ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Παπαδιαμάντης και επιδημίες στα έργα του «Μετανάστις» και «Βαρδιανός στα σπόρκα»

παπαδιαμάντης-και-επιδημίες-στα-έργα-57180

Στο έργο του Αλ. Παπαδιαμάντη, όπως λίγο έως πολύ γνωρίζουμε, συναντούμε με ιδιαίτερη πυκνότητα ασθένειες και θανάτους. Αρρώστιες, που μάστιζαν εκείνα τα χρόνια τις τοπικές κοινωνίες, όπως και άλλες σπανιότερες και άγνωστες, αναφέρονται συχνά στις σελίδες του, επιφέροντας πάντοτε το μοιραίο. Απομονωμένη, ως νησί, και η Σκιάθος, αντιμετώπιζε τότε διογκωμένο το πρόβλημα της ελλιπούς και ανεπαρκούς ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, με επακόλουθο να χάνονται ζωές, που κάτω από διαφορετικές συνθήκες μάλλον θα είχαν διασωθεί. Ακόμη η απώλεια της υγείας και της ζωής των προσώπων, που υπάρχουν στα κείμενα του Σκιαθίτη συγγραφέα, προέρχεται, πολλές φορές, και από μη φυσικά αίτια, κατάρες, γλωσσοφαγιές, πρακτικές μαγείας, αλλά και παρεκκλίσεις από τους ηθικούς κανόνες, όπως επίσης δυσμενώς επιδρά και ο ψυχολογικός παράγοντας με τις στενοχώριες, τα βάσανα και τα προβλήματα, ανυπέρβλητα ενίοτε, της ζωής. Τέλος, προκύπτουν και θάνατοι από τραγικά δυστυχήματα ή εγκληματικές ενέργειες. Τούτο το πεδίο του Παπαδιαμαντικού έργου αποκαλύπτεται ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τους ειδικούς στο θέμα μελετητές κι απ’ όσο γνωρίζω υπάρχουν μελέτες και προς αυτή την κατεύθυνση.

***

Πέρα όμως από τις συνήθεις περιγραφές για ασθένειες και θανάτους, ο Παπαδιαμάντης σε δύο από τα εκτενέστερα έργα του επιχειρεί διεξοδικές αναφορές σε επιδημίες, που άφησαν το οδυνηρό τους αποτύπωμα στις κοινωνίες, που έπληξαν κατά την εξάπλωσή τους. Πρόκειται για μεταδοτικά λοιμώδη νοσήματα, που προκάλεσαν υψηλούς αριθμούς θανάτων σ’ εποχές που τα μέσα αντιμετώπισής τους υπήρξαν πενιχρά ή και ανύπαρκτα. Τα έργα, στα οποία ο συγγραφέας καταγράφει εκτενώς επιδημίες, είναι το πρώτο μυθιστόρημά του «Η Μετανάστις» και το δεύτερο σε έκταση διήγημά του «Βαρδιανός στα σπόρκα».

***

«Η Μετανάστις» αποτελεί το πρώτο λογοτεχνικό έργο του Παπαδιαμάντη, όταν αρχικά καταπιάνεται με το ρομαντικό μυθιστόρημα, προτού κατασταλάξει, οχτώ χρόνια αργότερα, στο ηθογραφικό διήγημα. Δημοσιεύεται ως επιφυλλίδα (σε συνέχειες) στην εφ. Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης από τις 23–24/9/1879 έως τις 22-23 Ιανουαρίου 1880. Η αφήγηση ξεκινά στη Μασσαλία του 1720, που υποφέρει από φοβερή επιδημία πανώλης και τα τρία πρώτα κεφάλαια μας μεταφέρουν το ζοφερό κλίμα που επικρατούσε. Να πώς αρχίζει το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Η θεία μάστιξ»:

«Ητο το έτος της φοβεράς πανώλους της Μασσαλίας ότε ο επίσκοπος Βελζούγκης παρέστησε το επιφανές εκείνο πρόσωπον της χριστιανικής συμπαθείας και αφοσιώσεως, όπερ αναμιμνήσκει ο και σήμερον έτι όρθιος ανδριάς του εναρέτου ανδρός. Η Μασσαλία εσάλευε μεταξύ πτωμάτων ανδρών και γυναικών και θολερού ατμού, αναβαίνοντος εις τον αιθέρα, όστις, εις τους οφθαλμούς δεισιδαιμόνων ανθρώπων εφαίνετο ως περιβάλλων τας ψυχάς των ατυχών θυμάτων. Δεν ηκούοντο πλέον οδυρμοί και θρήνοι, δεν ηκούοντο ψαλμοί και ευχαί. Αι οδοί ήσαν έρημοι διαβατών. Αι οικίαι, αι πλείσται με κεκλεισμένας τας θύρας και ανοικτά τα παράθυρα, έφερον επί των φλιών και επί των τοίχων κιτρίνους και μέλανας σταυρούς και άλλα πένθιμα σήματα. Τα εργαστήρια ήσαν ωσαύτως κεκλεισμένα. Μόνον ρυπαρά τινά υπόγεια έμενον καθ’ όλην την νύκτα ανοικτά, εν οις συνωθούντο τα αποβράσματα του εσχάτου όχλου, τα αποβαλόντα παν ανθρώπινον αίσθημα, μέχρι και του φόβου αυτού. Ο τρόμος και ο θάνατος εφαίνοντο, ότι διένειμαν προς αλλήλους το επί της πόλεως κράτος. Ο αγαθός επίσκοπος Βελζούγκης έτρεχε από οικίας εις οικίαν, από ξενώνος εις ξενώνα, παρίστατο πανταχού, έφερε μεθ’ εαυτού παραμυθίαν και έλεος, άγνωστος εις τους πλείστους και προσηνής εις πάντας…». Και ολοκληρώνει την πρώτη, «εισαγωγική» ενότητα του α’ κεφαλαίου ο Παπαδιαμάντης υπερθεματίζοντας την αυτοθυσία του τοπικού ιεράρχη που συνέδραμε τους συμπολίτες τους με κίνδυνο της ζωής του, παρά να αποσυρθεί «κατά τας δυσχερείς περιστάσεις εις ευάερον τι εξοχικόν μοναστήριον» και να προσεύχεται εκ του ασφαλούς υπέρ του «ποιμνίου», όπως συνήθιζαν πολλοί ιερωμένοι.

Η υπόθεση του μυθιστορήματος αρχίζει με την παρουσία του Ελληνα πλοίαρχου Βίλλιου και του γιου του Ζέννου στη Μασσαλία, όπου έφθασαν με το ιστιοφόρο τους μεταφέροντας για τους πληττόμενους πληθυσμούς χρήσιμα εφόδια, αγνοώντας τον κίνδυνο της μεταδοτικής νόσου. Κύριος σκοπός τους όμως ήταν η διάσωση δύο φιλικών τους οικογενειών από τη Σμύρνη, που διέμεναν για εργασιακούς λόγους από χρόνια στο πολυσύχναστο λιμάνι της Νότιας Γαλλίας. Η τριμελής οικογένεια Ρίζου, θα το δούμε πιο κάτω, γλιτώνει όλη, γιατί δεν είχε ασθενήσει, αλλά δεν συνέβη το ίδιο με την προσφιλέστερη οικογένεια Βεργίνη, όπως διαβάζουμε στο β’ κεφάλαιο με τίτλο «Η ευσεβής κόρη». Ο καπετάνιος με τον γιο του φθάνουν στο σπίτι της και βρίσκονται μπροστά σε τραγικό θέαμα. Ο πατέρας είναι ήδη νεκρός, ενώ και η μητέρα βρίσκεται στις τελευταίες της στιγμές και λίγο μετά ξεψυχά στα χέρια της κόρης της Μαρίνας, που με κίνδυνο της ζωής της περιποιείται και αλλάζει τους νεκρούς γονείς της με περισσή φροντίδα, αγνοώντας τις συστάσεις του πλοιάρχου Βίλλιου. Στο τέλος του β’ κεφαλαίου καταφθάνουν και οι νεκροθάφτες, που περνούν από τα σπίτια για να παραλάβουν τους νεκρούς.

Το γ’ κεφάλαιο φέρει τίτλο από ποίημα του Μπάιρον, κατάλληλο για την περιγραφή που ακολουθεί, με τη μεταφορά και την ταφή των γονιών της Μαρίνας: «Unhnell’d, uncoffin’d, andundnoun» δηλαδή άψαλτοι, ασαβάνωτοι και άγνωστοι. Καπετάνιος και κόρη (ο Ζέννος έφυγε σε αναζήτηση της οικογένειας Ρίζου) ακολουθούν τη νεκρική πομπή ώς το νεκροταφείο, που είχε δημιουργηθεί εκτάκτως για τα θύματα της επιδημίας, έξω από την πόλη, μιας και το υπάρχον είχε προ πολλού γεμίσει. Η Μαρίνα παραμένει εκεί ώς την ύστατη στιγμή που ο ομαδικός τάφος σκεπάστηκε με χώμα και τότε υπάκουσε στην προτροπή του πλοιάρχου να φύγουν για το λιμάνι.

Στη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής προς τη Σμύρνη υπάρχει και το κεφάλαιο ΙΑ’, του πρώτου μέρους, «Τα απομνημονεύματα της πανώλους», που ο πλοίαρχος Βίλλιος μνημονεύει (όπως και στο κεφάλαιο Α’) τις παλιότερες επιδημίες που γνώρισε σε Κωνσταντινούπολη και Αλεξάνδρεια, αλλά αφηγείται διεξοδικά μιαν άλλη που έπληξε το νησί του, όταν ήταν μικρός. Με την οικογένειά του προσπάθησαν να διαφύγουν σε συγγενείς τους, σε ασφαλές μέρος και πράγματι τους προσφέρθηκε φιλοξενία. Ομως ο ξαφνικός θάνατος ενός ντόπιου έπεισε τους κατοίκους να θεωρήσουν ως υπαίτιους τους φιλοξενούμενους, που προέρχονταν από μέρος όπου ήδη υπήρχε η αρρώστια και πυρπόλησαν το σπίτι που διέμεναν, για να γλιτώσουν την τελευταία στιγμή.

Συνολικά στη «Μετανάστιδα» τέσσερα κεφάλαια με σύνολο 16 σελίδων είναι αμιγώς «επιδημιολογικού» περιεχομένου.

***

Το διήγημα «Βαρδιανός στα σπόρκα» είναι το δεύτερο εκτενέστερο του Παπαδιαμάντη, μιας και υπολείπεται μόνο κατά τέσσερις σελίδες της «Φόνισσας». Παραμένει όμως λιγότερο γνωστό, ακόμη κι από εκείνα που έπονται σε εύρος, «Τα Ρόδιν’ ακρογιάλια» και «Οι χαλασοχώρηδες», ίσως γιατί δεν έχει προβληθεί ισότιμα, αν και πρόκειται για έξοχο κι ενδιαφέρον κείμενο από τη γραφίδα του Σκιαθίτη λογοτέχνη. Βέβαια δεν λείπουν οι θετικές έως ενθουσιώδεις απόψεις έγκριτων μελετητών για τούτο το διήγημα, όπως, λόγου χάρη, του Νίκου Φωκά, που το χαρακτηρίζει ως «ένα από τα πιο αξιοθαύμαστα έργα του Παπαδιαμάντη» («Με θάμβος και κρίση» εκδ. Νεφέλη, 2004, στη σειρά «οι νεότεροι για τον Παπαδιαμάντη», σελ. 107). Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφ. Ακρόπολις από τις 14 Αυγούστου ώς τις 25 Σεπτεμβρίου 1893. Το διήγημα αναφέρεται στην επιδημία χολέρας, που ξέσπασε στα 1865 με κέντρο την πολυπληθή Κωνσταντινούπολη και γρήγορα εξαπλώθηκε φθάνοντας και σε νησιά του Αιγαίου. Ο κίνδυνος να μεταδοθεί στην Ελλάδα ήταν μεγάλος και προετοιμάστηκαν τόποι σπορκαρίσματος, δηλαδή καραντίνας, για τα προερχόμενα από την ανατολή πλοία, ώστε να εφαρμόζεται αυστηρός έλεγχος των επιβαινόντων και όσοι ασθενούσαν να οδηγηθούν σε απομόνωση. Στη Σκιάθο, αν και υπήρχαν κτιριακές εγκαταστάσεις λοιμοκαθαρτηρίου από το 1850 περίπου, που είχαν μείνει για χρόνια αχρησιμοποίητες, στην Πούντα, στην ανατολική πλευρά του λιμανιού, για να μη μεταδοθεί η νόσος στον πληθυσμό του νησιού, ορίστηκε ως τόπος σπορκαρίσματος, έκτακτο λοιμοκαθαρτήριο, η νησίδα Τσουγκριάς, δύο – τρία μίλια ανοιχτά της Σκιάθου, για μια πρώτη παρακολούθηση. Η παραμονή εκεί ορίστηκε στις τρεις εβδομάδες και κατόπιν όσοι νοσούσαν θα μεταφέρονταν στο λοιμοκαθαρτήριο της Πούντας. Σημειώνει ο Παπαδιαμάντης:

«…Εκτός του υπάρχοντος λαζαρέτου εις την νήσον, διετάχθη να γίνη προσωρινόν, έκτακτον λαζαρέτον η ερημόνησος Τσουγκριάς ανατολικομεσημβρινώς κειμένη, παρά το στόμιον του λιμένος. Το έκτακτον τούτο λαζαρέτον ωνόμαζόν τίνες λοιμοκομείον, ενώ το άλλο, το συνήθες ήτο λοιμοκαθαρτήριον. Εις το λοιμοκομείον θα έμεναν τα πλοία και οι επιβάται είκοσι μίαν ημέρας, εις το λοιμοκαθαρτήριον άλλας ένδεκα. Το όλον τριάντα δύο ημέρας καραντίνα…».

Και πιο κάτω γράφει: «…Εναντίον της χολέρας του 1865 διετάχθησαν εν Ελλάδι μακραί και αυστηραί καθάρσεις. Τότε τα νεόκτιστα λοιμοκαθαρτήρια του τόπου δεν ήρκεσαν πλέον και δεν εκρίθησαν κατάλληλα δια τον σκοπόν των καθάρσεων, και διετάχθη προς τοις άλλοις να συσταθή έκτακτον λοιμοκαθαρτήριον επί της ερημονήσου Τσουγκριά. Τας πρώτας ημέρας του Αυγούστου είχαν καταπλεύσει ολίγα πλοία. Μετά δύο ή τρεις ημέρας ο αριθμός των κατάπλων εδιπλασιάσθη…».

Η υπόθεση του διηγήματος αναφέρεται στην προσπάθεια της θείας Σκεύως της Γιαλινίτσας, της κεντρικής ηρωίδας, να μεταβεί στην «επιχόλερον νήσον» για να φροντίσει τον γιο της, που, όπως πληροφορήθηκε, βρισκόταν σε κάποιο πλοίο που κατέπλευσε και μάλλον είχε προβληθεί από τη νόσο. Για να το κατορθώσει μεταμφιέζεται σε άνδρα και ζητεί από τους αρμόδιους να προσληφθεί ως βαρδιανός στα σπόρκα, δηλαδή φύλακας στο έκτακτο λοιμοκαθαρτήριο. Χάρη σε ευμενείς συμπτώσεις και γνωστούς της, που δεν την αποκαλύπτουν, πράγματι μεταβαίνει και ανταμώνει με τον γιο της, που ναι μεν έχει προσβληθεί από την αρρώστια, αλλά όχι βαριά και γρήγορα αναρρώνει με τις φροντίδες της μητέρας.

Το διήγημα δεν αποπνέει το ζοφερό κλίμα φονικής επιδημίας, εκτός από κάποια μεμονωμένα περιστατικά, ώστε να προσεγγίζεται κάπως η οδυνηρή πραγματικότητα. Ο Παπαδιαμάντης προσπαθεί να αποφύγει την περιγραφή καταστάσεων, όπως στη «Μετανάστιδα», που θα μαυρίσουν την ψυχή του αναγνώστη. Αντίθετα καταγράφει ένα σωρό πτυχές, που άπτονται στην επικρατούσα κατάσταση. Αναφέρεται στη συμπεριφορά των γυναικών της πολίχνης, που σχολιάζουν και επιζητούν την πληροφόρηση των γεγονότων, κατακρίνει την αδυναμία των υπεύθυνων να συγκροτήσουν μηχανισμό ικανό για την αντιμετώπιση της δύσκολης κατάστασης, όπως και τις διαβλητές διενέργειες δημοπρασιών για την ανάληψη των απαιτούμενων έργων, την προμήθεια υλικών και εφοδίων, των μεταφορών, της τροφοδοσίας κ.λπ., συμπαραστέκεται στον φιλέρημο, μοναδικό μοναχό του Τσουγκριά, τον πατέρα Νικόδημο, που βλέπει το μπαξεδάκι του και τις λίγες κότες του να γίνονται θύματα της πείνας των «σπορκαρισμένων», εξάρει την ανιδιοτελή προσφορά του Γερμανού γιατρού Βίλελμ Βουνδ για την ανακούφιση των πασχόντων και περιγράφει στιγμές της καθημερινότητας στο λοιμοκαθαρτήριο (λαζαρέτο). Στα τελευταία «κεφάλαια» του διηγήματος συναντούμε ίσως την πλέον δυναμική σκηνή της ιστορίας, με την απόπειρα αιφνίδιας απόβασης των «σπορκαρισμένων» στη Σκιάθο για την προμήθεια τροφίμων, μιας και οι συνθήκες διαβίωσης ήταν δύσκολες, και την αποτροπή της προσέγγισης, καθώς τους αντιλαμβάνονται οι ντόπιοι και τους απωθούν με πυκνό πετροπόλεμο. Βέβαια η ιστορία περατώνεται με χάπι εντ, τόσο στο επίπεδο των πρωταγωνιστών, όσο και με την ολοκλήρωση της καραντίνας και την αποχώρηση όλων των σκαφών με τον κόσμο. Ολα τελειώνουν καλά με την επιτυχή αντιμετώπιση και υποχώρηση της επιδημίας.

Πράγματι, γίνεται γι’ άλλη μια φορά επίκαιρος ο Παπαδιαμάντης, με αφορμή την τωρινή πανδημία του κορονοϊού.

Γρηγόρης Καρταπάνης

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου