ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Καλοκαιρινές διαδρομές: Οι βενζίνες του Βόλου – Δρομολόγιο μνήμης

καλοκαιρινές-διαδρομές-οι-βενζίνες-τ-522147

Οι βενζίνες του Βόλου ήταν μικρά ξύλινα επιβατηγά σκάφη, που δραστηριοποιούνταν κατά την καλοκαιρινή περίοδο στις τοπικές θαλάσσιες συγκοινωνίες από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’80.

Επρόκειτο για άφρακτα, δηλαδή χωρίς κατάστρωμα, συνήθως, πλεούμενα, που έφεραν καθίσματα και ελαφρύ σκέπαστρο για τον ήλιο. Το μήκος τους κυμαίνονταν από 8 έως 17 περίπου μέτρα και η χωρητικότητά τους ανέρχονταν από 25-30 έως περισσότερους από 100 επιβάτες, σύμφωνα με τον αριθμό των θέσεων. Τα πρώτα χρόνια τα σκάφη ήταν μικρότερα, ενώ με την πάροδο του χρόνου δρομολογούνταν όλο και πιο ευμεγέθη σκαριά για να καλύψουν την αυξανόμενη επιβατική κίνηση.

Δεν υπήρχε, από ναυπηγικής άποψης, κάποιος συγκεκριμένος τύπος σκάφους για τις βενζίνες. Άλλωστε, πολλές από αυτές αποτελούσαν μετασκευές εμπορικών ή αλιευτικών καϊκιών, που προσαρμόζονταν στις ανάγκες μεταφοράς επιβατών. Όμως κι ένας σημαντικός αριθμός σκαφών κατασκευάζονταν ακριβώς γι’ αυτή τη χρήση και ήταν συνήθως τύπου βάρκας (βαρκαλά) με καθρέφτη (παπαδιά) στην πρύμη. Προτιμούνταν περισσότερο ένας τύπος σκάφους με μη ελληνικές επιρροές, παραλλαγή του βαρκαλά, που διέθετε πρύμη όπως τα ταχύπλοα σκάφη, με υπερυψωμένη καρίνα και παπαδιά σχήματος παραλληλόγραμμου ή τραπεζίου με κυρτές τις κάτω γωνίες. Από μετασκευές συναντιόνταν μια πολυσυλλεκτικότητα τύπων (τρεχαντήρια, μαουνόβαρκες μεταφοράς, καραβόσκαρα και τράτες), που είχαν υποστεί τις απαραίτητες παρεμβάσεις. Υπήρξαν και βενζίνες με κατάστρωμα, ενώ στη δεκαετία του ’60, όταν παρουσιάστηκαν μεγαλύτερα σκαριά, αυτές διέθεταν και γέφυρα με μικρό χώρο επιβατών πάνω από το κλασσικό σκέπαστρό τους, απ’ όπου γίνονταν και το κυβέρνημα του σκάφους.

Επειδή οι βενζίνες παρουσιάστηκαν εξ αρχής ως αμιγώς μηχανοκίνητα σκάφη δίχως ιστιοφορία, που έφεραν βενζινοκινητήρες, ονομάστηκαν επισήμως «βενζινάκατοι» και εν συντομία «βενζίνες». Η ονομασία αυτή καθιερώθηκε στο χώρο και στο στόμα του κόσμου – με εφαρμογή της οικονομίας του λόγου – γι’ αυτό και παραμένει διαχρονικά ανέγγιχτη ακόμη και όταν μεταπολεμικά τοποθετήθηκαν, ως ασφαλέστερες, πετρελαιομηχανές και τα πλεούμενα αυτά λέγονταν πλέον επίσημα «πετρελαιάκατοι». Ό,τι ριζώσει στο λαϊκό λόγο δεν διαφοροποιείται εύκολα.

Γραμμές – Δρομολόγια

  1. Πευκάκια – Αλυκές

Τα δρομολόγια των βενζινών άρχιζαν συνήθως το μήνα Μάιο και διαρκούσαν ώς τον Σεπτέμβριο όσο το επέτρεπε ο καιρός.

Οι κύριες γραμμές δρομολογίων ήταν δύο: α) Βόλος – Πευκάκια – Βόλος και β) Βόλος – Αλυκές – Βόλος

Η γραμμή των Πευκακίων ξεκίνησε μάλλον από το 1920 – 21 , όταν και πρωτοεμφανίστηκαν οι βενζίνες. Στα Πευκάκια λειτουργούσε από το Μάιο του 1919 το εξοχικό κέντρο «Τα ωραία Πευκάκια», όπου παρατηρούνταν εκδρομές βολιωτών, στην αρχή με ιστιοφόρους λέμβους. Παράλληλα ξεκινούσαν εκείνα τα χρόνια τα πρώτα δειλά μικτά μπάνια (μπεν-μιξτ) και άρχισαν οι λουόμενοι να εμφανίζονται κι εκτός του χώρου των καμπινών του Αναύρου. Και βέβαια προτιμούσαν και τα Πευκάκια με συνδυασμό μπάνιου και ωραίας ημερήσιας εκδρομής. Η δημιουργία και άλλου κέντρου («Αμπελάκια») το 1931, σε σχέση με την καθιέρωση του ελεύθερου «θαλάσσιου λουτρού», αύξησε την κίνηση και τα δρομολόγια διεξάγονταν όλη την ημέρα αλλά και το βράδυ. Ξεκινούσαν, τα προπολεμικά χρόνια, αρκετά πρωί (ακόμη και από τις 7 η ώρα) και διαρκούσαν ως αργά το απόγευμα, ενώ τα βραδινά, που άρχιζαν μετά το σούρουπο, κρατούσαν ως τα μεσάνυχτα. Μετά τον πόλεμο οι ώρες αυτές διαφοροποιήθηκαν, ακολουθώντας την «κυκλοφορία» του κόσμου: πιο αργά το πρωί και ως τα ξημερώματα. Η γραμμή των Πευκακίων διατηρήθηκε (με κάποια ανάπαυλα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 λόγω θαλάσσιας ρύπανσης από τη σήραγγα της Κάρλας) ως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80, με περισσότερη έμφαση στα νυχτερινά δρομολόγια για το ονομαστό κέντρο διασκέδασης «Μπούρτζι».

Η γραμμή των Αλυκών ξεκινά από το 1928, παράλληλα με τη λειτουργία της «Πλαζ Αλυκών Θεοδώρου», που αποτελούσε οργανωμένο λουτρικό συγκρότημα της εποχής, με ελεύθερα μικτά μπάνια, αναψυκτήριο, εστιατόριο, δυνατότητα αθλοπαιδιών, ομπρέλες, καμπίνες κ.α. Δραστηριοποιήθηκε στο χώρο της σημερινής πλαζ του ΕΟΤ, που πρωτολειτούργησε το 1964.

Προχωρώντας η δεκαετία του ’30 παρατηρείται ιδιαίτερη ανάλογη ανάπτυξη και στην υπόλοιπη παραλία των Αλυκών, με τις βενζίνες να πυκνώνουν και να διευρύνουν τα δρομολόγιά τους «πιάνοντας» σε τρία ή και περισσότερα σημεία.

Μετά τον πόλεμο η ανάδειξη της περιοχής σε ένα δημοφιλές θέρετρο οδήγησε στην αύξηση τω δρομολογίων με «βενζίνες», παρά την παράλληλη ύπαρξη αστικής συγκοινωνίας. Τα βραδινά-νυχτερινά δρομολόγια από το 1955 ως το 1965 περίπου, όταν τα κέντρα των Αλυκών παρουσίαζαν στο πρόγραμμά τους κορυφαία ονόματα του λαϊκού τραγουδιού, διαρκούσαν «μέχρι πρωίας».

Η διάρκεια των δρομολογίων (αλέ ρετούρ) προσδιορίζονταν για τα Πευκάκια στα 15-20 λεπτά ανάλογα με την αποβάθρα προσέγγισης. Υπήρχαν σκάλες τόσο κάτω από το κέντρο «Πευκάκια», που υπολείμματα σώζονται έως σήμερα, όσο και κάτω από το κέντρο «Αμπελάκια», που έχει από δεκαετίες καταστραφεί, ενώ για τα μπάνια από το 1970 και μετά προτιμούνταν η πέτρινη σκάλα των παλιών πυριτιδαποθηκών, κάτω από το άλσος Σέφελ.

Στη γραμμή των Αλυκών η διάρκεια του ταξιδιού έφτανε ή ξεπερνούσε τη μία ώρα, όταν οι βενζίνες προσέγγιζαν σε όλες τις υπάρχουσες σκάλες (πλαζ Θεοδώρου, Βακιρλη, Μπακονικόλα).

Οι ώρες των δρομολογίων κανονίζονταν από τους ιδιοκτήτες των σκαφών ανάλογα με τις απαιτήσεις και προτιμήσεις του επιβατικού κοινού και εγκρίνονταν από το Λιμεναρχείο, ενώ δημοσιεύονταν και στον τοπικό Τύπο. Σε ημέρες ιδιαίτερης αιχμής το κατακαλόκαιρο (συνήθως Κυριακές) τα δρομολόγια εκτελούνταν «αναλόγως κινήσεως» και μόλις φόρτωνε η βενζίνα αναχωρούσε.

Ως επί το πλείστον οι μικρότερες βενζίνες δρομολογούνταν στα Πευκάκια και οι μεγαλύτερες στις Αλυκές. Συχνά εναλλάσσονταν στην κάθε γραμμή ανάλογα με τις ανάγκες ή τη συμφωνία που υπήρχε μεταξύ των ιδιοκτητών.

Στον οικονομικό τομέα άλλοτε οι βενζίνες εργάζονταν αυτόνομα και άλλοτε, έπειτα από συμφωνία των πλοιοκτητών, σε κοινοπραξία (κοινό ταμείο). Οι διαφοροποιήσεις των μεγεθών των σκαφών απέτρεπαν, μετά το 1970, αυτή την πρακτική.

  1. Αλλες γραμμές – Εκτακτα δρομολόγια – Ναυλώσεις

Εκτός από τις παραπάνω βασικές γραμμές υπήρξαν και άλλες, προσωρινές ή περιστασιακές. Όπως λ.χ. Βόλος – Σουτραλί, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 έως το 1970 περίπου. Στη δεκαετία του ’20 εκτελούνταν δρομολόγια από την κεντρική προκυμαία στην πλαζ του Αναύρου, που ήταν ακόμη το μοναδικό οργανωμένο λουτρικό συγκρότημα στο Βόλο.

Από τη δεκαετία του ’20 επίσης μνημονεύονται δρομολόγια, εβδομαδιαία συνήθως, αλλά και έκτακτα προς Καλά Νερά, Άφησσο, Μηλίνα και άλλους παραλιακούς προορισμούς του Παγασητικού από βενζίνες, αν και τις συνδέσεις αυτές κάλυπταν και πιο ευμεγέθη πετρελαιοκίνητα ιστιοφόρα. Προγραμματίζονταν επίσης έκτακτα δρομολόγια για θρησκευτικές πανηγύρεις σε παράλιους οικισμούς του κόρφου. Ξεχωριστή περίπτωση το πανηγύρι της Παναγίας στο νησί του Τρίκερι στις 9-10 Σεπτεμβρίου, όπου μετέβαιναν προσκυνητές από όλα τα μέρη της Μαγνησίας και οι βενζίνες κάλυπταν τις περισσότερες διαδρομές, ως τις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Διάφοροι σύλλογοι, σωματεία, παρέες κλπ. οργάνωναν εκδρομές σε κάποιο μέρος τους Παγασητικού και για τη μετάβασή τους ναύλωναν κάποια βενζίνα.

Κάθε Κυριακή βράδυ, κυρίως τη δεκαετία του ’70, οι μεγαλύτερες βενζίνες πραγματοποιούσαν τη λεγόμενη «κρουαζιέρα». Με αφετηρία το χώρο μπροστά από την Τράπεζα της Ελλάδος αναχωρούσαν για μια μισάωρη περίπου διαδρομή έως ανοιχτά από τον Άναυρο και τη Γορίτσα κι επιστροφή από τα Πευκάκια και την είσοδο του λιμανιού. (Η έξοδος γίνονταν από το ανοιχτό τότε «μπουγαζάκι» στου Παπαστράτου).

Τέλος, ορισμένες βενζίνες χρησιμοποιούνταν ως «λάτζες» στα καράβια που παρέμεναν φουνταρισμένα έξω από το λιμάνι του Βόλου, αναμένοντας τη σειρά τους για φόρτωση ή εκφόρτωση.

Ο συνολικός αριθμός των σκαφών

Στις αρχές βέβαια τα σκάφη ήταν λιγοστά, οπωσδήποτε λιγότερα από δέκα (ίσως 7-8). Από τη δεκαετία του ’30, που έχουμε στη διάθεσή μας περισσότερα στοιχεία, ως το 1970 ο αριθμός των σκαφών αυτών ήταν πάντοτε πάνω από δέκα (10), με αποκορύφωμα τις αρχές της δεκαετίας του ’60 όπου οι βενζίνες έφτασαν συνολικά τις δεκαεφτά (17). Νωρίτερα, τα τελευταία προπολεμικά χρόνια έφταναν τις 10-12, ενώ μεταπολεμικά και κυρίως στην δεκ. του ’50 ο αριθμός κυμαίνονταν από 13 έως 16. Η μείωση του επιβατικού κοινού, κυρίως στο β’ μισό της δεκ. του ’70, οδήγησε στη σταδιακή συρρίκνωση του αριθμού τους ώστε το 1980 να έχουν απομείνει μόνο 4 και τελικά φθάνοντας στην οριστική παύση των δρομολογίων (1986-87) υπήρχαν μόνο 2. Ο Δήμος Βόλου αγόρασε το 1993 την τελευταία βενζίνα που υπήρχε στο λιμάνι και επιχείρησε, για τουριστικούς λόγους, μια αναβίωση της γραμμής των Αλυκών, προσπάθεια που δεν ευοδώθηκε, παρά την επαναλειτουργία τα Καλοκαίρια του 1994-95.

Πολλές βενζίνες κατέγραψαν πολύχρονη παρουσία έως τριών και πλέον δεκαετιών στις βολιώτικες συγκοινωνίες. Άλλες δραστηριοποιήθηκαν για κάποια, περισσότερα ή λιγότερα, καλοκαίρια, ενώ υπήρξαν και ορισμένες που εμφανίστηκαν περιστασιακά για μία μόνο σεζόν. Καταγράφοντας τα ονόματα των σκαφών αυτών από το 1921 ως το 1980, μέσα από προφορικές μαρτυρίες, δημοσιεύματα του Τύπου (ανακοινώσεις δρομολογίων κλπ.), τους πίνακες του λαϊκού ζωγράφου Ν. Χριστόπουλου, φωτογραφίες και άλλες πηγές, μπορούμε με βεβαιότητα να υποθέσουμε ότι ο συνολικός τους αριθμός υπερβαίνει τα 50 σκάφη, δίχως να προσδιορίζεται το ακριβές νούμερο. Ήδη έχουμε καταγράψει τα ονόματα 47 βενζινακάτων μαζί με όποια στοιχεία έχουμε εντοπίσει για καθεμιά από αυτές. Αυτόν τον κατάλογο θα δημοσιεύσουμε στα επόμενα άρθρα μας.

Επίλογος

Οι βενζίνες του Βόλου ολοκλήρωσαν το δρομολόγιό τους στο χρόνο το καλοκαίρι του 1986, αφού είχε προηγηθεί φθίνουσα πορεία από το 1970 η οποία φάνηκε μη αναστρέψιμη από το 1975 και μετά, καθώς η δρομολογιακή κίνηση συρρικνώνονταν όλο και περισσότερο. Οι λόγοι που οδήγησαν σ’ αυτή την εξέλιξη εστιάζονται σε δύο κατευθύνσεις: α) την αύξηση του αριθμού των ιδιωτικών αυτοκινήτων και β) την επίσης αύξηση των ιδιωτικών σκαφών. Και οι δύο περιπτώσεις εξασφάλιζαν την αυτόνομη μετάβαση για κολύμπι και εκδρομή οπουδήποτε, ανάλογα με την επιθυμία του καθενός που είχε τέτοια δυνατότητα.

Οι βενζίνες υπήρξαν πάντως μια γραφική παρουσία στο λιμάνι του Βόλου, με τη δική τους συμβολή στις παράκτιες, τοπικές, θαλάσσιες συγκοινωνίες.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου