Της Βαρβάρας Τσακουρίδου
Κατέβασε ρολά ο νους
ως ανύπαρκτος καταλαμβάνει
τον χώρο του κρανίου…
ελεύθερος μες την κενότητά του
αργοχάνεται…
Όλα σβησμένα απ’ τον «μαυροπίνακα»
της μαθητείας τούτης…
ως αμνήμων σε ποιόν θα λογοδοτήσει;
για ποια ζήση θα μιλήσει;
μια λάμπα καμένη
τι να φωτίσει;
Έτσι απλά θα μετοικίσει …
αδιάφορα κι’ ανέλπιδα
σαν πεφταστέρι, μια νυχτιά
θα σβήσει…
κι’ όμως, πόσα στη σιωπή
ως «κέρινο ομοίωμα»
μας έχει διαμηνύσει;
ένα καρότσι αναπηρικό
σε μονοπάτι ανηφορικό
επιμένει, να μας προσανατολίσει…