ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Οι βρεγμένες γάτες

οι-βρεγμένες-γάτες-679412

Της Εύας Λόλιου

Το ολόγιoμο φεγγάρι έλουζε τον απότομο ψηλό βράχο, χρωματίζοντας με ασήμι τα σκαρφαλωμένα σπίτια και τις γάτες στις σκεπές.

Τα μπουριά πυρακτωμένα απ’ τα ξύλα στις σόμπες, αναστέναζαν γκρίζα χνώτα μυρωμένα με κάστανα και φλούδες πορτοκαλιών.

Καμπούριαζαν οι γάτες, ανατριχιασμένες απ’ τον θόρυβο του φεγγαριού καθώς χτυπούσε τα πλευρά του στο σκοτάδι.

Ολημερίς στο χωριό έβρεχε και τις έβλεπες να προσπαθούν να συμπτυχθούν τόσο, ώστε να κρυφτούν κάτω απ’ τα τραπέζια του καφενείου και στα περβάζια των παραθύρων.

Ο κυρ – Φώτης με μια ξύλινη βέργα χτυπούσε τις λακκούβες του πλακόστρωτου με τα μαζεμένα νερά, εξαγριωμένος που του έσπασαν το πιθάρι με τον βασιλικό του.

«Τσουζ, άτιμα θηλυκά, γιόμισε ο τόπος τις πομπές σας! Αχαΐρευτες, τεμπέλες, κουνίστρες!».

Και το γλωσσάρι του φιδογύριζε απ’ άκρη σε άκρη στο χωριό, κάνοντας τα παιδιά να τον περιγελούν μιμούμενα τα λόγια του.

Στις δώδεκα της μεσημβρινής έπιασε ένας νοτιάς στο Τρίκερι, που έφυγαν μαζί με τα σύννεφα και όλα τα τραπέζια με τις υπόλοιπες γλάστρες.

Ο πατέρας αφού ρούφηξε την τελευταία κουταλιά απ’ την κρεμμυδόσουπα, έκαμε τον σταυρό του και βγήκε στο κατώφλι του σπιτιού να καπνίσει.

Τον ακολούθησα, σαν να μου έκλεισε το μάτι στην τελευταία μουσκεμένη μπουκιά.

«Για δες Νικολή τον Ατρόμητο, σαν σκύλος μωρέ μοιάζει και αυτός, να τις μουντάρει θέλει τις αθεόφοβες», είπε με μια περηφάνια κοιτώντας το καΐκι μας.

«Κρυφά της μάνας σου της ψυχοπονιάρας, φέρε τα παλτά μας και πάμε για κυνήγι, σήμερα θα τις ρίξουμε τα δίχτυα, να τις πετάξουμε στο νησί».

Κοκάλωσα και δεν έκαμα βήμα, δαγκώθηκε η καρδιά μου.

Πώς θα έσωζα απ’ τα δίχτυα του πατέρα την μικρή μου Χιονάτη, την Κανέλλω, την Αραπίνα, τον Ασχημομούρη;

Δεν θα τις άφηνε στο νησί, θα τις έπνιγε στη άμπωτη του φεγγαριού.

Τον διάβαζα τον πατέρα στις σπίθες των ματιών του. Με ένα παράπονο κλάμα, έπεσα στα πόδια του ικετεύοντας για τη ζωή τους.

«Θα φύγουν πατέρα, θα τις διώξω ’γω, μ’ ακούνε. Δώσε μου του φεγγαριού τον χρόνο, να.. έως ότου ξεφουσκώσει θα στις έχω κάμει εγώ να ανέβουν στην Βαγγελίστρα, άδειασαν ’κει τα κελιά του πάτερ Συμεών».

Σούρωσε ο πατέρας το μέτωπο σκεφτικός, αφήνοντας τον θυμό απ’ τα φρύδια του. Του φίλησα το χέρι και πήρα τον δρόμο για τις βρεγμένες γάτες.

Μέσα στον Ατρόμητο είχα κρυμμένο το μαγικό μου φλάουτο.

Ξεκίνησα έναν σκοπό βρόχινο περπατώντας στα σοκάκια του χωριού.

Κάνοντας μικρά βήματα ξεκίνησε το ψιχάλισμα, με κανονικά έπεσαν οι πρώτες χοντρές σταγόνες και με δυνατά, μεγάλα βήματα έφερα την βροχή!

Γρυλίσματα και συριγμοί σκόρπισαν ολούθε στο αφροκύκλωτο νησί.

Τρομαγμένες κάποιες ανέβηκαν στα ψηλότερα κλαριά των δέντρων και κάποιες άλλες στα κατάρτια των πλοίων.

Ηταν έτοιμες να γαντζώσουν τα νύχια τους στο χρυσό κουβάρι που ξετυλίγονταν παιχνιδιάρικα στον ουρανό…

Καμπούριαζαν οι γάτες, κουνώντας τα αυτιά προς τα πίσω, να γραπώσουν το φεγγάρι, καθώς χτυπούσε τα πλευρά του στο σκοτάδι…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου