ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

«Πάμε πλατεία», εκεί που κάνει βόλτα η νοσταλγία, στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου Ζαγοράς

πάμε-πλατεία-εκεί-που-κάνει-βόλτα-η-ν-344765

Πάμε βόλτα εκεί που χτυπάει η καρδιά της κοινωνικής καθημερινότητας.

Ασταμάτητα… Εκατοντάδες χρόνια τώρα.

Ιστορίες που έγιναν: «Μια φορά κι έναν καιρό». Γεγονότα που βυθίστηκαν στη λήθη του θρύλου. Άνθρωποι της πλατείας και οι «τύποι» της. Ντόπιοι και περαστικοί, επισκέπτες, φίλοι κι αντίπαλοι. Που περπάτησαν, σεργιάνισαν, έτρεξαν και χόρεψαν πάνω στο πλακόστρωτό της, τόσο που οι πλάκες του έλιωσαν και χρειάστηκε να αντικατασταθούν από την αρχή.

Εορτασμοί: Θρησκευτικοί, εθνικοί. Παρελάσεις, πανηγυρισμοί, χοροί, γάμοι, καλλιτεχνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις: Από Καραγκιόζη, πλανόδιους θιάσους και υπαίθριο σινεμά μ’ ένα σεντόνι για οθόνη.

Πολιτικές συναθροίσεις. Υποδοχές επισήμων. Εκθέσεις αγροτικών προϊόντων. Ανακοινώσεις γραπτές, που αφορούσαν το σύνολο των κατοίκων, στερεωμένες στους χοντρούς πλατανοκορμούς και ο ντελάλης, με στεντόρεια φωνή, κάθε Κυριακή, ν’ ανακοινώνει σημαντικές κοινοτικές αποφάσεις και κοινωνικά συμβάντα.

Η ΠΛΑΤΕΙΑ: Το κεντρικότερο σημείο του χωριού. Τ’ ομορφότερο, το σημαντικότερο, το αγαπημένο. Ο κοινωνικός πυρήνας και η «καρδιά» του.

Στο καφενείο της, θα κατέβαιναν οι άντρες μετά τον Εσπερινό και το τέλος των αγροτικών εργασιών τους, για τον απογευματινό καφέ τους. Να χαλαρώσουν από τον καθημερινό μόχθο και να μάθουν διά στόματος, ντόπια νέα και από την εφημερίδα τα νέα του «έξω» κόσμου.

Επειτα, θ’ ανέβαιναν στην αγορά της πάνω πλατείας, όπου στα μπακαλοταβερνεία και στα όρθια, θα ρουφούσαν το κρασάκι και το τσίπουρό τους – χωρίς μεζέ – το πολύ σταφιδοστράγαλα, και ήρεμοι θ’ αναχωρούσαν για το σπίτι τους, για το βραδινό τους και τον βαθύ λυτρωτικό τους ύπνο.

Τις Κυριακές και τις γιορτές, η πλατεία έπαιρνε άλλη όψη. Ζωήρευε, ζωντάνευε από κίνηση, θορύβους, φωνές, γέλια, τρεχάματα και ξεφωνητά παιδιών, γύρω από το Ηρώον – πρώτο στην προτίμησή τους, κάτι σαν παιδική χαρά – και τις ζωηρές συζητήσεις των θαμώνων των καφενείων.

Κι ένα «πήγαινε-έλα» πολύχρωμο, αργό, συρτό, τσαλιμάτο. Το «πήγαινε-έλα» της κυριακάτικης βόλτας, το γνωστό «νυφοπάζαρο» που έπαιρνε κι έδινε τις εσπερινές ώρες και τις πρώτες βραδιάτικες, καθώς μαζευόταν η νεολαία και από τις τέσσερις συνοικίες, κι όπου τα μάτια έστελναν σήματα ερωτικά και τα χείλη, μ’ αχνοχαμόγελα, μηνύματα αγάπης.

Ολ’ αυτά, μού ’ρθαν στο νου κι οδήγησαν το χέρι μου στο χαρτί – γράφω ακόμα, είμαι της παλιάς σχολής – καθώς, ψάχνοντας για συγκεκριμένες παλιές φωτογραφίες στο αρχείο του αγαπημένου κι αξιομνημόνευτου πατέρα μου, του Λευτέρη Καβούκη, ένα αρχαίο ενδιαφέρον και μια πολύτιμη παρακαταθήκη στην οποία ανατρέχω συχνά, βρήκα φωτογραφίες πολλές και διαφορετικές από την πλατεία της Ζαγοράς και την αγορά της. Ενδιαφέρουσες, όχι μόνο από άποψη χώρου αλλά και όσον αφορά τις αλλαγές της από την… επέλαση του χρόνου, αλλά και τη σχέση της με τους ανθρώπους που απεικονίζονται σ’ αυτήν.

Βρήκα φωτογραφίες, οι οποίες σύμφωνα με τις σημειώσεις του πατέρα μου στο πίσω μέρος τους, χρονολογούνται στις αρχές του 20ού αιώνα και λίγες, στο τέλος του προηγούμενου, με πλαίσιο την πλατεία και ανθρώπους που έζησαν σ’ αυτή, καθώς και γεγονότα κοινωνικού κι εθνικού περιεχομένου, εικόνες, πρόσωπα και καταστάσεις που διαμόρφωσαν και άλλαξαν τη ζωή της.

Εκείνο όμως που δεν άλλαξε, είναι η αρχική εικόνα της πλατείας σε ό,τι αφορά τη γενική της όψη. Διατηρεί πάντα την ασύνορη απλωσιά και τ’ ανοίγματά της σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, το πλακόστρωτό της ανακαινισμένο, το υπέροχο και ιδιόρρυθμο καμπαναριό της, θέμα κυρίαρχο, φωτογραφικό και ζωγραφικό, που, περνώντας κάτω από την αψίδα του, μπαίνεις στον πανέμορφο αύλειο χώρο της αξιοπρόσεκτης εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, κτίσμα του 18ου αιώνα. Στο κέντρο του βορεινού τμήματος, το μάτι αιχμαλωτίζεται από την εντυπωσιακή μαρμαρόγλυπτη κρήνη, δωρεά της παλιάς οικογένειας των Κασσαβέτιδων.

Τα θεόρατα υπεραιωνόβια πλατάνια της με τις τεράστιες ομπρελωτές φυλλωσιές τους, προστατεύουν από την κάψα του ήλιου και δροσίζουν ευεργετικά τους θαμώνες της.

Άλλο σταθερό σημείο της, κυρίαρχο στο κέντρο της, το δωρικό στη δομή του αλλά περίοπτο στη θέα του, το Ηρώον της. Και εδώ στέκομαι, για να κάνω μία νοσταλγική αναδρομή και αναφορά στα κτίσματα που την περιβάλλουν. Πρωταγωνιστές, τα δυο της καφενεία, γνωστά με την ονομασία τους: του Πλακίδα και του Πολίτη. Σχεδόν αντικριστά το ένα από το άλλο, και με διαφορετική πελατεία. Στου Αλέκου Πλακίδα – η σημερινή καφετέρια «Ελήεν» ένα πολύ παλιό κτίσμα, ανακαινισμένο σεβαστικά και καλόγουστα – που είναι πάνω από τον σταθμό, αριστερά της πλατιάς μαρμαρόσκάλας και οδηγεί στην πλατεία και που στα δεξιά, στο πλάτωμά της, πριν ανέβεις σ’ αυτή, βρίσκεται η προτομή του Γ. Κορδάτου, συχνάζουν κυρίως: «Η αριστοκρατία και οι κυρίες της, οι λόγιοι και οι υπάλληλοι».

Στου Πολίτη, οι πιο λαϊκοί, οι «από δω κι από κει» και οι φίλοι του χαρτιού και του ταβλιού.

Τα δύο καφενεία συνυπήρχαν στον χώρο και λειτουργούσαν κανονικά και ειρηνικά, μαγαζάτορες και πελατεία. Μόνο που το καφενείο που Πολίτη εξακολουθεί στη δομή του και στη λειτουργία του και σήμερα, τον παραδοσιακό του ρόλο∙ είναι καφενείο, το καφενείο του «Τζάνου», έτσι εξακολουθούν να το αποκαλούν ακόμα και σήμερα οι παλιότεροι πελάτες του όταν δίνουν τα ραντεβού τους σ’ αυτό ή οσάκις αναφέρονται σ’ αυτό.

Και για την… ιστορία συνεχίζω:

Ο Τζάνος–Γιάννης Πολίτης – το επίσημό του – που το ίδιο όνομα με τον προκάτοχό του, φέρει και ο σημερινός ιδιοκτήτης του, ήταν ένας πολιτισμένος άνθρωπος, ήπιος, ευγενικός, υπομονετικός αλλά συνάμα και λίγο… ιδιόρρυθμος και απόμακρος. Ομως, επί των ημερών του, κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 και με τη βοήθεια της αδελφής του Μπέμπας, αν διοργανώθηκαν καλοκαιρινές κοσμικές εκδηλώσεις και χοροί, κι αν φιλοξενήθηκαν πλανόδιοι θεατρικοί θίασοι στον κήπο, που ήταν πλάι στο καφενείο του και σκεπαζόταν από μία μεγάλη κληματαριά. Μέχρι και… καλλιστεία διοργανώνονταν! Αργότερα, αυτή η έκταση αγοράστηκε από τον Μανώλη Καρπετόπουλο και στη θέση του υψώθηκε μία διώροφη… μισοπαραδοσιακή οικοδομή, με ξενώνα στον επάνω όροφο και καφενείο – ζαχαροπλαστείο στο ισόγειο.

Ο Μανώλης, φίλος αγαπημένος. «Ξύπνιος» σαν επιχειρηματίας, προοδευτικός σαν άνθρωπος και άψογος επαγγελματίας.

Οι πάστες του, οι «άσπρες» και οι «καφέ» όπως τις λέγαμε, από σαντιγί οι πρώτες, από κακάο και σοκολάτα οι δεύτερες, ήταν η πεμπτουσία για την τότε γεύση μας, άγνωστο είδος γλυκού ως τότε, μεταξύ των δεκαετιών του ’50-’60 και το παντεσπάνι του – το τούβλο, όπως το λέγαμε – χοντρό, συμπαγές, σιροπιαστό. Ηταν το επιδόρπιό μας όταν γυρίζαμε από τις ταβέρνες κι αράζαμε μεταμεσονυχτιάτικα στις καρέκλες του. Ο Μανώλης μάς έφερνε… τα τούβλα, τα νερά μας, κλείδωνε, μας καληνύχτιζε κι έλεγε: «Αύριο πληρώνετε». Ήξερε ότι το κουβεντολόι μας θα τραβούσε σε μάκρος…

Δεν θα ξεχάσω, μετά το θάνατο του πατέρα μου, ένα βραδάκι καλοκαιρινό που με τη φίλη μου καθίσαμε στο μαγαζί του και ήρθε στο τραπέζι μας, μετά το καλωσόρισμα, μου είπε:

− «Ο πατέρας σου ήταν ο τελευταίος φίλος της πλατείας και δικός μου. Πίστεψέ με, από τότε που «έφυγε», η πλατεία μού φαίνεται άδεια χωρίς αυτόν. Δεν θέλω να κάθομαι ούτε στις καρέκλες του μαγαζιού μου».

Ο Μανώλης, ο ένας και μοναδικός ζαχαροπλάστης επί σειρά δεκαετιών σε όλο το Ανατολικό Πήλιο, με πιστό κι ακούραστο σύντροφο και συνεργάτη, τη γυναίκα του, τη γλυκύτατη, ευγενέστατη κι ολοπρόσχαρη Τούλα.

Και δίπλα σ’ αυτό το αγαπημένο και φιλεργατικό ζευγάρι, τα δυο αξιέπαινα αγόρια του: ο Αντώνης κι ο Δημήτρης. Να βοηθούν, να ξεκουράζουν και να συντρέχουν τους γονείς τους, πάντα, από μικρά παιδάκια, ακόμα κι όταν «άνοιξαν» τα φτερά τους και ευδοκίμησαν στην Αθήνα.

Ο Μανώλης δεν είχε ανταγωνιστή στο επάγγελμά του. Μόνο όταν πλησίαζε ο καιρός να συνταξιοδοτηθεί, το γύρισμα του χρόνου και οι εκπλήξεις του, έφεραν όχι ανταγωνιστή, αλλά ας το πούμε, αντικαταστάτη του, εξίσου ικανό και άξιο. Μόνο που δεν ήταν άντρας αλλά γυναίκα. Και μάλιστα, πολλές, ξύπνιες, προκομμένες και δραστήριες.

Είναι οι γυναίκες του «Γυναικείου Αγροτικού Συλλόγου Ζαγοράς» που τα παρασκευάσματά τους, τα εκθέτουν και τα διαθέτουν στο ισόγειο ενός μικρού καλοσυντηρημένου παραδοσιακού κτίσματος, στην ακριβώς αντίθετη πλευρά από το Ζαχαροπλαστείο του Μανώλη, που κι αυτό σήμερα λειτουργεί σαν καφετέρια – και είναι στην αρχή της ανηφόρας προς την αγορά.

Εδώ σταματώ τη βόλτα της νοσταλγίας στην αγαπημένη μου πλατεία.

Στην επόμενη συνέχειά μου, άλλα «σπουδαία» απ’ αυτήν.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου