 2019, καλύπτοντας σε μεγάλο βαθμό τις απώλειες της πανδημίας, ενώ παράλληλα δημιούργησε ισχυρή βάση για το 2022.

Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι όλες οι αρχικές προβλέψεις αναθεωρήθηκαν επί τα βελτίω, κάτι που επιβεβαιώθηκε και από τις αναβαθμίσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης, οι οποίες, αν συνεχιστούν με τον ίδιο ρυθμό και τη νέα χρονιά, μπορεί να επιτρέψουν στην ελληνική οικονομία να ανακτήσει την επιθυμητή επενδυτική βαθμίδα, πριν το 2023.

Η ελληνική οικονομία «έτρεξε» το 2021 με ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ 7% και 8%. Το δεύτερο τρίμηνο του 2021, με το εντυπωσιακό 16,2%, φάνηκαν οι προοπτικές και οι δυνατότητές της, ενώ η ίδια τάση συνεχίστηκε και τα επόμενα δύο τρίμηνα, παρά τις ιδιαιτερότητες που διαμόρφωσαν η παρατεινόμενη υγειονομική κρίση και η αντίστοιχη στην ενέργεια. Το τρίτο τρίμηνο η ανάπτυξη ήταν και πάλι διψήφια, ξεπερνώντας το 13%, καθώς επηρεάστηκε θετικά από παράγοντες, όπως ο τουρισμός, στον οποίο καταγράφηκαν πληρότητες της τάξεως του 75% τον Σεπτέμβριο, ενώ και τον Οκτώβριο διατηρήθηκε ιδιαίτερα θετική δυναμική.

Και το τέταρτο τρίμηνο του ΄21 η ανάπτυξη κινήθηκε δυναμικά, παρά τις αβεβαιότητες της πανδημικής κρίσης, οι οποίες, ωστόσο, δεν ήταν ικανές να αλλάξουν την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας, που επέδειξε στο χρονικό διάστημα των πολύμηνων lock down ανέλπιστες αντοχές και βρήκε τρόπους για να αποφύγει την κατάρρευση, παρά τα μέτρα που έκλεισαν στα σπίτια τους τούς καταναλωτές.

Πλέον, οι ρυθμοί ανάπτυξης διατηρούν το θετικό τους πρόσημο και για τη νέα χρονιά, παρ’ ότι το γενικότερο αίσθημα αισιοδοξίας, που επικρατούσε σε όλους σχεδόν τους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας, έχει αρχίσει να εξασθενεί, εξαιτίας της ανησυχίας που προκαλεί η νέα παραλλαγή του κορονοϊού. Σημαντικός παράγοντας θεωρείται το υψηλό απόθεμα αποταμίευσης των νοικοκυριών, που αγγίζει πλέον τα επίπεδα του 2011 και δείχνει ότι υπάρχουν δυνατότητες.

Το ερώτημα, που τίθεται, δεν είναι αν θα συνεχιστεί η θετική πορεία των ρυθμών ανάπτυξης στους πρώτους μήνες του 2022, αλλά κατά πόσο θα διατηρηθεί και αν θα ενισχυθεί καθ΄ όλη τη διάρκεια του έτους. Αν, δηλαδή, και το 2022 καταγραφεί η ίδια δυναμική, έτσι ώστε η χώρα να κλείσει οριστικά το κεφάλαιο των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης. Ο αρχικός στόχος για επιστροφή στην κανονικότητα επετεύχθη σε μεγάλο βαθμό, καθώς ανακτήθηκε το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών, που προκάλεσαν τα lock down του 2020 και του 2021.

Από εδώ και στο εξής όλα θα εξαρτηθούν από τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας να υποδεχθεί και να υλοποιήσει επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, που είναι ικανές να αλλάξουν το παραγωγικό της μοντέλο. Οι συνθήκες, οι οποίες έχουν διαμορφωθεί, είναι ιδανικές και ευνοούν το αποκαλούμενο «άλμα επενδύσεων». Συγκεκριμένα, είναι διαθέσιμα τα πρώτα 7,5 δισ. ευρώ από τα συνολικά 30,5 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης, που εξασφάλισε η χώρα μας και μπορούν να χρηματοδοτήσουν την οικονομική της ανασυγκρότηση.

Οι πολιτικές μείωσης του λεγόμενου μη μισθολογικού κόστους, αλλά και οι συνθήκες σταθερότητας, που έχουν δημιουργηθεί σε καταστάσεις ιδιαιτέρως δύσκολες, όπως η πανδημική κρίση, μπορούν να λειτουργήσουν ως παράγοντες επιτάχυνσης των επενδυτικών σχεδίων και διασφάλισης θετικών ρυθμών ανάπτυξης για την επόμενη πενταετία, τουλάχιστον. Παράλληλα, η μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών έρχεται να υποστηρίξει τις σχεδιαζόμενες επενδυτικές πρωτοβουλίες, εντός και εκτός των πλαισίων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Η μείωση της φορολογίας ήταν ανέλπιστα θετική παρενέργεια των έκτακτων πανδημικών συνθηκών, οι οποίες απάλλαξαν, έστω προσωρινά, τις ευρωπαϊκές χώρες από τον ασφυκτικό έλεγχο του συμφώνου σταθερότητας και ιδιαιτέρως τη χώρα μας, η οποία ήταν υποχρεωμένη να επιτυγχάνει υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα κάθε χρόνο, στηριζόμενη, κυρίως, στη βαριά φορολόγηση των πολιτών. Αμφιβάλλουμε αν θα είχαμε ταχεία μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών χωρίς την υγειονομική κρίση.

Η συνεχιζόμενη μείωση του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους διευκολύνει τις επενδυτικές πρωτοβουλίες, που βρίσκονται στα σκαριά και ενισχύει το θετικό κλίμα, που διαμορφώνουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης. Δεν είναι τυχαίο το ενδιαφέρον ισχυρών επενδυτικών σχημάτων για μεγάλα έργα υποδομών, όπως επίσης και το ενδιαφέρον για τις κρατικές επιχειρήσεις, που ιδιωτικοποιούνται. Εκεί, οι προσφορές ξεπερνούν κατά πολύ τις προσδοκίες των κρατικών φορέων, που έχουν την ευθύνη υλοποίησης του σχεδίου αποκρατικοποιήσεων. Επίσης, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι ισχυρές ελληνικές επιχειρήσεις είναι έτοιμες να επενδύσουν στην εγχώρια αγορά.

Στη θετική οικονομική συνθήκη μοναδική παραφωνία αποτελούν οι τράπεζες, που συνεχίζουν να κρατούν κλειστές τις στρόφιγγες της χρηματοδότησης, παρ’ ότι έχουν διευθετήσει τα όποια ζητήματα ρευστότητας, ενώ το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων βρίσκεται σε τροχιά επίλυσης. Οι τράπεζες πρέπει να στηρίξουν την προσπάθεια αναγέννησης της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας τα φιλόδοξα επενδυτικά σχέδια. Χωρίς τις χορηγήσεις νέων δανείων και δίχως τη στήριξη των επενδύσεων, που έτσι κι αλλιώς προϋποθέτουν ρίσκο, τα μελλοντικά έσοδα των τραπεζών και κατ’ επέκταση η βιωσιμότητά τους τίθενται εν αμφιβόλω. Οι τράπεζες επιβάλλεται να έχουν ενισχυμένο ρόλο στη διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ιδιαιτέρως των χαμηλότοκων δανείων, που θα διοχετευθούν στον ιδιωτικό τομέα και θα χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις.

Συμπερασματικά, οι γενικότερες οικονομικές συνθήκες δείχνουν ευνοϊκές για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας. Μόνο η κατακόρυφη αύξηση στις τιμές της ενέργειας και οι εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας μπορούν να αναστείλουν ή ακόμη και να ανασχέσουν την ανοδική της πορεία. Οι αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος, πέραν όλων των άλλων, προκαλούν ήδη πληθωριστικές πιέσεις, που, ωστόσο, εκτιμάται ότι θα είναι παροδικές, επειδή οφείλονται στην απορρύθμιση του συσχετισμού προσφοράς και ζήτησης διεθνώς, αλλά και της ρευστότητας που προσφέρθηκε από τις κεντρικές τράπεζες, προκειμένου να ελεγχθούν οι συνέπειες της πανδημίας. Στο μέτωπο της υγειονομικής κρίσης ασφαλείς προβλέψεις δεν μπορούν να γίνουν όσο οι μεταλλάξεις διαδέχονται η μία την άλλη και τα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης επιτρέπουν στον κορονοϊό να απειλεί την εύθραυστη, παρά τις θετικές προοπτικές, ελληνική οικονομία.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου