ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Οι ορφανοί τ΄ ουρανού

οι-ορφανοί-τ΄-ουρανού-462638

Της Εύας Λόλιου

Τρεις βδομάδες δεν είχε σωστό φεγγάρι κι ο άνεμος ήταν λάθος μα επέμενα να ρίχνω τη βάρκα και να πηγαίνω γιαλό γιαλό θαυμάζοντας τις ασημένιες και μαβιές ραβδώσεις της νύχτας που άγγιζαν τρυφερά την θάλασσα.

Ο τρελός του χωριού εκείνες τις ημέρες ήταν άγρυπνος απ’ την χαρά του κι έκανε βόλτες απ’ την μια άκρη του λιμανιού στην άλλη, τρίβοντας σκεπτικός το πηγούνι του.

«Θα την ρίξεις αφεντικό την βάρκα σήμερις;

Να με έπαιρνες μαζί σου, αυτό σκεπτόμουν, ξέρω ’γω τις οργιές στο βυθό που τρώνε τ’ άστρα..», μου είπε ξαφνικά την ώρα που ξέπλεκα τα σχοινιά απ’ την τράτα του Ποσειδώνα.

Είχε μέρες να ρίξει δίχτυα εκείνος και στο καφενείο δούλευε κονσέρβα σαρδέλα κι αντζούγιες καφετιές μπαγιάτικες.

Κι εγώ το ήξερα καταβάθος, πως θα ερχόταν καιρός που η θάλασσα δε θα γεννούσε ψάρια, έτσι άσχημα που της φερόμασταν κι αχάριστα.

Γι’ αυτό της έκανα γαλιφιές και κάθε βράδυ σουλάτσαρα χαϊδεύοντας τ’ όνειρα της με την πλώρη μου.

Ίσως το χωριό να ’χε δυο τρελούς, σκέφτηκα σηκώνοντας την άγκυρα.

Κι άλλος από δικό σου άνθρωπο ποιος να στο πει;

Μόνο πίσω απ’ την πλάτη στην στροφή του δρόμου, απομεσήμερο ήταν, κάποιους ψιθύρους έπιασε τ’ αυτί μου που γύρναγα σπίτι μεθυσμένος.

Κοίταξα συγκινημένος την σκιά του τρελού κάτω απ’ την λάμπα που έτρεμε απ’ αγωνία για την απόφαση μου.

Δεν είχε ο κακομοίρης μάνα, μήτε πατέρα, ορφανός ήταν κι αυτός σαν εμένανε..

Κι ίσως πεντάρφανος, βλέπεις ούτε σκαρί, ούτε αδελφό, μήτε θεό κανέναν..

«Ελα Παναγή, πήδα κουζουλέ!

Αντε και θα γεμίσουμε τα καλάθια σήμερα με ότι λιμπίζεται η καρδούλα σου , του ουρανού σαν θες, τ’ ουρανού!»,
φώναξα κι εκείνος με ένα σάλτο βρέθηκε να ασπάζεται σαν δουλικός τα βρεγμένα μου πόδια.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου