ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ολες οι πόρτες ανοιχτές, όλα τα παλαμάρια λυμένα

ολες-οι-πόρτες-ανοιχτές-όλα-τα-παλαμάρ-658722

Από τη Μαίρη Τσακνάκη – Γαβαλά

Μια φίλη απ’ τα παλιά ήρθε

και με βρήκε να τα πούμε…

Είχαμε χαθεί τόσα χρόνια…

Είπαμε πολλά, μάλλον εκείνη είπε…

Σαν σε εξομολόγηση, σε απολογισμό

…………………………………….

Η θύελλα ήταν δυνατή. Ξερίζωσε

τα πάντα μέσα μου…

Μια αγωνία δίχως ιδρώτα, δίχως

τρεμούλιασμα… Ημουνα ένα τίποτα.

Τόσο τίποτα που να σου ’ρχεται

ζάλη. Να πεθάνω ήθελα…

Να πεθάνω για να ησυχάσω…

Ποθούσα να διαλυθώ μέσα σ’ ένα

ηλεκτρικό μόριο, μέσα σ’ ένα

στρόβιλο, να χαθώ. Το κενό!

Μια αρρώστια φοβερή!…

Την είπαν κατάθλιψη. Είναι

να ζεις μέσα σ’ ένα παχύρευστο

καμωμένο ανάκατα απ’ ό,τι

υπάρχει μέσα κι έξω, απ’ ό,τι

είναι ζωντανό και ό,τι είναι

νεκρό, από το ελαφρύ και το

βαρύ, από το εδώ και από

το εκεί, από το πνιγηρό και

το αψηλάφητο. Είναι

να είσαι παραδομένος σε κάτι

που σε παραλύει, που

αλλάζει αδιάκοπα, κολλημένο

πάνω σου και σε υπνωτίζει,

τραβάει και κόβει, προσθέτει,

ζυγιάζει, δε σ’ αφήνει δευτερόλεπτο

ήσυχο, κατέχει όλο

τον χρόνο και τον χώρο σου

σε φοβίζει, σε ιδρώνει, σε

παραλύει, σε τρέπει σε φυγή,

είναι το ακατανόητο και το

κενό! Αλλά ένα κενό γιομάτο,

συμπαγές!

Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα

για μένα, δεν είχα επιθυμίες,

δεν είχα θέληση, όρεξη. Ημουν

κανείς.

Ημουνα ολοκληρωτικά φτιαγμένη

έτσι που να μοιάζω όσο γίνεται

περισσότερο μ’ ένα ανθρώπινο

πρότυπο που δεν είχα διαλέξει

και που δεν μου πήγαινε καθόλου.

Μέρα με την ημέρα, από τη

στιγμή που γεννήθηκα είχανε

φτιάξει τις χειρονομίες, τη

στάση μου, το λεξιλόγιο μου.

Είχανε καταστείλει τις ανάγκες

μου, τις επιθυμίες, τις εξάρσεις

μου• τις είχανε προσχώσει,

μασκαρέψει, μακιγιάρει, φυλακίσει.

Αφού μου έκαναν πλύση

εγκεφάλου, το γιόμισαν με τις

αρμόζουσες γι’ αυτούς ιδέες.

Κι όταν βεβαιώθηκαν πως

έπιασε γερά η μεταμόσχευση

και πως δεν είχα κανέναν

ανάγκη για να διώξω τα

κύματα που ερχόντουσαν από

τα τρίσβαθα του εαυτού μου,

μ’ αφήσανε να ζήσω «ελεύθερα».

Και μετά στο βάθος

του δρομάκου, έκανα τον

απολογισμό της σπατάλης,

ανακάλυψα την απάτη για

τη αγάπη, την τιμή, το

ωραίο, το καλό, το μίσος,

τη ντροπή.

Αποκωδικοποιώντας την παραίσθηση,

ξαναγεννήθηκα, αυτογεννήθηκα.

Κατάστρεψα αυτό που ήμουνα

αυτό που είχανε κάνει με μένα

και στην αρχή του τέλους

αφού όλα τραμπαλίστηκαν

στο συν και το πλην, στη

ζώνη της νεκρής ζωής ή του

ζωντανού θανάτου, ξαναγεννήθηκα.

Η λησμονιά είναι η πιο

περίπλοκη κλειδαριά, αλλά δεν

είναι παρά κλειδαριά, δεν

είναι γομολάστιχα, ούτε τουφέκι.

Κάθε συμβάν – ιδιαίτερα στα

παιδικά χρόνια – όσο κι αν

είναι ασήμαντο και καθημερινό

καταγράφεται, μπαίνει στο

ευρετήριο κι αν ξεχνιέται

δεν εξαφανίζεται και συνειδητοποιείται

πολλές φορές από μια

σηματοδότηση ελάχιστη, ένα

κλειδάκι μυρωδιάς, μια σπίθα

χρώματος, ένα ανοιγόκλειμα φωτός,

μια υποψία αίσθησης, ένα

άγγιγμα, μια ηχώ. Και πιο λίγο

ακόμα ένα τίποτα που θα υπήρχε.

Αρκεί να δίνεις προσοχή σ’ αυτές

τις σηματοδοτήσεις και να

τις ανιχνεύεις και μετά να

βρεις τις λύσεις, τα κλειδιά

για τις αμπαρωμένες πόρτες,

να μπεις στο υποσυνείδητο

και να το « κατακτήσεις»

να γίνεις δηλ. κυρίαρχος του

εαυτού σου.

Κι όλα αυτά, το πάλεμα με

τον εαυτό μου, το ξεγύμνωμά

του στα ίδια μου τα μάτια,

κάθισα και τα ΄γραψα στο

χαρτί, ένα βιβλίο.

Να τα γραπτά μου…

Ενα έξοχο βιβλίο μου είπε

ένας φίλος εκδότης…

Δύο δάκρυα περάσανε από

το φράγμα των βλεφάρων και

κύλησαν, αδιάντροπα, πολύτιμα.

Ομορφα δάκρυα, ωραία, χρυσά.

Επιτέλους! Ηρθε η λύτρωση.

Τα ΄γραψα σαν να τα είπα

στον ψυχαναλυτή και βρήκα μόνη μου τη λύτρωση.

Επιτέλους!

Η ευτυχία υπάρχει! Το ’ξερα,

το ’ξερα από πάντα.

Η τετράγωνη ευτυχία,

η απλή, η γιομάτη.

Θέλω να μ’ αγαπάνε, ν’ αγαπώ,

να γελάσω και να χτίσω,

είμαι καινούρια.

Μόλις διέσχισα τα κύματα

και βγήκα να κολυμπήσω

στ’ ανοιχτά. Σε παρακαλώ,

μη ξεκολλάς τα μάτια σου

απ’ τα δικά μου.

Ολα μου φαίνονται σα θαύμα,

σα παραμύθι, σα μαγεία.

Η ζωή μου άλλαξε συθέμελα.

Γνωρίζω τα σύνορά μου, τις αντοχές μου και μπορώ να

ζω ελεύθερα μέσα σ’ αυτά.

Ο χώρος είναι πλατύς, θέλω

μια ζωή να τον περπατήσω.

Στην ηλικία που οι άλλοι

νομίζουν πως η ζωή τους

αρχίζει να τελειώνει, εγώ μόλις

«αρχίζω» τη δική μου.

Είναι υπέροχο…

Ολες οι πόρτες ανοιχτές,

όλα τα παλαμάρια λυμένα!

Ολοι οι χάρτινοι πύργοι σωριάστηκαν

κι έμεινε το σωστό, το γνήσιο,

η ειλικρίνεια,

η ελευθερία.

Μύρινα.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου