ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Οι Σοφαδίτες της Μαγνησίας: «Από τον κάμπο στο Πήλιο…»

οι-σοφαδίτες-της-μαγνησίας-από-τον-κά-658734

Του ΚΩΣΤΑ ΛΙΑΠΗ

Είναι, θαρρώ, πανθομολογούμενο πως ο Σύλλογος Σοφαδιτών Μαγνησίας, ένας από τους μεγαλύτερους και ζωντανότερους πολιτιστικούς φορείς του Βόλου, με την συνεχή και ολοένα πιο ποιοτική δραστηριότητά του, επιβεβαιώνει την ολοένα και πιο ανοδική του πορεία και προσφορά, που τον φέρνουν ανάμεσα στα πρωτοπόρα σωματεία της πόλης μας. Γεγονός ιδιαίτερα τιμητικό τόσο για την παλιά όσο και νεότερη πατρίδα των πολυάριθμων μελών του αλλά και των λοιπών συμπατριωτών του.

Πρόσφατο επίτευγμά του το ετήσιο ημερολόγιό του για το 2019, που για μια ακόμα χρονιά εντυπωσιάζει με την κεντρική του πλατιά και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορική αναφορά, που κατά κάποιο τρόπο αποτελεί συνέχεια εκείνης του περσινού ημερολογίου του Συλλόγου, όπου ο λόγος έγινε για τους μακρινούς και τους νεότερους προγόνους των σύγχρονων κατοίκων των Σοφάδων. Στο φετινό, λοιπόν, καλαντάρι του, τιμής ένεκεν ο λόγος περνάει στην πόλη του Βόλου και την ευρύτερη περιοχή του, που, όπως σημειώνεται από τους συντάκτες του, «μας πήρε στον κόρφο της κι έγινε η δεύτερη πατρίδα μας, μόλο που πάντα νοσταλγούμε τα δύσκολα παιδικά μας χρόνια στον τόπο μας». Τίτλος τούτης της φετινής ημερολογιακής έκδοσης, που είναι αφιερωμένη στη μνήμη του λαμπρού και πολυαγαπημένου Σοφαδίτη αλλά και για πολλά χρόνια Βολιώτη πνευματικού δημιουργού Νίκου Μπαζιάνα, «Από τον κάμπο στο Πήλιο… Οι Σοφαδίτες στον Βόλο» (Γραφιστική προσαρμογή: Βασιλική Τσέργα, εκτύπωση: Hellas Print, Παύλου Μελά 33 – Σωκράτους, Βόλος, σ.σ. 60).

Έχω στα χέρια μου και ξεφυλλίζοντας τούτο το αξιόλογο έντυπο, διαπιστώνω με θαυμασμό πως αν έλειπαν απ’ αυτό οι 6 μόλις ημερολογιακές του σελίδες, και με μόνη την λοιπή πολυσέλιδη και πολυδύναμη ιστορική του γόμωση κι αρματωσιά, θ’ αποτελούσε μια περισπούδαστη διατριβή, που ξεπερνάει τις προδιαγραφές μια απλής ημερολογιακής έκδοσης, και πλουτίζει απρόσμενα πλούσια τόσο τη σοφαδίτικη όσο και τη βολιώτικη αλλά και πηλιορείτικη τοπική ιστορία.

Κι εκείνο που έχει ιδιαίτερη αξία σ’ όλη αυτή την προσπάθεια είναι το γεγονός ότι δεν δούλεψε για την έρευνα, τη συγκέντρωση, την καταγραφή, την οργάνωση και τη σύνθεση όλου του αναγκαίου υλικού, που απαιτήθηκε για μιας τέτοιας έκτασης και ποιότητας συγγραφή, μόνο το σύνηθες ακαταμάχητο φιλολογικό δίδυμο των ετήσιων ημερολογιακών εκδόσεων του προοδευτικού αυτού φορέα. Κι εννοώ βέβαια την ακαταπόνητη και ακαταγώνιστη πρόεδρό του Ελένη Παπαλοπούλου – Τσέργα και την πάντα πολύτιμη συνεργό της Έβη Γκιζάνη – Σταφυλά, που επωμίστηκαν για μια ακόμα χρονιά, η πρώτη την ευθύνη της καταγραφής και της οργάνωσης του υλικού αλλά και τη συγγραφή του κειμένου και η δεύτερη, συνεργούσας και της πρώτης, τη φιλολογική επιμέλεια της όλης εκδοτικής προσπάθειας. Κι αυτό διότι πέρα από τα συνήθως συμβαίνοντα σε παρόμοιες προσπάθειες πολιτιστικών φορέων, όπου το «κουπί» σε τέτοιες υπεύθυνες αποστολές το δουλεύουν ορισμένα μέλη των Δ.Σ., στην περίπτωση του Πολιτιστικού Συλλόγου των Σοφαδιτών υπάρχει πάντα μια ευρεία συμμετοχή. Κι εννοώ την ενεργό ανταπόκριση σε κάθε δράση και δρώμενο του Συλλόγου όλων των μελών του ΔΣ κι ενός πλήθους μελών ή και φίλων του εν λόγω φορέα. Οι οποίοι κατέθεσαν για μια ακόμα φορά άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο το πολύτιμο προφορικό (κυρίως από προσωπικές μνήμες) ή και γραπτό υλικό τους, με το οποίο –φυσικά και με τα στοιχεία που αντλήθηκαν από μια πλούσια βιβλιογραφία– συντέθηκε τελικά το από πάσης πλευράς άρτιο αλλά και τεκμηριωμένο θέμα της παρούσας ημερολογιακής έκδοσης. Γεγονός που καταγράφεται με δικαιολογημένη περηφάνια από την πρόεδρο του Συλλόγου στο εισαγωγικό της σημείωμα, μαζί με τα θερμά ευχαριστήριά της σε όλους τους καθ’ οιονδήποτε συμμετέχοντες στην έκδοση και ιδιαίτερα στον χορηγό της Δήμο Βόλου.

Η όλη θεματική ύλη είναι κατανεμημένη σε πολλές επί μέρους θεματικές ενότητες. Με πρώτη τη «Σχέση του Δυτικού Θεσσαλικού κάμπου με το Πήλιο, μέσα από το μύθο και την ιστορία» και υποενότητα «Από τη Φθία στο βουνό των Κενταύρων». Όπου η πρώτη επικοινωνία ανάμεσα στις δυο γειτονικές; μυθολογικές πατρίδες των νεότερων Σοφαδιτών και Πηλιορειτών έχει ως συνδετικό κρίκο τον Πηλέα, βασιλιά τη Φθίας και δευτερευόντως και τους άλλους μυθολογικούς ήρωες της ευρύτερης περιοχής, με πρώτον και κύριο τον γιο του Πηλέα, τον ομηρικό Αχιλλέα, και διασημότερο μαθητή του Κενταύρου Χείρωνα. Στην με ιστορική θεματολογία δεύτερη υποενότητα («Οι δυο πατρίδες μας στο διάβα της ιστορίας, σα δυο καλές γειτόνισσες» εξαίρεται κυρίως το γεγονός ότι ο μεγάλος εμπορικός δρόμος που περνούσε από το αρχαίο Κιέριο (μεταγενέστερο Μοσχολούρι) συνδεόταν με την περιοχή της αρχαίας; Δημητριάδας, η οποία έτσι επικοινωνούσε εμπορικά με τη δυτική Θεσσαλία (Φάρσαλα, Τρίκαλα, Καλαμπάκα, κι ίσως και Γιάννενα).

Στην Τουρκοκρατία επίσης εικάζονται σχέσεις και συνεργασίες μεταξύ των τοπικών σχολών και λογίων (ο Σοφαδίτης λόγιος Θεόδωρος Αναγνώστης σπούδασε αλλά και δίδαξε στη Σχολή Μακρινίτσας) στα δε επαναστατικά χρόνια και οι δυο πατρίδες είχαν ενεργό συμμετοχή στα τοπικά θεσσαλικά κινήματα.

Ακολουθεί το κεφάλαιο «Από την απελευθέρωση (1881) ώς σήμερα», όπου εξαίρεται η ραγδαία εμπορική ανάπτυξη του Βόλου, που χαρακτηρίστηκε ως «η αποθήκη του εμπορίου της Θεσσαλίας μετά της Ελλάδος και της Ανατολής, που διακινούσε το 30% του ελληνικού εξαγωγικού εμπορίου», το δε λιμάνι του Βόλου, όπου έφταναν και από τους Σοφάδες με τους κιραντζήδες όλα τα τοπικά προς εξαγωγή προϊόντα, ήταν «η κοντινότερη και ασφαλέστερη πύλη ολόκληρης της Θεσσαλίας προς τη θάλασσα». Και βέβαια σ’ αυτή την εκρηκτική ανάπτυξη του Βόλου και του λιμανιού του τα μέγιστα συνέτεινε η κατασκευή και η λειτουργία των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων το 1886 και των κατοπινών βελτιώσεών των. Εξέλιξη χάρη στην οποία, όπως αναφέρεται στο οικείο κεφάλαιο, με το μεγάλο σεισμό που έπληξε τους Σοφάδες το 1954 όλα τα οικοδομικά υλικά να φτάσουν από το Βόλο εκεί, για να χτιστούν τα καινούργια σπίτια. Κι ακόμα «στη δεκαετία του 1960 να υπάρχει ειδική αμαξοστοιχία που έφερνε στο Βόλο αυθημερόν για μπάνιο τους στερημένους από θάλασσα Δυτικοθεσσαλούς».

Εξάλλου στο κεφάλαιο «Αγραφιώτες και καμπίσιοι από τα λιοπερίβολα του Πηλίου στα εργοστάσια του Βόλου» εξιστορείται το πώς και το γιατί οι κάτοικοι των ημιορεινών και ορεινών χωριών του σημερινού Δήμου Σοφάδων έρχονταν για πολλά χρόνια και συνήθως συφάμελοι ως εποχιακοί εργάτες στα λιοπερίβολα του Πηλίου. Και πώς με τον καιρό αρκετοί απ’ αυτούς απασχολήθηκαν ως βιομηχανικοί εργάτες στα εργοστάσια του Βόλου και πως ακόμα πολλοί εγκαταστάθηκαν μόνιμα στον Βόλο ή και στα χωριά του Πηλίου. Με τα παιδιά τους να μαθητεύουν στις εκεί σχολικές μονάδες όλων των βαθμίδων, να σπουδάζουν στις ανώτερες και ανώτατες σχολές της χώρας και να εξελίσσονται επιστημονικά και επαγγελματικά στη νέα πατρίδα τους. Σχετικό με τη μεγάλη απασχόληση δυτικοθεσσαλών εργατών στη βολιώτικη βιομηχανία και το επόμενο κεφάλαιο «Η παραγωγή και η βιομηχανία καπνού έφερε τις δυο πατρίδες μας πιο κοντά». Όπου γίνεται ειδικός λόγος με την πληθώρα των προερχόμενων από τη δυτική Θεσσαλία και απασχολούμενων γύρω στο 1930 καπνεργατών της δυτικής Θεσσαλίας κυρίως στην καπνοβιομηχανία Ματσάγγου αλλά και στην καπναποθήκη Παπαστράτου στον Βόλο.

Στα επόμενα δυο κεφάλαια «Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής» και «Στη λαίλαπα του Εμφυλίου και των σεισμών» διεκτραγωδείται όλη τούτη η εφιαλτική περίοδος με μνήμες και περιγραφές σχετικών δραματικών περαστικών και από τις δυο πατρίδες. Περίοδος που σφραγίστηκε λίγα χρόνια αργότερα με τους δυο μεγάλους σεισμούς των 7 ρίχτερ που κατέστρεψαν μέσα σ’ ένα χρόνο τους Σοφάδες και τον Βόλο, αντίστοιχα το 1954 και το 1955.

Και φτάνουμε στη δεκαετία του 1960, που χαρακτηρίζεται στο σχετικό κεφάλαιο ως «αέρας μετανάστευσης», αφού στο συγκεκριμένο διάστημα μεταναστεύουν στον νεόδμητο Βόλο, το «Παρίσι της Θεσσαλίας», «περισσότεροι Σοφαδίτες από κάθε άλλη εποχή». Κι εδώ μπαίνει και η περίπτωση του ιστορικού «Ταχυδρόμου». Της ημερήσιας βολιώτικης, αλλά με πανθεσσαλική εμβέλεια και κυκλοφορία εφημερίδας που ίδρυσε το 1916 ο Ευρυτάνας δημοσιογράφος Αλέξ. Μέρος και μετά τον θάνατό του η έκδοσή της πέρασε διαδοχικά στα δυο ανίψια του, παιδιά της παντρεμένης αδελφής του Αννέτας με τον Σοφαδίτη Κων/νο Πώποτα, που είναι οι αδελφοί Θανάσης και Αλέκος Πώποτας και από τον τελευταίο η εφημερίδα πέρασε στον γιο του Γεώργιο Πώποτα, σημερινό εκδότη της.

Στα επόμενα δυο συναφή κεφάλαια «Τα τελευταία πενήντα χρόνια» – «Απλωθήκαμε στην πόλη, στο Πήλιο, στον Παγασητικό…», γίνεται μια γενική αναφορά για την εξαιρετική ευδοκίμηση της πλατιάς σοφαδίτικης οικογένειας που τα μέλη της ζουν και ευημερούν στον σημερινό Βόλο.

Με τα επόμενα τελευταία κεφάλαια δίνεται, κυρίως μέσα από επώνυμες αναφορές στο έργο διακεκριμένων μορφών εκ των εν Βόλω Σοφαδιτών, το μέγεθος και ο βαθμός της προφοράς τους στη βολιώτικη κοινωνία και η αντίστοιχη ευμενής αποδοχή της από την τελευταία. Είναι δε αυτά τα κεφάλαια:

«Η αποδοχή μας από την κοινωνία του Βόλου», «Η προσφορά μας στην κοινωνία της δεύτερης πατρίδας μας» (με ονομαστικούς πίνακες των επιφανών μελών της εν Βόλω σοφαδίτικης οικογένειας), «Η αφομοίωση των Σοφαδιτών από την κοινωνία του Βόλου» και «Δυο τελευταίες κουβέντες…».

Δυο τελευταίες κουβέντες και του γράφοντα: Άξιος ο μισθός όσων έβαλαν και την ψυχή τους και δούλεψαν με τόσο μεράκι για να στηθεί τούτο το ιστορικό (όνομα και πράγμα) καλαντάρι.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου