ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η Αγροτική Ζωή στην Ελλάδα

η-αγροτική-ζωή-στην-ελλάδα-300009

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Πρέπει κάποιος, τελικά, να διερευνήσει με ρεαλισμό την αγροτική ζωή στην Ελλάδα, όπου το χάσμα μεταξύ μεγαλοκτηματιών και μικροκτηματιών είναι ευρύ. Κάποιος ειδικός που ζει, λόγου χάρη, στη Θεσσαλία, πρέπει να εξετάσει την τοπική αγροτική ζωή, όπως την έχει μάθει ο ίδιος από τους εργάτες της γης κι απ’ τους ίδιους τους αγρότες. Αυτός, είναι φυσικό, να γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον το περιβάλλον και τις συνθήκες ζωής της πολυμέριμνης αγροτικής τάξης. Όταν μιλώ για διερεύνηση του αγροτικού προβλήματος, δεν εννοώ καμία μορφή αισθηματολογικής αγροτικής λογοτεχνίας, αλλά μια μελέτη που ν’ αναφέρεται σ’ όλους τους φορείς (και τομείς) της αγροτικής παραγωγής, μελέτη που να πραγματοποιηθεί με ένθερμο ζήλο και σύστημα από ειδικούς, όπως οι εντομολόγοι που μελετούν τη συμπεριφορά των εντόμων. Αν ήμουν ειδικός σε αγροτικά θέματα, θα κρατούσα, αρχικά, ένα ημερολόγιο, όπου θα περιέγραφα πιστά και σε έκταση κάθε συζήτηση, που θα παρακολουθούσα, ένα βράδυ, ας πούμε, ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα.

Στην πραγματικότητα, δεν λέγονται πολλά στον απαισιόδοξο διάλογό τους. Όμως, εγώ θα προσπαθούσα ν’ αφουγκραστώ τις αγωνίες τους. Και ό,τι απέδιδα, θα ήταν ο χαρακτήρας μιας ολόκληρης ζωής και μιας χειμαζόμενης κοινωνίας: Θα ήθελα, πρωτίστως, ν’ ανακαλύψω τον τρόπο ζωής όλης της αγροτικής οικογένειας. Συγκεκριμένα, να δω τα συναισθήματα των ανδρών, των γυναικών (αλλά και των παιδιών) της τάξης αυτής, να ψηλαφίσω τη φύση των ελπίδων τους, καθώς και τη ζωτική τους δύναμη, τα κίνητρα και τους συνδετικούς παράγοντες της εξελισσόμενης κοινωνίας τους. Μιλώ, κυρίως, για τη Θεσσαλία. Ξέρω πως η ελληνική ύπαιθρος δεν είναι, όπως νομίζουν μερικοί, γεμάτη από πλούσιους αγρότες, γι αυτό και πρέπει κανείς να στρέψει το ανθρώπινο ενδιαφέρον του σε κάθε κρυφή και φτωχή, αλλά κατοικημένη γωνιά της μοναδικής αυτής σιτοφόρας γης. Ξέρω πως ό,τι γεννήθηκε κι έζησε εδώ, έχει στ’ αλήθεια χάσει πια κάθε επαφή με τα παλιά σεβαστά νοήματα, κι όλη η ύπαρξή του έχει γίνει ασήμαντη, άχαρη και ταραγμένη. Συνειδητοποιώντας, λοιπόν, όλα αυτά, που συμβαίνουν και πονούν τον αγρότη, συμβαίνουν γιατί υπάρχει μια πολιτική εγκατάλειψης κάθε υπαίθριας γωνιάς της Θεσσαλίας. Σα να έχει φύγει όλη η ζωή και μαζί της το βαθύτερο νόημά της. Κι όμως, αν ήμουν αγρότης κι έφευγα, δεν θα ξαναγύριζα ποτέ πίσω, για να μοιραστώ την απελπισία αυτών, που παλεύουν με τη γη, την ώρα που ο αόρατος, ο Πανταχού και Πάντα Παρών, που ’σβησε το φανάρι» και πια δε θα μπορούσα, ούτε να δω τίποτα, ούτε να περπατήσω.

Ένα βήμα πίσω ίσως να μου στερούσε δύο βήματα μπροστά. Δεν θα έλεγα ούτε μια λέξη για να ξαναφέρω τον παλιό καιρό, από φόβο μήπως, κάνοντάς το, θα καθυστερούσα μια κίνηση, που να μοιάζει σαν προανάκρουσμα για μια αναγέννηση του ελληνικού αγροτικού κόσμου. Εγώ δεν ανήκω σε αγροτική οικογένεια, ούτε γνώρισα ποτέ το μόχθο του αγρότη. Θα παρακινούσα, όμως, τους νέους που έφυγαν απ’ τις οικογένειές τους, να ξαναγαπήσουν τη γη, να μετατρέψουν το αρνητικό σε θετικό. Να πετάξουν τα λαχεία που αγοράζουν στις πόλεις και που ποτέ δεν κερδίζουν. Να αχρηστεύσουν όσα άχρηστα τους δίνει η πόλη, παρέα με το τίποτα. Βλέπω τους συμπολίτες μου να διαπληκτίζονται στις μεγάλες πόλεις για ένα κόκαλο και θλίβομαι, που τα σπίτια στα χωριά έχουν αδειάσει κι οι γονείς, οι παππουδο-γιαγιάδες, κάθε μέρα που περνάει, «φεύγουν», κι η γη, που την πατούσανε ως τώρα, θα τη χάσουν και θα τους χάσει, για να τους «κερδίσει» για πάντα στο βασίλειό της. Κάτι τέτοιο λέει ένα απ’ τα δημοτικά μας τραγούδια, που καταγράφουν τις πράξεις του πόθου, της πίκρας και της χαράς των ανθρώπων. Το κουδούνι που ακούμε πια τα ξημερώματα δεν είναι του ταχυδρόμου, αλλά του λυπημένου αμνού, που τον πηγαίνουν στο σφαγείο. Στην αγροτιά, στην εργατιά να πάει το χιόνι. Κι η αρρώστια κι η μοναξιά κι οι λύκοι! Ποτάμια, πλημμύρες, ανομβρία, ξολοθρεμός και φρίκη. Ήρθε χειμώνας άγριος. Κι εμείς, μία με φωτιά και μία με καλοκαιρία, περνούμε καλά στην κάμαρά μας. Ίσως πρέπει να ντρεπόμαστε, Θε’ μου, για τα καλά τού «πολιτισμού» και για τον τόσο «ανθρωπισμό» μας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου