Γρηγόρης Καρταπάνης: 25 ΜΑΪΟΥ 1898: Το τέλος της περιπέτειας του 1897

γρηγόρης-καρταπάνης-25-μαϊου-1898-το-τέλος-826243

Παρά το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις στον λεγόμενο «άτυχο» πόλεμο του 1897 ολοκληρώθηκαν σε διάστημα περίπου 35 ημερών, η κατάληψη της Θεσσαλίας από τους Τούρκους κράτησε 13 μήνες ως τα τέλη του Μάη του επόμενου χρόνου. Η καθυστέρηση της αποχώρησης οφείλεται αποκλειστικά στη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, για την υπογραφή της ειρηνευτικής συνθήκης, όπως επίσης και στην τελική εφαρμογή των όρων της, οι οποίοι υπήρξαν εξαιρετικά επαχθείς για τη χώρα μας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του αντιπάλου.

Όπως γνωρίζουμε, η ανακωχή υπογράφτηκε στις 7/5/1897, έξω από τη Λαμία, χάρη στην επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής και κυρίως της Ρωσίας, αφού είχε προηγηθεί ανάλογη αποτυχημένη προσπάθεια, λίγες μέρες νωρίτερα, πριν από τις τελευταίες μάχες στο Δομοκό. Από θέση ισχύος πλέον η Υψηλή Πύλη -παρά την αναπόφευκτη τελική υπακοή στο αίτημα των ευρωπαίων- ζητούσε πράματα και θάματα, ώστε να συναινέσει στην ειρηνευτική συμφωνία. Επιγραμματικά αναφέρουμε: Επαναπροσδιορισμό των συνόρων στην κατάσταση πριν το 1878, τεράστια οικονομική αποζημίωση αρκετών εκατομμυρίων λιρών, άρση του αποκλεισμού, από τα πλοία των ευρωπαϊκών δυνάμεων, των λιμανιών του Βόλου και της Πρέβεζας, αλλά και παύση των προνομίων που είχαν δοθεί στους υπόδουλους Ελληνικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και ακόμη, για να έχει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις, ζητούσε απευθείας συνομιλίες με την Ελλάδα δίχως τη διαμεσολάβηση τρίτων. Για τούτο και υπήρξαν σημαντικές καθυστερήσεις στην εξέλιξη των γεγονότων, έως ότου να βρεθεί ένας τρόπος προσέγγισης και συνεννόησης. Μόλις τον Σεπτέμβριο υπογράφτηκε το «προσύμφωνο» της ειρήνης μεταξύ των δύο πλευρών, για να ολοκληρωθεί η τελική συμφωνία στην Κωνσταντινούπολη στις 22/11/1897.

Τα στρατεύματα κατοχής όμως εξακολουθούσαν να παραμένουν -σαν μοχλός πίεσης- στα εδάφη που είχαν καταλάβει με αποκλειστικό σκοπό την εφαρμογή των όρων της ειρηνευτικής συνθήκης και κυρίως την καταβολή της οικονομικής αποζημίωσης, που επικυρώθηκε σε βάρος της Ελλάδας. Ετούτη υπήρξε η βασική επιδίωξη της Τουρκίας, αν και από πλευράς εδαφών παραχωρήθηκαν κάποια μικρά τμήματα, στρατηγικής όμως σημασίας, στην οριοθετική γραμμή του 1881.Η χώρα μας βρισκόταν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση στα οικονομικά, αφού πέρα από την πολεμική εμπλοκή, προϋπήρχε και το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», λίγα χρόνια πρωτύτερα. Αναγκαστικά λοιπόν βρέθηκε υπό το καθεστώς του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (Δ.Ο.Ε.), το οποίο επέβαλαν οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, το Μάρτιο του 1898, ώστε να υπάρξει η δυνατότητα για τη σχετική δανειοδότηση και την εξόφληση της αποζημίωσης. (Αυτά τα οικονομικά ζητήματα με την ξένη επίβλεψη νομίζω πως παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες με την σημερινή οικονομική κατάσταση της χώρας.)

Με αυτόν τον καθόλου τιμητικό τρόπο, πορεύτηκε το Ελληνικό κράτος τα επόμενα χρόνια, σε ό,τι αφορά την οικονομική του κατάσταση. Αν και υπήρχαν πλέον οι εγγυήσεις για την πληρωμή του ποσού, η αποχώρηση των τούρκων καθυστέρησε άλλους δύο μήνες, με τις γνωστές υπαναχωρήσεις και κωλυσιεργίες, κατά την πάγια τακτική τους, ως τα τέλη Μαΐου του 1898.

***

Ενώ για τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων έχουν γραφτεί πολλά, για την τουρκική κατοχή στην περιοχή και στην πόλη του Βόλου οι αναφορές μάλλον είναι λιγοστές. Άλλωστε πρόκειται για μια «θλιβερή παρένθεση», την οποία κανείς δεν θα ήθελε να θυμάται. Μπορεί να μην υπήρξε σκληρή η παρουσία του προσωρινού δυνάστη, αλλά οπωσδήποτε αυτός είχε την εξουσία στα χέρια του, περιορίζοντας σε δευτερεύοντα ρόλο τις τοπικές αρχές. Στο Βόλο Διοικητής ήταν ο Εμβέρ Πασάς για τον οποίο υπάρχουν και θετικές μαρτυρίες, ως πρόσωπο ηπίων τόνων. Αλλά όπως και να έχει το πράγμα το ’’κατακτητικό’’ καθεστώς διακυβέρνησης σίγουρα απείχε κατά πολύ από την ελεύθερη διαβίωση. Έτσι συναντούμε αρκετές πικρές μνήμες όταν ο Βόλος ξανάγινε «τούρκικο», εκείνη την εποχή, παραπέμποντας σε καταστάσεις, όχι ιδιαίτερα μακρινές, μιας και η απελευθέρωση είχε ολοκληρωθεί 16 χρόνια νωρίτερα. Δήμαρχος Βόλου, στη δύσκολη ετούτη περίοδο ήταν ο Ιωάννης Αργύρης (Χατζηαργύρης), τον οποίο ο Γιάννης Κορδάτος χαρακτηρίζει «τουρκόφιλο ως το κόκκαλο», αλλά κατά κοινή ομολογία χειρίστηκε με σύνεση την κατάσταση, αποφεύγοντας τις εντάσεις. Βέβαια ο Ζαγοριανός ιστορικός κατακρίνει γενικά την σύμπραξη των κοτζαμπάσηδων με τον κατακτητή, στα χωριά του Πηλίου και όλης της περιοχής. Ανάμεσα στα πολλά κι ενδιαφέροντα που καταγγέλλει, καταλήγει στο σχετικό κεφάλαιο: «Ως τις 25 του Μάη (1898) που έφυγαν οι Τούρκοι από τη Θεσσαλία, οι Θεσσαλοί πρόσφυγες είδαν μέρες μαύρης δυστυχίας, ενώ στο Πήλιο και στη Θεσσαλία οι κοτζαμπάσηδες με το να γίνουν φιλί – κλειδί με τους Τούρκους καταπίεζαν όσο μπορούσαν τη φτωχολογιά». (Ιστορία της Επαρχίας Βόλου και Αγιάς, σελ. 985.).Το γεγονός του ενδοτισμού στις ακραίες δουλικές του εκφάνσεις είναι σαφώς κατακριτέο, ειδικά όταν στρέφεται στην καταπίεση του άλλου, όμως από την άλλη η ανάγκη της αποφυγής ακροτήτων από πλευράς του κατακτητή υποχρέωνε σε ανάλογες πρακτικές.

Η πόλη του Βόλου τότε παρουσίαζε, όπως γνωρίζουμε, μια ιδιαίτερα ανοδική τάση σε όλους τους τομείς και περισσότερο στο εμπόριο, τη ναυτιλία και την βιομηχανία. Εκτελούνταν σπουδαία έργα ανάπτυξης με γοργούς ρυθμούς και αναπόφευκτο ήταν να επέλθει μια τελμάτωση από την Τουρκική παρουσία σε όλες τις δραστηριότητες, επαγγελματικές και κοινωνικές, στο διάστημα των 13 μηνών, ως τις 25 του Μάη του 1898.Τα λιμενικά έργα για παράδειγμα, είχαν μείνει ημιτελή και η μοιραία ανάσχεση κάθε κινητικότητας φαίνονταν παντού. Όμως το θετικό είναι πως δεν υπήρξε μακροπρόθεσμη επίδραση, αφού αμέσως μετά την αποχώρηση των Τούρκων η προηγούμενη δυναμική πορεία συνεχίστηκε ανεπηρέαστη, δίχως να παρουσιαστούν σημάδια οπισθοδρόμησης, παρά την πρόσκαιρη επιβράδυνση. Ο Δ.Τσοποτός σημειώνει σχετικά :

«… ηναγκάσθησαν πολλαί οικογένειαι να καταφύγωσιν εις Αθήνας και αλλαχού της Ελλάδος, επήλθεν δε νέκρωσις εις τη πρόοδο και εμπορικήν ζωήν της πόλεως επι εν έτος και πλέον, ήτοι μέχρι την 25 Μαΐου 1898… εξεκκενώθη πάλιν υπό των τουρκικών στρατευμάτων ο Βόλος και επανήλθε εις τους κόλπους της Μητρός Ελλάδος». (Ιστορία του Βόλου, σελ. 295).Και παρακάτω συνεχίζει : «Δεν εβράδυνε δε, να αναλάβη εκ της διαταράξεως της προκληθείσης εκ της τουρκικής κατοχής και συνεχίση την προοδευτικήν του εξέλιξιν εις την παρακολούθησιν της οποίας προβαίνομεν» (Οπ. π. σελ 298).

Λίγο καιρό πριν την οριστική αποχώρηση, συνέβη ένα τραγικό περιστατικό που καταδεικνύει το αληθινό πρόσωπο του κατακτητή. Ο λόγος, για τη δολοφονία του καθολικού ιερέα της πόλης π. Ιωάννη Δαλέζιου, όταν ο τελευταίος ετέλεσε ευχαριστήρια δοξολογία για τη διάσωση του Βασιλέα Γεώργιου Α΄ από εγκληματική απόπειρα στις 14 /2/1898. Παρά τις απειλητικές προειδοποιήσεις που δέχτηκε, δεν υπαναχώρησε και πλήρωσε με τη ζωή του το τίμημα της τολμηρής πράξης του, στις 7 Μαρτίου. Συνεπώς είχαμε να κάνουμε με ένα ανελεύθερο καθεστώς που θύμιζε κάποιες άλλες όχι ιδιαίτερα μακρινές εποχές.

Υπάρχουν επίσης μαρτυρίες του λαϊκού ζωγράφου Νίκου Χριστόπουλου για την ίδια περίοδο που κάνουν λόγο για απαγορεύσεις και αυστηρές διατάξεις της τουρκικής διοίκησης, ενώ υπήρξαν και καταστροφές. Αφότου επέστρεψε, ο ίδιος και η οικογένεια του, από τη Μιτζέλα, όπου είχαν καταφύγει, δεν μπορούσαν να μεταβούν στο χώρο διαμονής τους, στα Πευκάκια, μιας και το ναυπηγείο τους είχε υποστεί λεηλασίες και για τούτο χρειάστηκε έγγραφη διαταγή του ίδιου του Εμβέρ Πασά που να επιτρέπει την πρόσβαση στο χώρο της επιχείρησης. Παντού υπήρχαν στρατιωτικές φρουρές, με άγριους Οθωμανούς και το λιμάνι παρουσίαζε μια τραγική όψη όλο ακαθαρσίες και καταστροφές, μιας και τα έργα είχαν διακοπεί. Υπάρχουν στα χειρόγραφα του Χριστόπουλου αρκετές μαρτυρίες για τα δρώμενα εκείνου του καιρού, τις οποίες έχουμε δημοσιεύσει σε ιδιαίτερα άρθρα μας.

Έπρεπε να φτάσει η 25η του Μάη 1898, 120 χρόνια πρωτύτερα, για να πραγματωθεί η απελευθέρωση της πόλης μας, αλλά και όλης της Θεσσαλίας, για μια ακόμη φορά σε σύντομο χρονικό διάστημα, αφού η 2α Νοεμβρίου 1881 δεν απείχε και πολύ χρονικά. Τα σημάδια της 13άμηνης κατοχής γρήγορα επουλώθηκαν και η ανοδική πορεία εξακολούθησε με γοργούς ρυθμούς. Η αποχώρηση του εισβολέα όμως, έγινε απαρχή και για την αναχώρηση και των τούρκικών πληθυσμών που παρέμεναν στη Θεσσαλία μετά το 1881, συμβιώνοντας ειρηνικά με τους ντόπιους. Ίσως πλέον να κατάλαβαν τη διαφοροποίηση της κατάστασης και προτίμησαν να μεταβούν σε εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό κράτησε όλα τα αμέσως επόμενα χρόνια και στα 1907 σε όλη τη Θεσσαλία, της οποίας ο πληθυσμός άγγιζε τις 400 χιλ. καταγράφονται μόνο 2.795 κάτοικοι τουρκικής καταγωγής. (Β. Χαστάογλου, Βόλος πορτραίτο της πόλης το 19ο και 20ο αιώνα, σελ. 67 και 77).

Η περιπέτεια του 1897 είχε φτάσει στο τέλος της.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου