ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η σπορά

η-σπορά-828571

Του Χρήστου Μηλίτση

Ο Οκτώβριος, δεύτερος μήνας του φθινοπώρου, μας αποχαιρέτησε. Ήρθε ο τρίτος μήνας ο Νοέμβρης, ο σποριάς όπως τον αποκαλούν οι γεωργοί.

Με τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου (τα πρωτοβρόχια) γινόταν το πρώτο όργωμα των χωραφιών. Μετά από λίγες μέρες γινόταν το δεύτερο όργωμα για να τριφτούν οι μάζες, οι σβώλοι και να ψιλοχωματισθεί το χωράφι. Το όργωμα γινόταν με ξυλάλετρο και βόδια, στα πλαγινά χωράφια μπροστά από λίγες δεκαετίες, ο ζευγολάτης ή ζευγάς, με το σκάσιμο του ήλιου, έβαζε τα ζώα του στο ζυγό. O ζυγός ήταν ένα μακρύ ξύλο, μαδέρι μακρύ 1,5 έως 2 μέτρα περίπου, που προσδένονταν κατάλληλα στο ζυγό από τα βόδια. Στα άλογα με αλυσίδες, που προσδένονταν σε λαιμαριές, που περνούσαν στον λαιμό ξεχωριστά σε κάθε ζώο. Στον ζυγό δένονταν το ξυλάλευρο, αλέτρι αυτό ήταν ένα μικρό λυγιστό μαδέρι που στα άκρα έφερνε δυο χειρολαβές.

Στο κάτω μέρος τοποθετούνταν κατάλληλα ένα σιδερένιο υνί μυτερό σε τέτοιο τρόπο ώστε, όταν ο ζευγάρι έπιανε τις χειρολαβές, το υνί χωνότανε στο έδαφος. Ένα λεπτό και πολύ μακρύ ξύλο, τη βουκέντρα, την έφερνε πάντα μαζί του, όταν όργωνε για να κεντά από καιρό σε καιρό τα βόδια του, ο ζευγολάτης. Για τα άλογα κρατούσαν καμουτσίκι. Έτσι προχωρούσαν τα βόδια. Σερνόταν το αλέτρι και άνοιγε αυλακιές στο χώμα μέχρις αργά το βράδυ. Την άλλη μέρα και πολλές φορές και την επόμενη επαναλαμβάνονταν τα ίδια, μέχρι να τελειώσει από όργωμα το χωράφι. Άφηναν να περάσουν λίγες μέρες να ηλιαστεί το όργωμα και μετά το ξαναόργωναν.

Τέλος το περνούσαν από σβάρνα η λισιά. Ήταν αυτή ένα ξύλινο εργαλείο, διαστάσεων 80 εκατοστών πλάτους και 1,20 μέτρα μήκος που πλεκόταν από λυγισμένες χοντρές βέργες, που τις περνούσαν ανάμεσα από τρία πιο χοντρά ξύλα. Με τη λισιά ψιλοχωμάτιζαν το χωράφι, γιατί πάνω στη σβάρνα καθόταν και ο ζευγάς και πολλές φορές μάλιστα έβαζαν και μεγάλες πέτρες για να υπάρχει βάρος. Σήμερα το όργωμα και ο σπαρμός γίνονται με βιομηχανικά, γεωργικά μηχανήματα τρακτέρ, σπορείς, φρέζες κ.λπ. Όταν το χωράφι ήταν έτοιμο, το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτώβρη, συνήθως μετά τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου άρχιζε η σπορά. Τώρα στα χωράφια κυριαρχούσαν οι φωνές των ζευγάδων. Πριν ροδοσκάσει η αυγή, ξεκινούσαν για τη δουλειά.

Η νοικοκυρά στο ξεκίνημα έδωνε την ευχή της «καλή σοδειά». Ο ζευγάς έκανε τον σταυρό του, ξεκινούσε και σε λίγο έφτανε στο χωράφι. Έριχνε μετά τα λιπάσματα με το χέρι στα πεταχτά, ύστερα το σπόρο και μετά το σιτάρι με τον ίδιο τρόπο. Από το καλοκαίρι φρόντιζαν να καθαρίσουν το σιτάρι, που έπρεπε να είναι διαλεγμένο για τη σπορά. Ανακάτευαν τον σπόρο που είχαν πάει του Σταυρού στην εκκλησιά να διαβασθεί με τον υπόλοιπο σπόρο. Έβαζαν τα βόδια στον ζυγό ή τα άλογα στο αλέτρι, έκαναν τον σταυρό τους και άρχιζαν τη σπορά. Έκοβαν στην αρχή μια αυλακιά (σποριά) την έσπερναν και ύστερα άρχιζαν άλλη και άλλη μέχρι που τελείωνε το χωράφι. Τον σπόρο τον τοποθετούσαν μέσα σε τσουβάλι, το έδιναν διαγώνια και το κρατούσαν στον ώμο τους. Με το δεξί χέρι, χούφτωναν το σπόρο και τον πετάγανε ολόγυρα σκορπιστά. Έκαναν ένα βήμα και στο δεύτερο έριχναν τον σπόρο.

Η καμπάνα σήμαινε εσπερινό, ο ξωμάχος άφηνε τη βουκέντρα, ξέζευε το ζευγάρι και επέστρεφε κατάκοπος αλλά ευχαριστημένος στο σπίτι. Γύρω από τη σπορά υπήρχαν μερικές συνήθειες και προλήψεις που έπρεπε να εφαρμοστούν για να φυτρώσει καλά ο σπόρος και να καρποφορήσει το χωράφι. Αρχικά, από τον θερισμό που έκαναν την προηγούμενη χρονιά φρόντιζαν να κρατήσουν λίγο σπόρο από το τελευταίο χειρόδεμα. Τη μέρα του Σταυρού στις 14 του Σεπτέμβρη το πήγαιναν στην εκκλησιά να το διαβάσει ο παπάς και αφού έκαναν τον σταυρό τους το ανακάτευαν με σταφίδες και κόκκους από ρόδια και αυτό πρωτοέπαιρναν. Πίστευαν πως τα ρόδια φέρνουν ευφορία. Πήγαιναν πολύ πρωί στο χωράφι, γιατί δεν ήθελαν να συναντήσουν στον δρόμο κάποιον που μπορούσε να μην ήταν καλός άνθρωπος, γιατί τότε δεν θα φύτρωνε καλά το σιτάρι. Ποτέ δεν έσπερναν μέρα Πέμπτη επειδή τη μέρα Πέμπτη τυράννησαν οι Ιουδαίοι τον Χριστό, γιατί έλεγαν πλαγιάζουν τα σιτάρια πάνω στο δέσιμο.

Πέφτουν τα στάχυα στη γη και χάνεται ο καρπός. Αν τύχαινε και συναντούσαν μαύρη γάτα στον δρόμο τότε δεν έσπερναν και ξαναγύριζαν στο σπίτι. Μαζί με τον σπόρο έριχναν πού και πού σκελίδες σκόρδου, γιατί πίστευαν πως είναι αποτρεπτικό της βασκανίας. Δεν έδιναν τίποτε τη μέρα αυτή έξω από το σπίτι. Ιδιαίτερα πρόσεχαν να μη δώσουν φωτιά για να μην πάθει ο σπόρος από δαυλίτη. Δεν δάνειζαν τη μέρα αυτή ψωμί ούτε και αλεύρι και πριν από τη μέρα αυτή δεν έδιναν πουθενά σπόρο παρά μόνο αφού τελείωνε η σπορά. Σε μερικά μέρη συνήθιζαν να ρίχνουν στάχτη στο χωράφι μετά τον σπαρμό την οποίαν κρατούσαν από τη φωτιά που έκαιγαν το προηγούμενο δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Έτσι πίστευαν θα προφυλάξουν τον σπόρο από το σκουλήκι.

Σε λίγες μέρες φύτρωνε το σιτάρι. Μέρα με τη μέρα το χωράφι πρασίνιζε πιο πολύ. Η μεγάλη όμως ανάπτυξη άρχιζε τον πρώτο μήνα της άνοιξης, γι’ αυτό οι γεωργοί λένε «ένα κόμπο πέντε μήνες, πέντε κόμπους σ’ ένα μήνα». Τούτο γιατί μέχρι τον Μάρτη το φυτό είχε μόνο ένα κόμπο στον κορμό του, ενώ μέσα στον Μάρτη έβγαζε πέντε κόμπους. Αν το χωράφι ήταν αδύνατο το έριχναν λίπασμα ανοιξιάτικο. Μετά άρχιζε το βοτάνισμα, ξερίζωναν τα αγριόχορτα και περίμεναν να ωριμάσουν τα στάχυα να τα θερίσουν και να τα μεταφέρουν στ’ αλώνια.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου