ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ψυχανάλυση, η απάντηση στην εισβολή των αριθμών

ψυχανάλυση-η-απάντηση-στην-εισβολή-τω-143762

Γράφει η Μαρία – Αννα Καρατζούνη, Κλινικός Ψυχολόγος, Λακανικός ψυχαναλυτικός προσανατολισμός

Εισέβαλε στη ζωή μας, διατεταγμένη από την ευρωπαϊκή ένωση, μια πανελλήνια στατιστική έρευνα (www.statistics.gr), σχετική με τα δεδομένα της υγείας του πληθυσμού μας και διατείνεται πως, όχι απλά σκιαγραφεί αλλά, διαγιγνώσκει μεταξύ άλλων την ψυχοπαθολογία του Ελληνα μέσα στα χρόνια της κρίσης.

Τρανταχτά τα αποτελέσματά της: Η κατάθλιψη αυξήθηκε κατά 80% (σε σχέση με τα ευρήματα της προηγούμενης έρευνας!)

Πάρα πολύ περιληπτικά, ποσοστά συμμετεχόντων «δήλωσαν» κατάθλιψη, ποσοστά εφήβων ηλικίας 15+ δήλωσαν αγχώδεις διαταραχές κι επισκέψεις σε ειδικούς ψυχικής υγείας ενώ δόθηκαν κι απαντήσεις σε ερωτήσεις – πρωτοείσακτες – που αναφέρονταν στον αυτοκτονικό ιδεασμό και σε άλλα «αρνητικά» συναισθήματα.

Τα αποτελέσματά της μας προβληματίζουν όχι τόσο επειδή τα στατιστικά της όποιας ψυχοπαθολογίας δείχνουν ν’ αυξάνονται, όσο διότι ένα ερευνητικό ερωτηματολόγιο επιτρέπει διαγνώσεις εθνικής εμβέλειας!

Είναι αλήθεια πως τα αποτελέσματα αυτά μας αφορούν όλους! Με ποιόν τρόπο όμως;

Εχουμε εξοικειωθεί με μια καθημερινότητα γεμάτη από αριθμούς και ποσοστά που από τη στιγμή που η κρίση στη χώρα μας παγιώθηκε χρησιμοποιούνται ακόμη περισσότερο με στόχο μεταξύ άλλων την ενημέρωση περί του τι μας συμβαίνει.

Η κρίση ορίζεται ως μία απότομη κι αποφασιστική αλλαγή, ως μια ξαφνική έκφραση ή απότομη επιδείνωση μιας κατάστασης και ως μια περίοδος αποφασιστική ή/και επικίνδυνη για την ύπαρξη. Η οικονομική κρίση συνεπάγεται μία ρήξη ανάμεσα σε οικονομικά μεγέθη όπως η παραγωγή και η κατανάλωση. Κρίση επίσης σημαίνει ανέχεια ή ανεπάρκεια.

Για τον Freud το ανθρώπινο όν διακατέχεται από μια φιλοδοξία- που είναι πάντα σταθερή μέσα του αλλά που δεν πραγματώνεται ποτέ, να κατακτήσει έναν ανέφικτο στόχο, αυτόν της απόλυτης ευτυχίας.

H κρίση όπως τόσο σκληρά βιώνεται σε κοινωνικό, οικονομικό, βιοτικό και συναισθηματικό επίπεδο απομακρύνει τον άνθρωπο από τη φιλοδοξία του κι αποτελεί, κατά τον ορισμό του Jacques Lacan ένα Πραγματικό που εισβάλει, και που δεν είναι πάντα εύκολο να νοηματοδοτηθεί, να συμβολοποιηθεί. Πιο απλά, πρόκειται για μία κατάσταση που σοκάρει τον άνθρωπο, ωστόσο, το κάθε υποκείμενο ανάλογα με τη δομή του ψυχισμού του θα επιδιώξει με περισσότερο ή λιγότερο άγχος να ξεπεράσει αυτό που του συμβαίνει νοηματοδοτώντας το.

Για τον Lacan το άγχος αποτελεί το μόνο συναίσθημα που δεν ξεγελά: Το άγχος είναι το σημείο στο οποίο το υποκείμενο αναιρείται μεταξύ μιας στιγμής στην οποία δεν γνωρίζει πια πού βρίσκεται, κι ενός μέλλοντος στο οποίο δεν θα είναι ποτέ ξανά σε θέση να ξαναβρεί τον εαυτό του.

Υποστηρίζει δε, ότι το άγχος αποτελεί τον ριζικό κίνδυνο τον οποίο το υποκείμενο επιχειρεί να αποφύγει πάση θυσία, κι ότι τα διάφορα υποκειμενικά μορφώματα που συναντά κανείς στην ψυχανάλυση, από τις φοβίες ως τον φετιχισμό, αποτελούν μέσα προστασίας κατά του άγχους.

Οι εκφράσεις του άγχους ποικίλλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο γι’ αυτό και οι ψυχιατρικές του περιγραφές κάνουν αναφορά σε ψυχονοητικά όπως ανησυχία, στενοχώρια και σε σωματικά φαινόμενα όπως αναπνευστικές δυσκολίες, ταχυπαλμία, μυϊκή ένταση, εξάντληση, ζάλη, εφίδρωση, τρόμο κλπ. ενώ διαχωρίζονται οι καταστάσεις γενικευμένου άγχους και οι κρίσεις πανικού.

Ο σημερινός άνθρωπος ζει-συν τοις άλλοις-σε μια εποχή κρίσης στο επίπεδο των ταυτίσεων κι αυτό καθιστά δύσκολη τη στήριξή του σε συλλογικά ιδεώδη όπως η έννοια της οικογένειας ή του έθνους.

Οι παιδικές κι εφηβικές ηλικίες δεν εξαιρούνται των συνεπειών της εποχής, αντίθετα τα παιδιά αποτελούν πρωταρχικούς δέκτες. «Το σύμπτωμα του παιδιού είναι σε θέση να απαντήσει σε ό,τι συμπτωματικό υπάρχει στη δομή της οικογένειας», λέει ο Lacan.

Μεγαλώνοντας μέσα στις ενορμήσεις, φαντασιώσεις κι επιθυμίες των γονιών από την παιδική τους ηλικία οι έφηβοι προσπαθούν να αποχωριστούν τα «γονεϊκά κατάλοιπα» κι αυτό αποτελεί μια υγιή διεργασία. Τόσο όμως οι σύγχρονες με την ηλικία διεργασίες όσο και οι συνέπειες της κρίσης σε απτά πεδία της καθημερινότητας όπως η ανεργία, η οικονομική δυσχέρεια, το κακό συναισθηματικό κλίμα στην οικογένεια, η ανομοιογενής εικόνα σε σχέση με το σύνολο είναι ικανές να εντείνουν το ήδη υπάρχον άγχος των εφήβων και να τους οδηγήσουν σε απελπισία και πολλές μορφές ιδεασμών, όμως στην πραγματικότητα ο καθένας τους έχει μια διαφορετική εξήγηση για ό,τι ζει. Ευτυχώς εν μέσω κρίσης έχουν την ευκαιρία να συμβουλευτούν ειδικούς.

Η έμφαση στον ένα και μοναδικό όρο -της κατάθλιψης- παραβλέποντας ακόμα και τις ψυχιατρικές ταξινομήσεις που αναδεικνύουν τις παθολογικές αποχρώσεις στις οποίες δύναται αυτός να ενταχθεί, όπως στις καταθλιπτικές προσωπικότητες, στη μελαγχολία, την κατάθλιψη, στα καταθλιπτικά χαρακτηριστικά ψυχωσικών καταστάσεων μας προκαλεί ν’ αναρωτηθούμε για το εάν όντως είμαστε μια «καταθλιπτική κοινωνία».

Η κλινική πρακτική δεν επιβεβαιώνει τόσο γενικευμένα αυτή την ειδική παθολογική κατάσταση εφόσον ο κάθε ηλικίας αναλυόμενος δύναται να αναδείξει τις λεπτές νότες του δικού του ψυχισμού μέσω του λόγου του κι όχι μέσω απαντήσεων σε προκατασκευασμένες ερωτήσεις.

Ωστόσο, βλέπουμε πως, με ένα παράδοξο τρόπο, μία έρευνα καταφέρνει να παίζει όχι απλά το ρόλο εκείνου που ενημερώνει αλλά εκείνου που επιβάλει μία γνώση αδιαπραγμάτευτη.

Ο κάθε άνθρωπος, κάθε ηλικίας έχει τη δική του εξήγηση γι’ αυτό που συμβαίνει σ’ εκείνον και την κοινωνία όπου ζει αντλώντας τη γνώση μέσα από το ασυνείδητό του.

Η Λακανική ψυχανάλυση αναδεικνύει τη γνώση παίρνοντας θέση απέναντι σε θέματα που καλούν τον άνθρωπο να τα δεχθεί χωρίς προβληματισμό, πολύ απλά διότι η επιθυμία του ψυχαναλυτή δεν δέχεται τον άνθρωπο ως απλό θεατή της ζωής του.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου