Της Κατερίνας Σχιζονίκα
Το δέντρο αυτό, που η καταιγίδα
μέσα του φώλιαζε
και τα πουλιά κρυμμένα
στα φύλλα σπαρταρούσαν,
το δέντρο αυτό,
που η μοίρα κρεμάστηκε
στο πιο ψηλό κλωνί
και στο κορμί του μέσα
θεμέλιωσε μια πίστη….
Δες το… έχει σκορπίσει νεκρό.
Τώρα στο κούφιο σώμα
ο αέρας θα περνά.
Η βροχή στα κλαδιά θα στεγνώνει.
Στ’ απλωμένα χέρια, έντομα
τη στοργή θα μοιράζονται.
Το καλοκαίρι σαύρες
θα σέρνουν το κορμί τους.
Πως άλλαξαν όλα…
Τώρα ο βράχος μένει γυμνός,
χωρίς συντροφιά,
να σαπίζει στην αλμύρα.