ΣΠΟΡΑΔΕΣ

«Το ρεμπέτικο είναι τρόπος ζωής»

το-ρεμπέτικο-είναι-τρόπος-ζωής-779353

Γεννημένοι το 1989 και το 1987 αντίστοιχα, ο Θοδωρής και ο Αντώνης, ή αλλιώς τα Ξηνταράκια ή οι Ξηντάρηδες, όπως τους αποκαλούν, είναι οι γιοι του τελευταίου ρεμπέτη παλιάς κοπής, του θρυλικού Γιώργου Ξηντάρη.

Ρεπορτάζ: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Σκόπελο από όπου και κατάγεται ο πατέρας τους. Το μπουζούκι το πρωτοάκουσαν από την κοιλιά της μητέρας τους, όπως τονίζουν χαρακτηριστικά μιλώντας στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, αφού ο πατέρας τους πλησίαζε και έπαιζε. Οι ίδιοι το έπιασαν στα χέρια τους και γρατζούνισαν τις πρώτες νότες με τη βοήθεια του ίδιου στην ηλικία των 6 ετών. Έκτοτε, ήταν αυτοδίδακτοι.

«Αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με το τραγούδι γιατί ήταν ένα από τα λίγα πράγμα που μας συνέδεαν με τον πατέρα μας. Τον χειμώνα ο πατέρας έμενε στην Αθήνα γιατί τραγουδούσε εκεί, οπότε δεν τον βλέπαμε. Ζηλεύαμε την αγάπη που είχε για το ρεμπέτικο. Έτσι, ετοιμάζαμε τραγούδια όλο τον χειμώνα για να του τα παρουσιάσουμε το καλοκαίρι που θα γυρνούσε στο νησί», εξηγεί ο Θοδωρής, αναφορικά με το πώς μυήθηκαν στην τέχνη του ρεμπέτικου.

Μεγαλώνοντας, θα έλεγε κανείς πως είναι περίεργο για τόσο νέα παιδιά, να καταπιάνονται με αυτό το είδος μουσικής. Όπως εξηγούν οι ίδιοι, δεν βίωσαν ποτέ καμία κατακραυγή από συνομηλίκους τους, καθώς η Σκόπελος είναι «ρεμπετομάνα», όπως τονίζουν. «Σχεδόν όλα τα παιδιά στο νησί έχουν ρεμπέτικες καταβολές. Δεν είναι περίεργο στη Σκόπελο που τα νέα παιδιά ασχολούμαστε με το ρεμπέτικο. Είναι η μουσική που ακούμε στα πάρτι και στις γιορτές όταν μαζευόμαστε.

Έχει θρέψει πολλούς μουσικούς η Σκόπελος μέσα από το ρεμπέτικο. Υπάρχουν πολλοί Σκοπελίτες μπουζουξήδες που έχουν φάει ψωμί από αυτό. Είναι το μοναδικό ρεμπέτικο νησί, θα λέγαμε. Γι αυτό και έχουν περάσει πολλά ηχηρά ονόματα για να τραγουδήσουν, όπως η Μελίνα Ασλανίδου, ο Χρήστος Μητρέντζης, η Ελένη Τσαλιγοπούλου και πολλοί ακόμη», τονίζει ο Αντώνης.

Η βραβευμένη Ανατολή

Τα καλοκαίρια θα τους βρει κανείς στο μαγαζάκι τους, την «μεγάλη τους αδερφή», όπως τ αποκαλούν χαριτολογώντας την φημισμένη «Ανατολή» στη Σκόπελο. Όπως περιγράφουν, ο πατέρας τους έχτισε το μαγαζί μόνος του λιθαράκι- λιθαράκι το 1982, ανεβάζοντας τα υλικά στον λόφο με μουλάρι. «Ήταν στάβλος για μουλάρι. Δεν είχε καμία αξία τότε το οίκημα. Τα πρώτα χρόνια που το ξεκίνησε μαζεύονταν λίγοι φίλοι μόνο και έστηναν μια παρεΐστικη γιορτή. Τους μεζέδες τους έφερνε ο πατέρας από το σπίτι.

Έπαιζε μουσική και κατά διαστήματα άφηνε το μπουζούκι και έμπαινε μέσα να βγάλει για τον κόσμο κανένα μεζέ και κανένα τσιπουράκι. Ο κόσμος είχε ανοχή και κατανόηση τότε», περιγράφει ο Θοδωρής, για το μαγαζί που σήμερα έχει καταφέρει να αποσπάσει πανελλαδικές διακρίσεις και να είναι γνωστό σε Έλληνες και ξένους που κάθε χρόνο το καλοκαίρι, περιμένουν ώρες στην αναμονή για ένα τραπέζι. «Ο πατέρας μου έδωσε την ψυχή του στο μαγαζί και εκεί οφείλεται η επιτυχία του», προσθέτει ο Αντώνης.

Εκεί έκαναν και τα πρώτα τους βήματα στο τραγούδι στο πλάι του πατέρα τους. Την πορεία τους συνέχισαν επαγγελματικά όταν πήγαν για σπουδές στην Αθήνα. Όπως περιγράφουν, είχαν την τύχη να βρεθούν δίπλα στο κατάλληλο άτομο που διέκρινε το ταλέντο τους και τους άνοιξε πολλές πόρτες.

Το όνομα του πατέρα τους δεν το εκμεταλλεύτηκαν ποτέ για να γίνουν γνωστοί, τονίζουν και οι δύο. «Η σκιά του πατέρα μας είναι μεγάλη. Το μεγάλο όνομα είναι δίκοπο μαχαίρι. Σίγουρα ένα τέτοιο όνομα σου ανοίγει πολλές πόρτες, από εκεί και πέρα είναι δική μας δουλειά, όμως, να τις κρατήσουμε ανοιχτές. Ο αγώνας μας για να μην μας γνωρίζει ο κόσμος σαν τους γιους του Ξηντάρη, αλλά σαν τον Θοδωρή και τον Αντώνη, είναι μεγάλος όλα αυτά τα χρόνια. Είναι πολλά τα πράγματα που πρέπει να κάνει κάποιος όταν έχει ένα μεγάλο όνομα από πίσω του. Θέλει πολλή δουλειά για να ξεφύγεις από τη σκιά του πατέρα σου. Αν επαναπαυτείς επειδή είσαι γιος του Ξηντάρη και περιμένεις να ανοίξουν όλες οι πόρτες έτσι, έχεις τελειώσει», εξηγεί ο Αντώνης.

Η λαμπρή πορεία στο ρεμπέτικο

Η πορεία τους στο ρεμπέτικο, παρά το νεαρό της ηλικίας τους, είναι μακρά. Σταθμός στην καριέρα τους είναι οι περιοδείες τους στο εξωτερικό. Τα Ξηνταράκια έχουν ταξιδέψει σε δεκάδες πόλεις του εξωτερικού παίζοντας τα τραγούδια τους και έχουν καταφέρει να αποκτήσουν το κοινό τους που τους αγαπά και τους στηρίζει φανατικά.

Αυτό που τους κάνει πάντοτε εντύπωση, όπως εξηγούν, είναι το πόσο αφοσιωμένα τους ακούει ο κόσμος στο εξωτερικό, οι ξένοι δηλαδή που δεν γνωρίζουν καν τη γλώσσα μας. Ο Θοδωρής θυμάται χαρακτηριστικά μια από τις περιοδείες τους στη Δρέσδη της Γερμανίας: «Τραγουδούσαμε σε ένα μαγαζί όπου οι θαμώνες ήταν κυρίως Γερμανοί. Στο διάλειμμα, μας πλησίαζαν και μας ρωτούσαν στα αγγλικά, τί έλεγαν οι στίχοι των τραγουδιών που παίξαμε. Ήθελαν να μάθουν για τί πράγμα μιλούσε η θλιμμένη μελωδία που άκουγαν, παρ’ όλο που δεν γνώριζαν Ελληνικά. Πάντα ακούς πρώτα τη μουσική και μετά τα στίχια. Ο πόνος και το συναίσθημα του ρεμπέτικου τραγουδιού βγαίνει στη φωνή και στο πρόσωπο των τραγουδιστών. Έτσι περνάει σε αυτόν που το ακούει».

Με τη σειρά του ο Αντώνης επισημαίνει πως «είναι η μουσική του περιθωρίου. Και αυτό σε οποιαδήποτε μορφή και σε οποιαδήποτε γλώσσα, μιλάει κατευθείαν στην καρδιά του κόσμου, ακόμη κι αν δεν γνωρίζουν τη γλώσσα μας. Όταν κάνουμε περιοδεία στο εξωτερικό, με το που ακούσουν οι ξένοι τη Φραγκοσυριανή του Βαμβακάρη τρελαίνονται. Είναι αυτό το αρχέγονο πράγμα που έχει ο Μάρκος και το μεταδίδει μέσα από τη μουσική του που τρελαίνει τον κόσμο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την πρώτη φορά που παίξαμε σε μαγαζί στο εξωτερικό, μόλις βγήκαμε σταμάτησαν όλοι να μιλάνε και κρέμονταν από τα χείλη μας. Το ρεμπέτικο είναι παγκόσμια μουσική».

«Το ρεμπέτικο είναι οι ρίζες μας»

Το ρεμπέτικο τραγούδι για τον Θοδωρή είναι μια αιώνια ευχαρίστηση, όπως τονίζει: «Το πρώτο πράγμα που άκουσα ήταν αυτό. Αυτό με συντροφεύει από μικρό. Αυτό με κάνει και κλαίω, αυτό με κάνει και γελάω. Για μένα το ρεμπέτικο είναι μια εγκυκλοπαίδεια που πρέπει όλοι κάποια στιγμή στη ζωή τους να διαβάσουν. Γιατί ουσιαστικά εμπεριέχει τα πάντα: την ιστορία της Ελλάδος, την ξενιτιά, τα συναισθήματα του απλού ανθρώπου».

Από την άλλη, για τον Αντώνη το ρεμπέτικο είναι τρόπος ζωής. «Το ρεμπέτικο είναι για τον ρεμπέτη ο τρόπος που βλέπει την κοινωνία και τα πράγματα γύρω του. Έχει μια απλότητα, μια αμεσότητα, έχει αυτό το «εντάξει, θα τα βολέψουμε», έχει και το αισιόδοξο κομμάτι. Μπορεί να έχει πολύ πόνο αλλά έχει και ελπίδα. Είναι η γενναιότητα με την οποία έβλεπαν τα πράγματα οι άνθρωποι τότε, που ζούσαν μέσα στη φτώχια, αλλά το πάλευαν. Είναι τρόπος αντιμετώπισης της πραγματικότητας», αναφέρει ο ίδιος.

Αγαπημένο τραγούδια έχουν πολλά, όπως λένε, αφού το κάθε ένα λέει κάτι διαφορετικό στην καρδιά τους. Ωστόσο, αν έπρεπε να διαλέξουν ένα, ο Θοδωρής θα διάλεγε το «Βάστα καρδιά μου» του Βασίλη Τσιτσάνη σε εκτέλεση του Πρόδρομου Τσαουσάκη, ενώ αγαπημένος του ρεμπέτης είναι ο Γιώργος Μητσάκης: «Υπάρχουν πολλά τραγούδια που είναι πολύ βιωματικά και δεν μπορούμε να ταυτιστούμε γιατί δεν έχουμε ζήσει αυτές τις καταστάσεις αλλά επειδή έχουμε εντρυφήσει σε αυτό το είδος και σε αυτή την αργκό τα νιώθουμε λίγο παραπάνω παρά το νεαρό της ηλικίας μας. Για παράδειγμα, ο Μητσάκης είναι ένας άνθρωπος που όποτε τον ακούω με τσαλακώνει. Χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά μου».

Με τη σειρά του ο Αντώνης αγαπά τον Μάρκο Βαμβακάρη: «Για μένα ο Μάρκος είναι ο μεγαλύτερος συνθέτης στον κόσμο. Είναι αυτός που έφτιαξε την ελληνική μουσική. Απ τον Μάρκο ξεκίνησε το ρεμπέτικο. Έχει γράψει τα μεγαλύτερα και πιο γνωστά ελληνικά τραγούδια: Φραγκοσυριανή και Ματόκλαδα. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τα ξέρει. Για αυτό και αν έπρεπε να διαλέξω ένα αγαπημένο μου τραγούδι θα διάλεγα το «Τι μ’ ωφελούν οι άνοιξες» του ίδιου».

Αποστολή του Αντώνη και του Θοδωρή είναι να κρατήσουν το παλιό, καλό, γνήσιο ρεμπέτικο τραγούδι ζωντανό σε μια εποχή που όλα φυραίνουν. Όπως λένε, το ρεμπέτικο υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα. «Ζει ακόμη και σήμερα σε μια μορφή. Δεν μπορεί βέβαια να υπάρξει όπως παλιά γιατί όταν μεσουρανούσε υπήρχε πόνος. Ήταν η αργκό της τότε εποχής. Όταν ο Τσιτσάνης έγραψε τη Συννεφιασμένη Κυριακή, όλοι ήξεραν γιατί την έγραψε. Ο καθένας έχει την δική του Κυριακή ακόμη και σήμερα σαν βραχνά. Το ρεμπέτικο εξέφραζε τα βάσανα του απλού κόσμου αλλά και τα όμορφα. Ακριβώς επειδή είναι η μουσική του απλού κόσμου, πάντα θα υπάρχει. Μπορεί να αλλάζει μορφή, αλλά θα ζει για πάντα γιατί είναι οι ρίζες μας, το δέντρο μας και τα κλαδιά μας», εξηγούν τα δύο αδέρφια.

Στην Αθήνα τους χειμώνες εμφανίζονται σε μαγαζιά του κέντρου, του Πειραιά και σε άλλες περιοχές. Έπειτα από πολλές συμμετοχές σε δίσκους μεγάλων καλλιτεχνών, ετοιμάζουν πλέον και τον δικό τους δίσκο με επανεκτελέσεις γνωστών ρεμπέτικων κομματιών. Παράλληλα, τον Νοέμβριο θα συμμετάσχουν στη θεατρική διασκευή του κομματιού «Το μινόρε της αυγής» του Βαμβακάρη που θα ανέβει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά σε σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά, με πρωταγωνιστές τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη, τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση κ.ά. Μέχρι τότε, τα καλοκαίρια θα τους απολαμβάνουμε κάθε βράδυ στην Ανατολή τους, στο κάστρο της Σκοπέλου, να γίνονται μια φωνή με τον πατέρα τους και να τραγουδάνε λύπες και χαρές μιας άλλης εποχής.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου