ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μουσικοί με ιστορία

μουσικοί-με-ιστορία-567511

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Ο Παναγιώτης Αχειλάς γεννήθηκε στην Κομοτηνή, στις 16 Ιουνίου του 1928. Τα πρώτα του γράμματα διδάχθηκε στο 7ο και 8ο δημοτικό σχολείο Νέας Ιωνίας. Τελειώνοντας το γυμνάσιο πέρασε στην Εμπορική Σχολή, αλλά ο πόλεμος έγινε αιτία να ανατραπούν τα σχέδια του. Πριν τελειώσει το γυμνάσιο, κάθε καλοκαίρι στις διακοπές των μαθημάτων, ο πατέρας του Μιχάλης τον έστελνε σε ένα κουρείο για την εκμάθηση της τέχνης του κουρέα, τέχνη την οποία εξακολούθησε να εξασκεί και μετά τις γυμνασιακές του σπουδές. Επίσης, ο πατέρας του τού έμαθε και την τέχνη της φωτογραφίας. Υπηρέτησε στο Σώμα της Αεροπορίας.

Μετά τη στρατιωτική του θητεία, γνώρισε και παντρεύτηκε τη σύζυγό του Μαρία, του Ιωάννη με καταγωγή από το Εξάρι της Σμύρνης και της Δήμητρας, το γένος Κάλφα, επίσης μικρασιάτικης καταγωγής, γεννημένη το 1934 στα Βουρλά Φαρσάλων. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο πατρικό σπίτι του Παναγιώτη στην οδό Μαιάνδρου 76 στη Νέα Ιωνία και πολύ αργότερα, τέλος δεκαετίας 70 μετακόμισε σε μια όμορφη τοποθεσία στον Άνω Βόλο.

Από το γάμο του απέκτησε μία κόρη τη Σουλτάνα (Τάνια) που παντρεύτηκε τον λαϊκό μουσικό Γιώργο Μελιτζανά του Ταξιάρχη (έναν από τους αγαπημένους μαθητές του Παναγιώτη) και απόκτησαν δύο παιδιά, τον Παναγιώτη και τον Ταξιάρχη. Επαγγελματικά ο Παναγιώτης Αχειλάς ασχολήθηκε με την τέχνη του κουρέα και του φωτογράφου (η σύζυγός του δεν εργαζόταν), ανοίγοντας ένα μικρό μαγαζάκι δίπλα ακριβώς στο πατρικό του, το οποίο χρησιμοποιούσε ως κουρείο και φωτογραφείο, εξαιτίας της οικονομικής αστάθειας του επαγγέλματος του μουσικού εκείνη την εποχή.

Μπροστά ήταν το φωτογραφείο με ένα γραφείο δεξιά για την παραλαβή των φιλμ που έρχονταν για εμφάνιση και αριστερά ένα καθιστικό για τους φίλους που δεν έλειπαν ποτέ και για όσους ήθελαν να βγάλουν οικογενειακές ή ατομικές φωτογραφίες. Ήταν καλλιτέχνης στις φωτογραφίες. Το εμπρός μέρος με το πίσω χωριζόταν από μια βαριά μπορντό κουρτίνα. Στο βάθος είχε διαμορφώσει το στούντιο και πίσω ακριβώς από την κουρτίνα υπήρχε μια καρέκλα κουρέα και ένας καθρέπτης για κούρεμα και ξύρισμα- άλλο ένα επάγγελμα που έκανε μερακλίδικα.

Λίγο πιο πέρα σε μια καρέκλα είχε μόνιμα θρονιασμένο το κανονάκι πάντα έτοιμο για τη δική του μουσική ενδοσκόπηση ή για το χατίρι της παρέας.

Και απέναντι ακριβώς ήταν ένα παλιό ραδιόφωνο, από αυτά που είχαν στην πρόσοψη τις πόλεις του κόσμου, μόνιμα συντονισμένο στη συχνότητα των βραχέων κυμάτων, σε σταθμούς που μόνιμα έπαιζαν ανατολίτικη μουσική και τραγούδια.

Δίπλα ακριβώς το κασετόφωνο με αρχείο εκατοντάδων κασετών. Πολλές φορές ηχογραφούσε εκπομπές από τα βραχέα αλλά και τα δικά του παιξίματα, τα μοναχικά ή με παρέα. Με τη μουσική του ένωσε δημιουργικά δυο κόσμους τη Δύση με την Ανατολή. Ήταν μια ορχήστρα μόνος του… έπαιζε την ελληνική παράδοση, ανατολίτικα, ρώσικα, λαϊκά, κλασική μουσική, τζαζ. Μιλούσε με τα δάχτυλα και την ψυχή. Ονειρευόταν την αναγέννηση των παραδοσιακών ήχων στις σύγχρονες συνθήκες.

Το επάγγελμα του μουσικού εκτός από το γεγονός ότι δεν απέδιδε τις καλύτερες οικονομικές απολαβές ήταν και κατακριτέο από τον κοινωνικό περίγυρο αλλά και όσοι ερασιτέχνες το εξασκούσαν (πριν γίνει το κύριο επάγγελμά τους,) το είχαν ως δεύτερη απασχόληση ενώ το κύριο επάγγελμά τους ήταν οικοδόμοι, σιδεράδες, ξυλουργοί, κ.ά.

Εξαιτίας των δύσκολων πολιτικών καταστάσεων της εποχής και επειδή δεν ήθελε να ανακατευτεί στα κομματικά δρώμενα της εποχής ο Παναγιώτης Αχειλάς, πήγε το 1941 στο «Ελληνικόν ωδείον» του Βασίλειου Κόντη, μαθαίνοντας ευρωπαϊκό βιολί αλλά και τη θεωρία της ευρωπαϊκής μουσικής. Τελείωσε τη τάξη της ανωτέρας το 1949 και εκτός που σπούδασε κλασική Ευρωπαϊκή μουσική και διδάχτηκε την τέχνη του κλασικού βιολιού, στη συνέχεια έμαθε από μόνος του ακορντεόν, κιθάρα.

Στη συνέχεια ο Παναγιώτης Αχειλάς ασχολήθηκε και με παραδοσιακά όργανα μαθαίνοντας κανονάκι, ούτι, ταμπουρά, αλλά και με λαϊκά όργανα όπως μπουζούκι και κιθάρα.

Όλα αυτά τα χρόνια των ευρωπαϊκών σπουδών άφησαν στον Παναγιώτη Αχειλά κάποια ψήγματα περιφρόνησης (χαρακτηριστικό της εποχής) για την παραδοσιακή μουσική αρχικά, σε νεαρή ηλικία. Παρόλα αυτά εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης, δεν αποσχίστηκε από την παραδοσιακή μουσική την οποία την εξασκούσε για βιοποριστικούς λόγους. Αυτή είναι και η αιτία που από μικρή ηλικία συνόδευε τον πατέρα του, στην παραδοσιακή μουσική, στις περιοδείες που έκαναν στο Θεσσαλικό χώρο, αλλά και σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Με το βιολί ασχολήθηκε (όσον αφορά τη μελέτη για την εξέλιξη του) μέχρι και τον θάνατο του πατέρα του Μιχάλη, το 1974 και μετά στράφηκε στο κανονάκι.

Οι καλλιτεχνικές ανησυχίες του Παναγιώτη Αχειλά να μαθαίνει όσο το δυνατό περισσότερα για την τέχνη του, τον ωθούσαν να βρίσκεται σε επικοινωνία με μουσικούς εκτός Βόλου, ώστε να ενημερώνεται, αφού αυτές του τις ανάγκες για μάθηση δεν μπορούσε να τις καλύψει στον Βόλο. Ο Παναγιώτης Αχειλάς έπαιζε σε πανηγύρια και γάμους στην ευρύτερη περιοχή της Μαγνησίας. Στα τοπικά πανηγύρια, παίζονταν και χορεύονταν πολλοί ευρωπαϊκοί χοροί, ενώ κλαρινετίστες που δούλευαν στο Βόλο έπαιζαν και σαξόφωνο.

«…Τα πανηγύρια δεν γίνονταν για να διατηρήσουν την παράδοση, έπαιζαν ό,τι ήταν της μόδας, εκείνον τον καιρό. Για αυτό λέμε ότι ο μουσικός τότε έπαιζε τα πάντα…».

Όσον αφορά στις επαγγελματικές του συνεργασίες είχε εμφανιστεί σε πολλές συναυλίες στο νεόκτιστο κτίριο εκείνη την εποχή το «Αχίλλειο», καθώς και σε κέντρα και χορευτικές ορχήστρες, οι οποίες αποτελούνταν από τα εξής όργανα: βιολί, κιθάρα, ακορντεόν, πιάνο (αν υπήρχε) και ντραμς. Έπαιξε με αρκετές ορχήστρες της εποχής στο «Αχίλλειο», στη «Λεύκα» στον «Αλινδρομήτη» και σε άλλα κέντρα.

Επίσης είχε συνεργαστεί με τους Δόμνα Σαμίου (τραγούδι) και Κόρο (Βιολί) και σε τοπικό επίπεδο στην περιοχή του Βόλου, με τον Σαλταδήμα, όσον αφορά το κομμάτι της παραδοσιακής μουσικής. Παράλληλα συνεργαζόταν με χορευτικούς ομίλους και παραδοσιακές χορωδίες. Επίσης είχε παίξει σε εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού Ε.Ρ.Α. Βόλου.

Ο Παναγιώτης Αχειλάς ασχολούμενος πλέον με την ανατολίτικη μουσική και θέλοντας να μάθει περισσότερα σχετικά με την αισθητική και το πνεύμα της, έκανε κάποια ταξίδια στην Τουρκία. Στα ταξίδια αυτά γνώρισε κάποιους Τούρκους μουσικούς και κατασκευαστές οργάνων με τους οποίους κράτησε επαφή και όταν

επέστρεψε στην Ελλάδα. Τότε αγόρασε κι ένα καλό επαγγελματικό κανονάκι για τον εαυτό του από τον Τούρκο κατασκευαστή Σερίφ Ντεντέογλου, από την Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα, μεσολαβούσε για την αγορά οργάνων των μαθητών του, πάντοτε αφιλοκερδώς και ταξιδεύοντας με προσωπική του επιβάρυνση. …

Ο Αχειλάς θα μπορούσε να είχε ασχοληθεί με τη δισκογραφία, αλλά η μεγάλη του αγάπη για τη διδασκαλία, ήταν ίσως και ένας από τους λόγους, που δεν αποφάσισε να κάνει επαφές για την εξέλιξη της προσωπικής του καριέρας..

Κατάφερε να κινήσει το ενδιαφέρον για την παραδοσιακή μουσική σε πολλούς νεώτερους. Δίδαξε μάλιστα κανονάκι στη Σχολή Παραδοσιακής Μουσικής του Δήμου Νέας Ιωνίας, αν και η κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεψε να συνεχίσει για πολύ καιρό.

Ο Παναγιώτης έφυγε πρόωρα στις 8 Ιανουαρίου του 1991, σε ηλικία 63 χρονών, έπειτα από μακρό χρονικό διάστημα περιπέτειας με την ασθένειά του. Υποβλήθηκε σε σχετική εγχείριση στο ΑΧΕΠΑ Θεσσαλονίκης, όπου νοσηλεύτηκε επί τρεις μήνες. Κατόπιν επέστρεψε στο Βόλο και έζησε άλλους έξι μήνες. Το διάστημα αυτό διατηρούσε τη διαύγεια του νου του και είχε άριστη επαφή με το περιβάλλον του. Μια μέρα ζήτησε το βιολί του, να παίξει. Τα χέρια του όμως τον πρόδωσαν και έκτοτε έπεσε σε κατάθλιψη ως την ημέρα του θανάτου του. Ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο της Νέας Ιωνίας Βόλου.

Μετά το θάνατό του ιδρύθηκε προς τιμήν του ο Σύλλογος ΕΔΡΑΜΕ (Έρευνας-Διάσωσης-Ριζικής –Αποκατάστασης-της Μουσικής-των Ελλήνων) «Παναγιώτης Αχειλάς».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου