ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΙΚΑ

Οικοδομή, ή θερμαίνει ή καίει την οικονομία*

οικοδομή-ή-θερμαίνει-ή-καίει-την-οικον-456053

«Όταν η οικοδομή πάει καλά, όλα πάνε καλά»: Αυτή η άποψη, που επικρατεί διεθνώς για τον συγκεκριμένο κλάδο, οφείλεται στην αποδεδειγμένη συμβολή του στο ντοπάρισμα της οικονομικής μεγέθυνσης. Όμως, όταν η μεσαία τάξη βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπη με σοβαρά προβλήματα, όταν μειώνεται η δυνατότητα των εν δυνάμει αγοραστών να προσφύγουν στον δανεισμό, τότε, «τίποτα δεν πάει καλά».
 

«Με την παραμικρή αναφορά στον κλάδο των ακινήτων, μας έρχεται αμέσως στον νου η κερδοσκοπική φούσκα», παρατηρεί ο Αντάμ Σ. Ρόζεν, οικονομολόγος του Peterson Institute της Ουάσιγκτον. «Ωστόσο, στη βάση αυτού του κλάδου υπάρχει όντως μια υπαρκτή ζήτηση. Χωρίς αυτήν, δεν θα ανθούσαν τα κερδοσκοπικά φαινόμενα». Πράγματι, η ζήτηση κατοικιών, σε παγκόσμιο επίπεδο, αυξάνεται διαρκώς.

Σύμφωνα με πρόσφατη στατιστική μελέτη που πραγματοποίησε η Euromonitor International, «σε ολόκληρο τον κόσμο, οι μεσαίες τάξεις σταδιακά διογκώνονται », κάτι που μεταφράζεται σε μια διαρκή πίεση στην κτηματαγορά: οι δημογραφικές εντάσεις και η αισθητή βελτίωση της αγοραστικής δύναμης σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες συμβάλλουν στην άνοδο της ζήτησης, της οποίας ο μέσος ετήσιος ρυθμός σε παγκόσμιο επίπεδο ανέρχεται στο 8%.

 

Διαρκής η ζήτηση

Αλλά, η ζήτηση απέχει πολύ από το σημείο της πλήρους ικανοποίησής της: η έλλειψη κατοικιών αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό πολλών χωρών, είτε αυτές ανήκουν στη λέσχη των χωρών με πλούσιους πολίτες (Ιταλία, Ελλάδα, Βρετανία), είτε όχι (Αλγερία, Αίγυπτος, Αργεντινή). Επιπλέον, η τάση ενισχύεται από τη συνεχή αύξηση των νοικοκυριών που αποτελούνται από έναν μονάχα ενήλικα, κυρίως στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Ιαπωνία.

Αυτή ακριβώς η παγκόσμια ανισορροπία ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά είναι η αιτία της χωρίς προηγούμενο ανάπτυξης του κατασκευαστικού κλάδου σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως αναφέρεται σε μελέτη του γραφείου Xerfi, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, «σε παγκόσμιο επίπεδο, η αδιάλειπτη αύξηση του κύκλου εργασιών όλων των δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με τα ακίνητα » υπήρξε πρωτοφανής. Καθώς στον κλάδο παρατηρείτο μια μέση ετήσια άνοδος 4% (με ρεκόρ 10% το 2001), θεωρήθηκε ένας από τους πιο δυναμικούς της παγκόσμιας οικονομίας και συνέβαλε στη διατήρηση της άνθησής της, παρά το απότομο σπάσιμο της φούσκας των νέων τεχνολογιών τον Μάρτιο του 2000.

Τα ακίνητα απλώνουν τη σφαίρα επιρροής τους σε πολλούς τομείς: στην «πραγματική» οικονομική δραστηριότητα, στον πιστωτικό τομέα, στην κατανάλωση των νοικοκυριών και στη χρησιμοποίηση της αποταμίευσής τους για την απόκτηση ακίνητης περιουσίας. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, ο κλάδος των ακινήτων -περιλαμβάνει, αφ’ ενός, όλες τις κατασκευαστικές δραστηριότητες πλην των δημοσίων έργων, και, αφ’ ετέρου, τα κτηματομεσιτικά γραφεία και τη χρηματοδότηση της αγοράς ακινήτων- είναι ο όγδοος εργοδότης σε παγκόσμιο επίπεδο. Μάλιστα, το 80% των θέσεων εργασίας που δημιουργεί αφορούν την οικοδομή .

Μοχλός ανάπτυξης

Στη Γαλλία, όπου, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Institut de l’ Epargne Immobiliere et Fonciere συμβάλλει στο 18% της αύξησης του ΑΕΠ, ο κλάδος των ακινήτων αποτελεί τον σημαντικότερο μοχλό της οικονομίας, τον δεύτερο παραγωγό πλούτου μετά τον κλάδο των υπηρεσιών προς τις επιχειρήσεις και τον έκτο εργοδότη της χώρας (7% του εργατικού δυναμικού) .

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο κλάδος αντιπροσωπεύει το 15% της οικονομικής δραστηριότητας -μάλιστα, δεδομένου ότι υπάρχουν είκοσι δείκτες που τον αφορούν, αποτελεί τον κλάδο που συνηθίζουν να παρατηρούν περισσότερο τα αμερικανικά ινστιτούτα που μελετούν την οικονομική συγκυρία.

Και ο αμερικανός οικονομολόγος Γουίλιαμ Φλεκενστάιν υπενθυμίζει: «Στην πλειονότητα των ανεπτυγμένων οικονομιών ισχύει ένας απλός νόμος: η παραμικρή υποχώρηση του κλάδου των ακινήτων συνεπάγεται την επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης και την αύξηση της ανεργίας ».

Όμως, σε πολλές χώρες είναι εξαιρετικά δύσκολος ο υπολογισμός της συμβολής του κλάδου στην εθνική οικονομία, εξαιτίας της έλλειψης αξιόπιστων στατιστικών. Για παράδειγμα, έχουμε την τάση να υποτιμάμε το ποσοστό της «μαύρης εργασίας» στα εργοτάξια.

Πράγματι, η οικοδομή αποτελεί, μαζί με τα τουριστικά επαγγέλματα και την εστίαση, έναν από τους κυριότερους κλάδους που συντηρούν τη «μαύρη εργασία». Μάλιστα, η διαπλοκή του με την παραοικονομία αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για κάθε είδους άτομα που επιδίδονται σε παράνομες δραστηριότητες, από τα δίκτυα διακίνησης λαθρομεταναστών ώς τις ομάδες της μαφίας που αναζητούν νόμιμες δραστηριότητες για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος.

Εξάλλου, ο κλάδος των ακινήτων επηρεάζει εύλογα τόσο την κατανάλωση όσο και τις δαπάνες για την αγορά οικιακού εξοπλισμού.

Στις βιομηχανικές χώρες, βρίσκεται στην πρώτη θέση όσον αφορά την κατανάλωση των νοικοκυριών, τα οποία αφιερώνουν σε αυτόν κατά μέσον όρο το 20-30% του εισοδήματός τους. Εκτός από το ενοίκιο, σε αυτό το κονδύλι των νοικοκυριών περιλαμβάνονται όλες οι δαπάνες που αφορούν την κατοικία (δάνεια, ασφάλιστρα, κ.λπ.), όπως επίσης και ο εξοπλισμός της -μάλιστα, το μερίδιο του τελευταίου ανεβαίνει διαρκώς.

Πράσινες καινοτομίες

Εκτιμάται δε, ότι ο κλάδος των ακινήτων θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με έντονο ρυθμό κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών, καθώς, στο πλαίσιο της προσπάθειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, θα προσελκύσει επενδύσεις αρκετών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Το ήμισυ των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα οφείλεται στα υπάρχοντα κτίρια, ενώ σε αυτά κατευθύνεται και το 40% της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, λοιπόν, χάρη στην «πράσινη οικονομία» που προβάλλεται ολοένα συχνότερα ως μια διέξοδος για την αντιμετώπιση της ύφεσης, θα δρομολογηθούν σημαντικά προγράμματα εκσυγχρονισμού των κτιρίων και συμμόρφωσής τους με τις περιβαλλοντικές προδιαγραφές: ο κλάδος υπολογίζει το ύψος τους, μονάχα για τις ανεπτυγμένες χώρες, στο ένα τρισεκατομμύριο δολάρια.

Επιπλέον, τα ακίνητα δεν αποτελούν μονάχα μια εξαιρετικά σημαντική οικονομική δραστηριότητα, αλλά και ένα επενδυτικό προϊόν στο οποίο διατίθεται περισσότερο από το ένα τρίτο της παγκόσμιας ιδιωτικής αποταμίευσης, καθώς προορίζονται, τόσο για ιδιοκατοίκηση όσο και για εκμετάλλευση.

Αντίθετα απ’ ό, τι πιστεύεται, η κερδοσκοπική φούσκα δεν οφείλεται στα νοικοκυριά, αλλά, κυρίως, στους θεσμικούς επενδυτές και στα πάσης φύσεως κερδοσκοπικά κεφάλαια: κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, επένδυσαν σε ολόκληρο τον κόσμο περισσότερα από 10 τρισ. δολάρια σε αυτόν τον κλάδο -μέρος των επενδύσεων κατευθύνθηκε σε πολυτελέστατες κατοικίες- ενισχύοντας έτσι την ήδη ανοδική τάση της αγοράς.

Όπως εξηγεί και ο διαχειριστής ενός παρισινού κερδοσκοπικού κεφαλαίου που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του, η κερδοσκοπική φούσκα οφείλεται στη σύγκλιση δύο σημαντικών τάσεων: η πρώτη είναι η -αυθόρμητη ή όχι- επιθυμία πολλών νοικοκυριών να αποκτήσουν ιδιόκτητη στέγη. Η δεύτερη συνίσταται στη στρατηγική της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας, η οποία, τα τελευταία χρόνια, βασιζόταν στην ανακύκλωση ενός μέρους της ρευστότητάς της με τη χορήγηση ιδιαίτερα προσοδοφόρων στεγαστικών δανείων.

Οι κατασκευαστικές εταιρείες και τα λόμπι του χρηματοοικονομικού τομέα ενθάρρυναν τις αρχές να προβάλλουν και να προωθήσουν την απόκτηση ιδιόκτητης στέγης, έτσι ώστε να πειστούν τα νοικοκυριά να στραφούν σε αυτήν την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, κάτι τέτοιο συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών για τις προεδρικές εκλογές του 2000 και του 2004. Μάλιστα, λίγο πριν από την επανεκλογή του, ο Τζορτζ Μπους συνηγορούσε υπέρ μιας κοινωνίας των ιδιοκτητών («ownership society»).

Το ίδιο επιχείρημα υιοθετήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2006 και από τον Νικολά Σαρκοζί , ο οποίος έκανε την εξής δήλωση σε μια προεκλογική του συγκέντρωση: «Στο πρόγραμμά μας περιλαμβάνεται και η πρόσβαση όλων στην ιδιοκτησία στέγης ». Στην Κίνα, στο τέλος της δεκαετίας του 1990, οι αρχές προχώρησαν σε νομοθετικές ρυθμίσεις για να επιτρέψουν στους Κινέζους να αποκτήσουν πρόσβαση στα ενυπόθηκα δάνεια: έτσι, ο αριθμός των νοικοκυριών που συνήψαν δάνειο αυτού του είδους πέρασε, από το 1% το 1998, στο 13% το 2006, ενώ το 2015 το ποσοστό τους θα έχει ξεπεράσει το 24%.

Εικονικός πλούτος

»Όσο κι αν φαίνεται ανορθολογικό, όταν οι άνθρωποι αγόραζαν ένα ακίνητο, αισθάνονταν ότι είχαν γίνει πλούσιοι, έστω κι αν είχαν δανειστεί για να πραγματοποιήσουν αυτήν την αγορά. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που τους είχαν προειδοποιήσει για τον κίνδυνο που διέτρεχαν, εξηγώντας τους ότι ο πλούτος ήταν εικονικός και ότι η αξία του ακινήτου τους μπορούσε να υποτιμηθεί ανά πάσα στιγμή, ακολουθώντας τις διακυμάνσεις της αγοράς».

Εξάλλου, και στη Γαλλία, όταν τέθηκε ζήτημα αύξησης της αγοραστικής δύναμης των γάλλων πολιτών, ο Νικολά Σαρκοζί τάχθηκε υπέρ των «ανοιχτών ενυπόθηκων δανείων»: πρόκειται για τη χορήγηση ενός ή περισσότερων καταναλωτικών δανείων για τα οποία θα παρέχεται εγγύηση μέσω της υποθήκευσης ενός ακινήτου. Στον βαθμό που θα αποπληρώνονται τα δάνεια, θα μπορούν να χορηγούνται νέα. Όμως, αυτή η μέθοδος υποκρύπτει τον κίνδυνο συνεχούς και αλόγιστης υπερχρέωσης.

Τελικά, ο συνδυασμός των χαμηλών επιτοκίων, της εισβολής των κερδοσκοπικών κεφαλαίων στον κλάδο των ακινήτων και του διαρκούς δανεισμού των νοικοκυριών, οδήγησε στην καταστροφή, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.

Η κερδοσκοπία ώθησε τις κατασκευαστικές εταιρείες να κατασκευάζουν ολοένα περισσότερα ακίνητα -μεταξύ 2001 και 2007, η οικοδομή δημιούργησε το 40% των νέων θέσεων εργασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες- και, όταν άρχισαν να εκλείπουν οι αγοραστές για τις πλεονάζουσες κατοικίες, προκειμένου να τροφοδοτηθεί η κερδοσκοπική φούσκα, οι πωλητές στράφηκαν προς τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα, ενθαρρύνοντάς τα να αγοράσουν κατοικίες που δεν είχαν καν τη δυνατότητα να νοικιάσουν. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε στην κρίση των subprime, κι ύστερα στη σχεδόν πλήρη χρεοκοπία πολλών μεγάλων τραπεζών που είχαν κερδοσκοπήσει επενδύοντας σε αυτά τα παρακινδυνευμένα χρηματοοικονομικά προϊόντα .

Ευτυχώς δεν επλήγησαν στον ίδιο βαθμό όλες οι ανεπτυγμένες χώρες: η κρίση απέδειξε ότι το κοινωνικό περιβάλλον μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εμπόδιο στις πολιτικές στρατηγικές που ενθαρρύνουν τον δανεισμό για αγορά ακινήτων με στόχο τη διατήρηση της κατανάλωσης και της οικονομικής μεγέθυνσης. Μέχρι αυτή τη στιγμή, στη Γαλλία, και κυρίως στη Γερμανία, οι ζημιές είναι περιορισμένες, καθώς σε αυτές τις χώρες η πλειονότητα θεωρεί ότι είναι προτιμότερο να νοικιάζει κανείς την κατοικία του, παρά να την αγοράζει.

Στη Γερμανία, για παράδειγμα, μονάχα το 44% των πολιτών έχει στην κυριότητά του κάποιο ακίνητο: οι υπόλοιποι προτιμούν να αποφύγουν τον δανεισμό, έστω κι αν ο αριθμός των ενυπόθηκων δανείων αυξάνεται κάθε χρόνο κατά 5%. Αντίθετα απ’ ό ,τι συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γαλλία και στη Γερμανία οι πολίτες δεν βλέπουν με καλό μάτι την έννοια της υποθήκης, τη συνδέουν, μάλιστα, με κοινωνική υποβάθμιση.

* Αναδημοσίευση από τη γαλλική εφημερίδα Le Monde , άρθρο του δημοσιογράφου  AKRAM BELKALD.

 

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου