Πολιτική αξιοπιστία και νομοθετική αποτελεσματικότητα

πολιτική-αξιοπιστία-και-νομοθετική-α-275523

Παρά τις πολιτικές και κομματικές παραφωνίες, που καταγράφονται τους πρώτους μήνες διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ, το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη διατηρεί αδιαμφισβήτητη υπεροχή, όπως τουλάχιστον αποτυπώνεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Παράλληλα, ο πρωθυπουργός διατηρεί σχεδόν υπερδιπλάσια διαφορά από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, στο ερώτημα «ποιον θεωρείτε κατάλληλο για πρωθυπουργό;». Φαίνεται πως οι αστοχίες υπουργών της ΝΔ και ο τρόπος χειρισμού σημαντικών θεμάτων, όπως το προσφυγικό, η εικόνα της δημόσιας υγείας και η αποκατάσταση της νομιμότητας στα Πανεπιστήμια δεν επηρέασαν την κοινή γνώμη, που συνεχίζει να επιδεικνύει εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση.

Η λεγόμενη περίοδος χάριτος, που απολαμβάνουν όλα τα νέα κυβερνητικά σχήματα, εξέπνευσε στα μέσα του φθινοπώρου και πλέον η ΝΔ αξιολογείται και κρίνεται καθημερινά, όπως οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Η μεγάλη της διαφορά είναι πως δεν υποσχέθηκε προεκλογικά ότι θα κάνει θαύματα και ότι θα μοιράσει αυξήσεις και επιδόματα για να κερδίσει ψήφους. Ο συγκρατημένος τρόπος, με τον οποίο υλοποίησε τον προεκλογικό της σχεδιασμό και οι προσεκτικές τοποθετήσεις των στελεχών της αναφορικα στα μείζονα θέματα της οικονομίας, της έδωσαν τη δυνατότητα να νομοθετεί με συγκεκριμένη ιεράρχηση, χωρίς να απογοητεύει τους ψηφοφόρους της ή να τροφοδοτεί με αρνητικά επιχειρήματα όσους ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα κόμματα.

Το ισχυρό χαρτί της κυβέρνησης είναι το οικονομικό της πρόγραμμα και η πολιτική φιλοσοφία των συντακτών του, που έθεσαν εξ αρχής στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων τους τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας, μέσω της μείωσης των φόρων. Οι πρώτες θετικές συνέπειες για τους φορολογούμενους έγιναν ορατές με τη μείωση του ΕΝΦΙΑ και από τη νέα χρονιά οι φοροελαφρύνσεις θα δώσουν επιπρόσθετες ανάσες σε εκατομμύρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις, κυρίως μικρομεσαίες, καθώς και σε χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες. Για να εκκινήσει η πραγματική οικονομία χρειάζεται αυτό ακριβώς, να μειωθούν τα φορολογικά της βάρη και να στηριχτούν με νομοθετικές πράξεις και πολιτικές οι υγιείς δυνάμεις της χώρας, που μπορούν να δώσουν ώθηση σε ολόκληρο το οικοδόμημα.

Η ταχύτητα ως προς την ψήφιση των νομοσχεδίων για την τόνωση της αγοράς και η συνέπεια λόγων και πράξεων της κυβέρνησης αποτελούν βασικά ζητούμενα, στα οποία όλοι οι προκάτοχοί της απέτυχαν, απογοητεύοντας τους πολίτες και παγιδεύοντας την οικονομία σε φαύλο κύκλο επιβολής άδικων φόρων, τους οποίους η συντριπτική πλειονότητα των φυσικών προσώπων αδυνατούσε να πληρώσει. Η ταχύτητα υλοποίησης των προεκλογικών δεσμεύσεων, όσων κυβερνήσεων προηγήθηκαν και η αξιοπιστία τους, που δικαίως τέθηκε υπό αμφισβήτηση, είναι δύο ζητήματα, που σχετίζονται μεταξύ τους, καθώς οι ρυθμοί με τους οποίους νομοθετεί ένα κυβερνητικό σχήμα έχουν άμεση σχέση με την ετοιμότητά του να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή μέτρα, τα οποία είχε υποσχεθεί προτού αναλάβει τα ηνία της χώρας.

Οταν, μάλιστα, το νομοθετικό έργο καθυστερεί και στο τέλος όσα ψηφίζονται δεν έχουν καμία σχέση με τα όσα είχαν υποσχεθεί οι κυβερνώντες προτού περάσουν το κατώφλι του Μεγάρου Μαξίμου, προκύπτει το μείζον θέμα της αξιοπιστίας. Οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι τους έχουν κοροϊδέψει και αυτόματα χάνουν την εμπιστοσύνη τους προς την κυβέρνηση. Είναι η στιγμή, που ο χρόνος αρχίζει να μετρά αντίστροφα για το κυβερνών κόμμα. Ο λαός απλά αναμένει την έλευση των επόμενων βουλευτικών εκλογών για να το καταψηφίσει, ενώ οι πολιτικοί του αντίπαλοι οικοδομούν το αντιπολιτευτικό τους αφήγημα στο θέμα του ελλείμματος αξιοπιστίας, που παρέχει ανεξάντλητο ρεπερτόριο επιχειρημάτων για την άσκηση σκληρής κριτικής και την επιτάχυνση της φθοράς της κυβέρνησης.

Αν όλα αυτά συνδυαστούν με την ψήφιση νόμων, που χειροτερεύουν την καθημερινότητα των πολιτών και υποθηκεύουν το μέλλον της χώρας, τότε η φθίνουσα πορεία για τη συγκεκριμένη κυβέρνηση επιταχύνεται και στο τέλος η πτώση της καθίσταται ελεύθερη, τις περισσότερες φόρες χωρίς αλεξίπτωτο. Σε αυτή τη θέση βρέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Οσες προσπάθειες και αν κατέβαλε πριν τις πρόσφατες εκλογές, με τη χορήγηση επιδομάτων και το μοίρασμα υποσχέσεων για φιλολαϊκά μέτρα, εφόσον ο λαός τού έδινε δεύτερη ευκαιρία, δεν κατάφερε να αποτρέψει το αναπόφευκτο. Η εξουσία χάθηκε και η μετεκλογική του στάση κάθε άλλο παρά εγγυάται την επιστροφή του σε αυτή.

Η κοινή γνώμη τον αντιμετωπίζει σαν να μη θέλει να ακούσει τις θέσεις των στελεχών του και να μην ενδιαφέρεται για την αντιπολιτευτική του τακτική. Σαν να αδιαφορεί για την κριτική, που ασκεί στην κυβέρνηση, σε θέματα όπως οι διορισμοί των νέων διοικητών των Νοσοκομείων, που υπήρξαν κραυγαλέες επικοινωνιακές αστοχίες από τη ΝΔ. Ωστόσο, το κόμμα που της ασκεί κριτική έκανε τα ίδια και χειρότερα, βολεύοντας απίθανα κομματικά στελέχη σε θέσεις ευθύνης με παχυλούς μισθούς και προκλητικά προνόμια. Την ίδια στιγμή περνούσαν από τη Βουλή καταστροφικά μέτρα για την κοινωνία και καταρρίπτονταν με ρυθμούς ντόμινο όλες οι προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Με την αξιοπιστία του να έχει χαθεί οριστικά, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δυσκολεύεται ιδιαίτερα να προσεγγίσει τον λαό και αποδεικνύεται από τα πενιχρά αποτελέσματα του εγχειρήματος για τη διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ και την εγγραφή νέων μελών στις λίστες της Κουμουνδούρου.

Η προσπάθειά του να ανακτήσει τη χαμένη αξιοπιστία του και ταυτόχρονα να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τους πολίτες γίνεται ακόμη πιο δύσκολη, όσο η κυβέρνηση δεν αποκλίνει από όσα υποσχέθηκε πριν τις εκλογές του Ιουλίου. Οσο θα διοικεί τη χώρα με υπευθυνότητα, θα μειώνει τους φόρους και θα διαχειρίζεται τα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών με σοβαρότητα, όσο θα διατηρεί χαμηλούς τόνους και δεν θα προκαλεί με τις θέσεις των στελεχών της το κοινό περί δικαίου αίσθημα, τότε οι σχέσεις της με τον λαό θα είναι ισορροπημένες. Αν, πάλι, χαθεί το μέτρο και αρχίσουν οι αλαζονικές τοποθετήσεις, οι νομοθετικές κυβιστήσεις και τεχνητές εντάσεις για τη δημιουργία εντυπώσεων και τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης, θα είναι θέμα χρόνου το διαζύγιο της ΝΔ με την εξουσία και η ρήξη της με την κοινωνία.

Τα πρώτα σημάδια θα έρθουν από τις δημοσκοπήσεις και τα επόμενα από τις αποδοκιμασίες, που θα αρχίσουν να εισπράττουν τα στελέχη της από τους πολίτες. Το πλέον δυσάρεστο, σε αυτή την περίπτωση, θα είναι ότι ο κόσμος θα κληθεί ξανά να διαλέξει ανάμεσα σε ένα ακόμη κυβερνών κόμμα που τον απογοήτευσε και σε ένα άλλο που βρέθηκε στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επειδή δεν κατάφερε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, όταν διοικούσε τη χώρα, ενώ όταν έχασε την εξουσία ούτε έμαθε από τα λάθη του, ούτε έκανε την αυτοκριτική του.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου