ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η Λαίλαψ έτσι Παύει να Λυσσά…

η-λαίλαψ-έτσι-παύει-να-λυσσά-326031

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Ξημέρωσε άλλη μια καινούργια μέρα στη ζωή μου, για να επιχειρήσω, όπως σας αποκάλυψα, προηγουμένως, το ιερό ταξίδι του νου και της καρδιάς. Ο σκοπός αυτού του ταξιδιού δεν είναι να φτάσεις κάπου. Είναι ο ίδιος ο αγώνας, όπως στην «Ιθάκη» του Καβάφη, αφού η εξελικτική ανάβαση του ανθρώπου σε μια αόρατη κορφή είναι ατέρμονη. Και ο Οδυσσέας στο «Έπος της Οδύσσειας» του Καζαντζάκη, αναφωνεί: «Ψυχή μου, είχες πάντα σου πατρίδα το ταξίδι!». Το παρόν, βέβαια, υπάρχει για να μπορούμε να υπάρχουμε κι εμείς. Υπάρχει σανάμαξα του χρόνου για να μας πάει ντουγρού σε κάποιο προορισμό, σαν τ’ άλογο το ζεμένο με τα παραμάγουλα στα μάτια. Ντουγρού, λοιπόν, στο παρελθόν η άμαξά μου!

Όταν συνεργαζόμουν με τον Κίμωνα Φράιερ (κι ήταν μια συνεργασία που κράτησε 18 περίπου χρόνια, στη διάρκεια της οποίας, όπως έχω ήδη αναφέρει, μεταφράζαμε, ερμηνεύαμε, σχολιάζαμε και αναδημιουργούσαμε κείμενα νεοελλήνων ποιητών, που αγαπούσαμε κι οι δυο, γι’ αυτό και τους μεταφράζαμε με δύναμη και πίστη, αλλά και έμπνευση, που αντλούσαμε από το έργο τους), όταν δούλευα μαζί του, λοιπόν, ολόκληρα πρωινά, ακόμα και μερόνυχτα, κι όσα τα μερόνυχτα, τόσοι πέρασαν χρόνοι, κάναμε μικρές παύσεις θεατρικές για να ξεκουραστούμε.

Στη διάρκεια αυτών των παύσεων, γίνονταν οι αμοιβαίες εκ βαθέων εξομολογήσεις. Θυμάμαι πως ένα μέρος εκείνου του χρόνου ο Κίμωνας, χωρίς να κοιμάται, ήθελε να κρατάει τα μάτια του κλειστά ή να τα καλύπτει μ’ ένα μεγάλο μαύρο μαντίλι. Αυτό το ’κανε, όπως μου έλεγε, για να ξεκουραστεί. Και πρόσθετε: «Η λαίλαψ έτσι παύει να λυσσά». Κι εγώ, για να τον πειράξω, ξέροντας πως τα μαλλιά της κεφαλής του δεν θα ξαναβγούν, του έλεγα: «Τα σκλαβωμένα μαλλιά ξεχειλίζουν απ’ το μαύρο σου μαντίλι, φτωχούλη τού Θεού». Μερίζαμε το χρόνο κι αρχίζαμε λέγοντας ο καθένας τα δικά του.

Στις 10 Νοεμβρίου 1976,ένα χειμωνιάτικο πρωινό, μου είπε ότι είχε προγραμματίσει να πάει στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου θα τον έκαναν επίτιμο δημότη της πόλης. Είχε μάλιστα γράψει ένα γράμμα στην Ελένη Καζαντζάκη (που, τότε, ζούσε στη Γενεύη), για να της αποκαλύψει πόσο βαθιά χαρούμενος ένιωθε και πόσο μεγάλη θεωρούσε την τιμή αυτή, που του έκανε η Κρήτη. Θα χαιρόταν (αν ζούσε) τόσο πολύ και ο Καζαντζάκης για τον φίλο και μεταφραστή του!

Ο Κίμων Φράιερ γεννήθηκε σ’ ένα νησί του Μαρμαρά (μια άλλη ονομασία της Προποντίδας), ανατράφηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και δεν αισθάνθηκε ποτέ πως είχε δικό του λίκνο. Γι αυτό, αναζητούσε, πάντοτε,μια πνευματική πατρίδα. Αγκάλιασε,λοιπόν,με απέραντη αγάπη το Ηράκλειο,νιώθοντας πως θα γινόταν, κάποτε, ο δικός του τόπος. Στη διάρκεια της τελετής εκείνης, ο Φράιερ μίλησε με θέμα τη γνωριμία και τη συνεργασία του με τους Έλληνες ποιητές. Όταν πρωτοήρθε στην Ελλάδα, είχε ανοίξει ένα φιλολογικό σαλόνι, στο διαμέρισμα της Καλλιδρομίου, κι έρχονταν εκεί τα αετόπουλα κι οι αετοί τού πνευματικού Ολύμπου κι άπλωναν τα φτερά τους. Και καθόταν ο Φράιερ σαν Δίας και τους καμάρωνε. Και χαμογελούσε σα θεός. Όλα εκείνα ήταν τόσο καλά, τόσο λυσίπονα, στην ερημιά της Αθήνας,στη δεκαετία του ‘50.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου