ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Αναθεωρητικός κοινός τόπος της αναθεώρησης και πολιτικές σκοπιμότητες

αναθεωρητικός-κοινός-τόπος-της-αναθε-834965

Του Απόστολου Παπατόλια, Διδάκτορα Συνταγματικού Δικαίου, Πρώην Νομάρχη

Η πρωτοβουλία για την αναθεώρηση συνδέεται με τη θεραπεία των παθογενειών που χαρακτηρίζουν το σύστημα διακυβέρνησης στη χώρα μας, αναδεικνύοντας την αιτιακή συσχέτιση των συνταγματικών θεσμών με την υπέρβαση της πολυεπίπεδης κρίσης που διέρχεται η χώρα. Η ανάγκη για μια νέα θεσμική αρχιτεκτονική που θα εγκαθιδρύει ένα πιο ισορροπημένο σύστημα διακυβέρνησης, ως εργαλείο για τη συλλογική ανάκαμψη, προβάλλει επιτακτική, ανεξάρτητα από το εάν το ξέσπασμα της κρίσης καταλογίζεται ευθέως στους ισχύοντες συνταγματικούς κανόνες. Εάν όμως το Σύνταγμα είναι μέρος του «προβλήματος» της χώρας, τότε η αναθεώρησή του δεν μπορεί παρά να αποτελεί μέρος της «λύσης» στα γενικευμένα αδιέξοδα ενός πολιτικού συστήματος σε βαθιά κρίση νομιμοποίησης και αποτελεσματικής λειτουργίας.

Οι προτάσεις αναθεωρητικής πολιτικής που έχουν κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο (παράλληλα με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού) από εκπροσώπους κυρίως του επιστημονικού κόσμου, σε φιλελεύθερη (Επιτροπή των 6 με το «καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα») ή αριστερόστροφη κατεύθυνση (Επιτροπή των 6 για μια «προοδευτική αναθεώρηση του Συντάγματος») πιστοποιούν μια εντυπωσιακή σύγκλιση στους κόλπους της θεωρίας ως προς τις κατευθύνσεις του εγχειρήματος. Δεν δικαιώνεται επομένως η «αναθεωρητική απαισιοδοξία» συγκεκριμένων πολιτικών φορέων που στέκουν διστακτικοί στο αναθεωρητικό εγχείρημα, ιδίως για λόγους τακτικής ή σκοπιμότητας. Παράλληλα, φαντάζει αδικαιολόγητη τόσο η αρνητική τοποθέτηση απέναντι στην εξαγγελθείσα αναθεώρηση όσο και η μινιμαλιστική εκδοχή της, με τη διατύπωση μιας λιτής πρότασης ελαχίστων αλλαγών μόνο για «τα στοιχειώδη».

Στην πραγματικότητα, μετά την αναθεώρηση του 2001 είναι διαρκώς επίκαιρη η συζήτηση για την εισαγωγή αντιβάρων και συναινετικών πρακτικών που θα μετριάσουν τις αρνητικές όψεις του πρωθυπουργοκεντρισμού και της πελατειακής παθολογίας του συστήματος διακυβέρνησης. Εάν όμως θέλουμε οι αποφάσεις να αποτελούν προϊόν συνθέσεων, με ευρύτερη βάση δημοκρατικής στήριξης και νομιμοποίησης, οφείλουμε να πολλαπλασιάσουμε τους πόλους εξουσίας στη λειτουργία των θεσμών.

Η ενίσχυση των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, σε συνδυασμό με την άμεση εκλογή του από το λαό, υποδεικνύουν μια ασφαλή διέξοδο για να εξισορροπηθούν οι εξουσίες του πρωθυπουργού και της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Το ίδιο ισχύει και με τον εξορθολογισμό της κοινοβουλευτικής λειτουργίας είτε αυτή αφορά τη διάρκεια της θητείας της Βουλής («σουηδικό μοντέλο») είτε τις προτάσεις εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας («εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας»). Δεν είναι συμπτωματικό ότι στα παραπάνω πεδία συγκλίνουν θεαματικά οι «προοδευτικές» με τις «φιλελεύθερες» προσεγγίσεις.

Ποιος ο λόγος λοιπόν να απαξιώνεται το αναθεωρητικό διάβημα με συγκυριακά επιχειρήματα «δίκης προθέσεων»; Ο ρόλος της συνταγματικής επιστήμης έγκειται ακριβώς στο να κατευνάζει τα πολιτικά πάθη, ακυρώνοντας τακτικισμούς, σκοπιμότητες και ιδιοτέλειες ασύμβατες με το δημόσιο συμφέρον.

Ο αναθεωρητικός κοινός τόπος δείχνει πια τόσο ώριμος και τόσο μεγάλος, που υποδεικνύει το μέτρο της ευθύνης της επιστημονικής κοινότητας έναντι των κομμάτων, καθώς και το πλαίσιο που αυτή οφείλει να κινηθεί, προκειμένου να λειτουργήσει ως καταλύτης της αναθεωρητικής πολιτικής συναίνεσης για την επανεκκίνηση των θεσμών μας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου