ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η ευχή της μάνας

η-ευχή-της-μάνας-564284

Της Εύας Λόλιου

Η μάνα μου σταυροκοπιόταν σαν της ανακοίνωσα πως είμαι ερωτευμένος με μια ζωντοχήρα που ’χε μάλιστα υπόλοιπο απ’ τον γάμο της ένα καλό κι υγιέστατο παιδί. Επακολούθησαν δυο τρία κροκοδείλια εγκεφαλικά και με τη μεγάλη της βεντάλια έσπρωχνε έξω απ’ το παραθύρι τους αναστεναγμούς της.

«Που σε γέννησα κι έβγαλα λέπια απ’ τον πόνο, που σε πήγαινα εκκλησιά κάθε Κυριακή, που ’μεινα ’γω μοναχή τόσα χρόνια να σε μεγαλώσω! « κι έκλαιγε γοερά μα δε νοούσα αν έκλαιγε για μένα ή για τον εαυτό της. Ίσως από ζήλια που μέσα της δεν είχε ποτέ το ζιζάνιο της αλήθειας, που τον έρωτα βάφτισε συμβιβασμό και την παρθενιά στη γυναίκα μια λεπτή ίνα στο κορμί.

«Στο μυαλό είναι και στην καρδιά μάνα, η παρθενιά μιας γυναίκας. Μ’ ακούς;» της φώναξα κι ύστερα ξεκίνησαν τα δαιμόνια της να μιλούν. «Την ξετσίπωτη, την άσπλαχνη μάνα που δε λογά το δίκιο του παιδιού της!»

Στεκόμουν στο περβάζι μπρος στο γιασεμί της μάνας, το θαύμαζα για τους άσπρους καθάριους ανθούς του, αφημένο δίπλα του ήταν ένα μισογεμάτο ποτήρι χλιαρό νερό. Βούτηξα τα δάχτυλά μου και χάιδεψα την άσπιλη ψυχούλα που ευωδίασε όλο το δωμάτιο με την γλύκα της. Με ηρεμούσε τούτο το λουλουδάκι κι ένα αχνό χαμόγελο πρέπει να διαγράφτηκε στα χείλη μου όταν ξεκίνησε η μάνα το παραμιλητό. «Γελάς; Αναίσθητε! Θα με θάψεις ’συ κι ούτε καν δίπλα στον πατέρα σου, στο χωριό! Δω θα με χώσεις, στην πρωτεύουσα, ανάμεσα στα σκυλιά και τους λύκους!»

Την κοιτούσα που άφριζε μα δεν την άκουγα πια, φεύγοντας πήρα μαζί μου και το μικρό της γιασεμί. Την αγνότητά του να δώσω στον μεγάλο μου έρωτα, την ευχή της μάνας ν’ ευωδιάζει για πάντα η αγάπη στ’ ολοκαίνουργιό μου σπιτικό.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου