ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Τιμή δεν έχει το φεγγάρι

τιμή-δεν-έχει-το-φεγγάρι-830242

Της Εύας Λόλιου

Ετσι περνούσαν οι ημέρες, κουβαλώντας η μάνα τα καλάμια κάθε βράδυ κουρασμένη απ’ το εργοστάσιο. Ο,τι πετούσε το αφεντικό, πρασινισμένο ακόμη απ’ την υγρασία.

Κάθε που κρεμούσε ο ήλιος στον ουρανό ξεκινούσα το πλέξιμο, τουλάχιστον τρία καλάθια να ’ναι έτοιμα ώς να γείρει πίσω απ’ τα μεγάλα φουγάρα της πόλης.

«Να μαζευτεί η προίκα σου, μικρή σαν εμάς, μα να δώσουμε στον γαμπρό κατιτίς να γλυκαθούν τα χείλη του».

«Τιμή δεν έχει η αγάπη», έλεγα κάθε τόσο στη μάνα και στα μάτια μου καρφώνονταν τα άστρα του ουρανού.

Πριν το σχόλασμα της μάνας απ’ την δούλεψή της, έπλεκα τα μαλλιά και έτρεχα με όλο μου το «είναι» στο ποτάμι. Να δω για λίγο μοναχά τα μάτια του να με ’ξετάζουν από μακριά.

«Οποιος την έχει την αγάπη με μια ματιά τη δίνει», με ένα φιλί πεταχτό στην ψυχή. Μα εγώ τόσο που τον λαχταρούσα που ’τρεμα σαν το ψάρι στα σπαραχτικά δίχτυα του.

Κι ύστερα πιότερο ερωτευμένη γυρνούσα στο σπίτι μας. Πρόφταινα το πηγάδι πριν γιομίσει άστρα, ντροπής να του χαλάσω τη μορφάδα, δροσίζοντας τα αναψοκοκκινισμένα μου μάγουλα.

Κάθε που γυρνούσα απ’ τον έρωτα θαρρείς και ομόρφαινα.

Η μάνα με έφτυνε σκόρδα, να μη με ματιάσουν κι ύστερα μου ’πιανε ψιλή κουβέντα μέχρι να αποκοιμηθεί. Και όσο μου μίλαγε γουργούριζε το άδειο της στομάχι βγάζοντας περίεργους ήχους.

Για να μην παρεξηγηθεί έκρυβα το γέλιο μου δαγκώνοντας τα κοκκινισμένα χείλη.

«Τιμή δεν έχει η τιμή παιδί μου, τιμή δεν έχει η ζωή. Είμαστε φτωχοί, δεν έχουμε τίποτις άλλο απ’ την υπόληψή μας.

Ο άντρας που θα σε αγαπήσει, τίμιος να ’ναι, να μη σε επειράξει. Και προίκα να μην εζητήσει, άνθρωπο να πάρει. Άσε που ’μεις θα του δώκουμε γλυκό βύσσινο στο στόμα.

Αλλά να μην ζητήσει κόρη μου, και όλη σου η δούλεψη να μην πάει χαμένη για έναν προικοθήρα».

Αλλά εγώ τρελαμένη απ’ τα φιλιά του, απ’ την μυρωδιά στον λαιμό του κάθε που συναντιόμασταν γινόμουν πιότερο γυναίκα του. Ναι, χωρίς στεφάνι, ναι.. χωρίς να το ξέρει η μάνα.

Γιατί η αγάπη είναι πολύχρωμη, μου έλεγε ο Γιώργης, δεν έχει ένα χρώμα. Μοιάζει σαν ηλιοβασίλεμα με ροζ, κίτρινα, πορτοκαλί συναισθήματα που δεν έχουν αρχή και τέλος.

Ναι δεν έχουν… Και ξεκούμπωνα το κουμπί της αγνότητας μου, δίνοντας του την ψυχή μου.

Ηρθαν καιροί που τα καΐκια ξεκινούσαν ταξίδια και ο Γιώργης όλο και έφευγε μακριά μου. Αλλα λιμάνια, άλλοι άνθρωποι μου έγραφε σε γράμματα, ενθουσιασμένος.

Με λησμονούσε κάθε φορά και περισσότερο. Ωσπου ξημέρωσε μια θλιβερή ημέρα και δεν τον είδα να αράζει στο καρνάγιο.

Τα λόγια της μητέρας σαν σφήγκες στο μυαλό μου με τρέλαιναν.

«Να ’χεις ψαλίδι να κόψεις τα μαλλιά σου, να χωθείς σε μοναστήρι.

Η τιμή τιμή δεν έχει, η ζωή τιμή δεν έχει, η αγάπη τιμή δεν έχει….».

Ετσι περνούν οι ημέρες μου πια, τριγυρνώντας τις νύχτες στα πηγάδια. Εχει πολλά η πόλη, δίπλα απ’ τους καπνούς των φουγάρων.

Να πλένω την ψυχή μου με τα σπασμένα άστρα, να γρατζουνώ τα σημάδια του στο κορμί μου. Και να μιλώ στο πρόσωπό μου, θρυμματισμένο φεγγαράκι.

«Τιμή δεν είχε η αγάπη, άτιμη ήταν…».

«Ποιος την πουλά, ποιος αγοράζει, ποιος την εβγάζει στο σφυρί;».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου