Γρηγόρης: Καρταπάνης: Ο Βόλος και ο Παπαδιαμάντης (Μέρος Α΄)

γρηγόρης-καρταπάνης-ο-βόλος-και-ο-παπα-641547

Αναφορές της πόλης στα διηγήματά του

Δεν είναι ετούτη η πρώτη φορά που καταπιανόμαστε με το συγκεκριμένο θέμα, μιας και είχαν προηγηθεί ανάλογες διερευνήσεις. Λόγω όμως του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει θα επιχειρήσουμε μια πιο γενικευμένη και εμπεριστατωμένη προσέγγιση, ώστε να δοθεί η πληρέστερη δυνατή εικόνα του, μέσα από τις γραφές του ίδιου του Παπαδιαμάντη, όπως και από άλλες μαρτυρίες.

Η έρευνά μας στοχεύει σε δύο κατευθύνσεις: α) Στις αναφορές της πόλης του Βόλου στα διηγήματα του Σκιαθίτη λογοτέχνη και β) στις όποιες σχέσεις κι επαφές είχε ο ίδιος με τον Βόλο και τη γύρω περιοχή. Ετσι τα δύο πρώτα μέρη της έρευνας αντιστοιχούν στις παραπάνω προσεγγίσεις, ενώ θα ακολουθήσει κι ένα τρίτο στο οποίο καταγράφονται και διερευνώνται μαρτυρίες, η μια γραπτή του λαϊκού ζωγράφου του Βόλου Νίκου Χριστόπουλου για τη γνωριμία του με τον Παπαδιαμάντη στις αρχές του 20ού αιώνα.

***

Στα διηγήματά του ο Παπαδιαμάντης λίγες φορές μνημονεύει την πόλη του Βόλου και συνήθως χωρίς ουσιώδη λόγο στην υπόθεση που εκτυλίσσεται, εκτός από μια φορά όπως θα δούμε πιο κάτω. Συνολικά σε εφτά διηγήματα αναφέρεται ο Βόλος, από μια έως τέσσερις φορές. Επίσης αναφορά της πόλης συναντούμε και σε τρία άρθρα του. Ομως εκτός του Βόλου υπάρχουν και άλλα τοπωνύμια της ευρύτερης περιοχής της Μαγνησίας (του κατοπινού νομού) που επίσης θα παρουσιάσουμε με συντομία.

Τα διηγήματα που περιέχουν τον Βόλο θα τα παρουσιάσουμε (όπως και τα άλλα κείμενα) με τη χρονολογική σειρά των πρώτων δημοσιεύσεών τους, όπως δηλαδή καταχωρούνται στην πεντάτομη κριτική έκδοση του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, των Απάντων του Παπαδιαμάντη στις εκδόσεις «Δόμος», με επισήμανση τόμου και σελίδας.

  1. «Ο Αμερικανός»: Ο Γιάννης του Μοθωνιού επιστρέφει, έπειτα από πολλά χρόνια στην ξενιτιά, στον γενέθλιο τόπο και ο ερχομός του άγνωστου προς το παρόν ξένου γίνεται αντικείμενο συζήτησης στα καφενεία της Σκιάθου. Ο καπετάν Γιάννης ο Ιμβριώτης, που μετέφερε στο νησί τον ξενόφερτο τύπο, διηγείται και συζητά με τους φίλους του τα γεγονότα του ταξιδιού από τον Βόλο: «Ο καπετάν Γιάννης διηγείτο διά μακρόν τα του τελευταίου ταξιδίου του και ότι, ακουσίως του, ένεκα δυστροπίας των τουρκικών αρχών, ηναγκάσθη να διατρίψη επί ημέρας εν Βόλω, όπου είχε προσεγγίσει προς μερικήν εκφόρτωσιν. – Α! δεν σας είπα και για έναν γιουλτζή που πήρα απ’ τον Βόλο, είπε. – Επήρες κανέναν επιβάτη απ’ τον Βόλο; ηρώτησεν εις των φίλων του…». Και συνεχιζόταν η συζήτηση για τον νεοφερμένο. (2.258).
  1. «Οι Χαλασοχώρηδες: Ο Παπαδιαμάντης κάνει λόγο για την οργανωμένη μεταφορά από άλλα μέρη στη Σκιάθο μισθωμένων ψηφοφόρων, προκειμένου να συμμετάσχουν στις εκλογές ενισχύοντας τους υποψήφιους που διεκδικούσαν την εξουσία: «Την Παρασκευήν εσπέρας και το Σάββατον πρωί έφθασαν τρεις ή τέσσερις βρατσέραι, μεταφέρουσαι εξ’ Ωρεών, Στυλίδος, Θρονίου και Βόλου δύο ή τρεις δωδεκάδας εκλογέων, τους οποίους απόστολοι των δύο κομμάτων εκπεμφθέντες προ ημερών είχον στρατολογήσει, πληρώσαντες αυτοίς, εις βάρος των υποψηφίων, τους ναύλους και τα χασομέρια των…» (2.430).
  1. «Ο γείτονας με το λαγούτο». Πρόκειται για το μοναδικό αθηναϊκό διήγημα που αναφέρεται ο Βόλος. Εδώ, στο τέλος του διηγήματος ο κεντρικός ήρωας, ο Βαγγέλης με το λαγούτο, αναφέρει για την εξαδέλφη του (;) και πρώην συγκάτοικό του: «Η δασκάλα πήρε τον διορισμό της και μας έφυγε… πάει στα χωριά του Βόλου…» (3.303).
  1. «Τρελλή Βραδυά»: Καθώς ο δεκανέας της Χωροφυλακής συλλαμβάνει τους τσιγγάνους οργανοπαίχτες για διατάραξη της κοινής ησυχίας και προτίθεται να κατασχέσει τα όργανά τους, εκείνοι – που είχαν καταφύγει από την τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία στην ελεύθερη Σκιάθο – διαμαρτύρονταν με απορία: «Δεν είν’ εδώ λευθεριά, τζάνεμ. Το ίδιο, όπως στον Βόλο, είναι κ’ εδώ;…» (2.325).
  1. «Η τύχη απ’ την Αμέρικα»: Εδώ ο Βόλος αναφέρεται τέσσερις φορές και μάλιστα για το ίδιο ζήτημα, τα χρήματα από την εξαργύρωση της επιταγής σε τράπεζα της πόλης. Πρόκειται για τις οικονομίες του παλιννοστούντα και άρρωστου πια Θανάση, από τις οποίες προσπαθούσαν όλοι να επωφεληθούν: «Ο μεγάλος υιός του Στεφανή, ο Στάθης, έλαβε το τσέκι, το οποίον έφερεν εξ Αμερικής ο αδελφός του, απήλθεν εις Βόλον και το εξηργύρωσε. Ηταν περίπου διά πεντακοσίας αγγλικάς λίρας. Επιστρέψας εκ Βόλου έφερε περί τας 18 ή 19 χιλιάδας δραχμάς. Τόση ήταν η περιουσία του Θανάση…» (2.342). Πιο κάτω στη σελ. 346 σημειώνεται: «Ο Θανάσης είχε τω όντι υπό το προσκέφαλόν του, εντός χαρτοφυλακίου, το μέγιστον μέρος των χάρτινων νομισμάτων, τα οποία είχε φέρει ο Στάθης εκ Βόλου – περί τας ένδεκα χιλιάδας δραχμών…». Για ν’ ακολουθήσει στην προτελευταία σελίδα (351) του διηγήματος: «Πού να τις βρούμε τις λίρες; Ο Στάθης μόνο σιχνάτσες έφερε απ’ τον Βόλο…».
  1. «Ο αειπλάνητος»: Ο ομώνυμος ήρωας του διηγήματος κατά τις συνεχείς ανά τα μοναστήρια περιπλανήσεις του, χωρίς να κατασταλάξει κάπου, πέρασε και από τον Βόλο: «-Οχι επήγα στον Βόλο να ιδώ την αδελφή μου με τον γαμβρό μου και τη φαμίλια της. Εκεί έμαθα πως είναι κοντά κάπου εκεί ένα καλό μοναστήρι, ο Αϊ- Γιάννης…». Για ποιο μοναστήρι της περιοχής γίνεται λόγος, μάλλον είναι δύσκολο να εντοπίσουμε. Ισως να πρόκειται και για εύρημα του συγγραφέα. Δύο αράδες πιο κάτω σημειώνεται και ο Αλμυρός, καθώς ο κυρ – Γιάννης ο «αειπλάνητος» γυρόφερνε στα μοναστήρια της περιοχής: «- Οχι επήγα στον Αρμυρό εκάθησα ολίγες μέρες εκεί κοντά σ’ ένα μοναστήρι…» (3.578). Προφανώς εννοεί τη Μονή Κάτω Ξενιάς, αφού στην Ανω Ξενιά εκείνα τα χρόνια δεν εγκαταβιούσαν μοναχοί.
  1. «Τα λιμανάκια»: Σ’ ετούτο το διήγημα συναντούμε την πλέον ουσιώδη αναφορά της πόλης του Βόλου (τρεις φορές), γιατί παρουσιάζεται ως τόπος προμήθειας διαφόρων αγαθών από τους Σκιαθίτες, επισημαίνοντας τους δεσμούς και τις επαφές τους με το κυριότερο αστικό κέντρο και λιμάνι της περιοχής. Ακόμη καταγράφονται και άλλες τοποθεσίες των μαγνησιακών ακτών και του Παγασητικού, στη διαδρομή Βόλου – Σκιάθου, έστω και… μετατιθέμενες, όπως θα δούμε πιο κάτω. Η αρχή της υπόθεσης διαδραματίζεται στην παραλία του Βόλου και τα μαγαζιά της, απ’ όπου προμηθεύονταν ό,τι ήθελαν οι Σκιαθίτες και το διήγημα ξεκινά: «Τέλος αφού έφερε πολλές βόλτες, εντός της παραθαλασσίας αγοράς του Βόλου, ο καπετάν Ηλίας της Μπαμπλένως – και πού να θυμηθή όλας τας παραγγελίας όσας του είχον φορτώσει από το νησί οι καλοί πατριώται του…». (2.175). Και πιο κάτω σημειώνεται για τις προετοιμασίες του ταξιδιού της επιστροφής: «Ο καπετάν Ηλίας ελογάριαζεν ότι θα είχε καιρόν να φθάση το αργότερον την εσπέραν της παραμονής του Αγίου Βασιλείου εις την μικράν νήσον του, απέχουσαν περί τα τριάντα ναυτικά μίλια από τον Βόλον…» (2.176).

Βέβαια ο Παπαδιαμάντης συρρικνώνει την απόσταση Βόλου – Σκιάθου τουλάχιστον κατά δέκα μίλια, άγνωστο για ποιο λόγο.

Η τρίτη αναφορά του Βόλου είναι στο τελευταίο μέρος του διηγήματος που ο καπετάν Ηλίας για ν’ αποφύγει το ναυάγιο λόγω της φουρτούνας που εκδηλώθηκε, αναγκάζεται να πετάξει μέρος του φορτίου στη θάλασσα, προβαίνοντας δηλαδή σε αβαρία: «Ας έσωζε τουλάχιστον τας παραγγελίας! Αλλά πίσω εις την καμπίναν, σιμά εις τ’ άλλα οψώνια, ήτο μια δέσμη από χαρτόνι γεμάτον από βαρέα σίδερα, εργαλεία και από πάνω ήταν ένα ψαλίδι, το οποίον είχε παραγγείλει εις τον καπετάν Ηλίαν, να της φέρη από τον Βόλον, η Μαριώ η Μαλλίνα…» (2.180).

Οπωσδήποτε «Τα λιμανάκια» είναι το πιο «βολιώτικο» διήγημα του Παπαδιαμάντη.

Μνημονεύονται επίσης το Τρίκερι – δύο φορές – και ο Παγασητικός, αλλά συναντούμε και άλλα τοπωνύμια ασφαλών ορμίσκων που μπορούσε να προσεγγίσει για να προφυλαχτεί με σιγουριά, αν προέκυπτε ανάγκη, η βρατσέρα του καπετάν Ηλία: Χονδρή Αμμος, Ελαφοκκλήσι, Αη – Σώστης, Απάγκειο, Χαμογιαλός. Ομως ο Παπαδιαμάντης, προφανώς χάρη της μυθοπλασίας και όχι από άγνοια, διαφοροποιεί τις θέσεις κάποιων από τις αναφερόμενες τοποθεσίες. Τη Χονδρή Αμμο και το Ελαφοκκλήσι τα τοποθετεί μέσα στον Παγασητικό, ενώ όπως γνωρίζουμε βρίσκονται εξωτερικά στον νότιο βραχίονα της μαγνησιακής χερσονήσου, αναμεταξύ Τρίκερι και Πλατανιά. Μάλιστα ταυτίζει – με επιφύλαξη – το Ελαφοκκλήσι με τις αρχαίες Αφέτες (σ. 177) που ως γνωστόν αρχαιολόγοι τις τοποθετούν πιθανόν και στην περιοχή του Πλατανιά. Το τοπωνύμιο Αη – Σώστης δεν είναι δυνατόν ν’ αναφέρεται ούτε στον Αγιο Σώζοντα της Β.Δ. Σκιάθου, εκεί που η Φραγκογιαννού εξεμέτρησε τον βίο της «μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης», ούτε βέβαια στο συνώνυμο ακρωτήρι στον δίαυλο των Ωρεών πριν τον όρμο της Γλύφας. Εκτός κι αν ο Παπαδιαμάντης γνώριζε το ίδιο τοπωνύμιο στην περιοχή του Λεφόκαστρου. Οσο για τα δύο τελευταία μέρη της διαδρομής Βόλου – Σκιάθου που δεν χρειάστηκε ν’ απαγκιάσει η βρατσέρα, στο Απάγκειο και το Χαμογιαλό, μάλλον αποτελούν ονοματοθεσίες του συγγραφέα ή εκτός κι αν πρόκειται για περιορισμένης εμβέλειας τοπωνύμια ή δεν χρησιμοποιούνται πλέον. Πάντως οι πορείες στο ταξίδι του καπετάν Ηλία, συνυπολογίζοντας και τους πνέοντες ανέμους, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Πέρα, όμως, από τις όποιες μυθοπλασίες και φανταστικές τοποθεσίες του Παπαδιαμάντη, «Τα λιμανάκια» είναι ένα έξοχο ναυτικό, πρωτοχρονιάτικο διήγημα, με άρωμα Βόλου και Παγασητικού.

***

Τον Βόλο συναντούμε και σε τρία άρθρα του Παπαδιαμάντη.

  1. «Το Μακράκειον επεισόδιον εν Σκιάθω». Πρόκειται για μια επιστολή του Παπαδιαμάντη στην εφ. Ακρόπολις (30/7/1891) που αναφέρεται στην καταγγελία του θεολόγου Απ. Μακράκη σε βάρος δύο ιερέων της Σκιάθου, από τους οποίους ο ένας ήταν ο πατέρας του Παπαδιαμάντη, στην «Εισαγγελίαν Βόλου» (5.162). Ο Μακράκης ήταν γνωστός εκείνη την εποχή για τις αιρετικές απόψεις του και είχε κατηγορηθεί από την Ιερά Συνοδό ως «κακόδοξος και απειθής» (5.163).
  2. «Ταξείδι- Βαπόρι- Ρωμέικο». Εδώ περιγράφεται με πολλές λεπτομέρειες το ταξίδι του Παπαδιαμάντη από τον Πειραιά στον Βόλο στις 7 και 8/4/1894 για να γιορτάσει το Πάσχα με τους δικούς του στη Σκιάθο, έπειτα από 21 χρόνια. Ο συγγραφέας αναδεικνύει όλα τα κακώς κείμενα στα πλοία των ακτοπλοϊκών γραμμών εκείνης της εποχής, με γλαφυρό και αποκαλυπτικό λόγο. Ο Βόλος σημειώνεται δύο φορές: «Ανεπιτήδειος και ανίκανος διά παζάρια, εγώ είχα πληρώσει εννέα δραχμάς δι’ εισιτήριον Β’ θέσεως από Πειραιώς εις Βόλον…» (5.246). Και στο τέλος του κειμένου, με τον κατάπλου στο λιμάνι: «Την εσπέραν εφθάσαμεν εις Βόλον» (5.250).
  3. «Γεώργιος Δ. Δημητριάδης»: Πρόκειται για νεκρολογία του Παπαδιαμάντη σε φίλο του, που πέθανε μόλις 41 ετών και είχε εργαστεί ως καθηγητής και σε Γυμνάσιο του Βόλου: «Ακολούθως διετέλεσε καθηγητής εις τα Γυμνάσια Λαρίσης, Βόλου, Χαλκίδος και αλλαχού…» (5.337). Και πιο κάτω: «Εκ Βόλου απέστελλεν ενίοτε εις την Ακρόπολιν και άλλας εφημερίδας…».

***

Θα ήταν παράλειψη νομίζω να μη συμπεριλάβουμε, έστω επιγραμματικά, και όσα άλλα τοπωνύμια της ευρύτερης περιοχής του Βόλου (της Μαγνησίας) καταγράφει ο Παπαδιαμάντης. Το Τρίκερι, αναφέρεται στα: «Στον Χριστό στο Κάστρο» και «Βαρδιάνος στα σπόρκα». Στο δεύτερο επίσης μνημονεύονται η Ζαγορά, ο Λαύκος, ο Κισσός και το Προμύρι. Η Ζαγορά υπάρχει επίσης στο «Νεκρός Ταξιδιώτης» και το Προμύρι στα «Ερως – Ηρως» (μαζί με τον Πλατανιά) και «Θάνατος κόρης», ενώ στον «Πανταρώτα σημειώνεται η Μιτζέλα (Αμαλιάπολη). Το ακρωτήρι Σηπιάς το βρίσκουμε στα διηγήματα «Ερως – Ηρως», «Κρυφό Μανδράκι» και «Νεκρός ταξιδιώτης», που συναντούμε και τον Παγασητικό ως Παγασαίο Κόλπο. Τέλος, το Πήλιο εμπεριέχεται σε 15 διηγήματα και αποτελεί ένα από τα πιο συχνά τοπωνύμια στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Δεν θα επεκταθούμε σ’ εκείνα των Β. Σποράδων, γιατί θα ξεμακρύνουμε πολύ, ξεφεύγοντας από το αρχικό ζητούμενο του άρθρου μας που είναι οι αναφορές της πόλης του Βόλου στο έργο του Αλ. Παπαδιαμάντη.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου