ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ιφιγένεια Τέκου: Χρήσιμο να γνωρίζουμε την ιστορία

ιφιγένεια-τέκου-χρήσιμο-να-γνωρίζουμ-545908

Η γνωστή συγγραφέας αποκαλύπτει στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ τι κρύβει «Το καλό μπλε σερβίτσιο»

Συνέντευξη στην ΕΛΕΝΑ ΝΤΑΒΛΑΜΑΝΟΥ, εκπαιδευτικό – συγγραφέα

Ενα πιάτο, που ράγισε στο ταξίδι για τη νέα πατρίδα, θα υπενθυμίζει σε όλους πως ό,τι σπάει ξανακολλά και ό,τι καταστρέφεται μπορεί να φτιαχτεί από την αρχή. Η αγαπημένη συγγραφέας Ιφιγένεια Τέκου επιστρέφει με το νέο της μυθιστόρημα «Το καλό μπλε σερβίτσιο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Πρόκειται για ιστορία γεμάτη αρώματα από τη Σμύρνη, αναστεναγμούς από την Καταστροφή, ψιθύρους των μυστικών υπηρεσιών, που έδρασαν τότε εκεί και τον έρωτα, που μπορεί να γεννηθεί από δύο μάτια διαφορετικού χρώματος. Βιβλίο νοσταλγικό, τρυφερό, βαθιά συναισθηματικό, που ταξιδεύει τον αναγνώστη σε άλλες εποχές. Στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ η όμορφη συζήτησή μας με τη συγγραφέα.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο σας βιβλίο με τον τίτλο «Το καλό μπλε σερβίτσιο», από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Μιλήστε μας για την ιστορία.

Η πλοκή ξεκινά στη Σμύρνη το 1913, μερικά χρόνια πριν την Καταστροφή που στοίχισε τη ζωή πολλών ανθρώπων, ενώ άλλους τους οδήγησε στον ξεριζωμό και την προσφυγιά. Σε όλη αυτή την πορεία των ηρώων μου μέχρι την τραγική μέρα της φωτιάς και των σφαγών, προσπάθησα να αποτυπώσω το παρασκήνιο και τον ρόλο των ξένων μυστικών υπηρεσιών, που δρούσαν τότε στη Μικρασία και συνέβαλαν με διάφορους τρόπους στα φρικτά γεγονότα που ακολούθησαν. Η πρωταγωνίστριά μου, η Διδώ, έπειτα από το οικογενειακό δράμα που βιώνει σε μικρή ηλικία, θα διδαχτεί τα μυστικά της κατασκοπείας στο πλευρό του Λεβαντίνου Εντουαρντ, ο οποίος υπηρετεί τους σκοπούς της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών. Περίπου στο δεύτερο μισό του βιβλίου, ακολουθούμε τους ήρωες του βιβλίου στην Ελλάδα, καθώς προσπαθούν να αναγεννηθούν από τις στάχτες τους πασχίζοντας ταυτόχρονα να γιατρέψουν τις πληγές τους από τις απώλειες. Φυσικά, μέχρι το 1932, όταν η ιστορία φτάνει στο τέλος της, γνωρίζουμε πολλούς ακόμα ιδιαίτερους χαρακτήρες, όπως για παράδειγμα τη Ραλλού, τη Μαργή, τον Κωνσταντίνο και τον Νικόλα, τον Αλέκο, τον Διονύση, τη Νανάρ και την Γαλλίδα Κλερμε αυτόν της Ωραιάνθης, της Χιώτισσας γκουβερνάντας, να με έχει κερδίσει λίγο παραπάνω από την πρώτη στιγμή.

Ποια ήταν η πηγή έμπνευσής της ιστορίας; Συνδέεται με τον τίτλο, που δώσατε;

Κατ’ αρχάς, αξίζει να αναφέρω ότι ο λόγος που έγραψα αυτό το μυθιστόρημα ήταν για να μοιραστώ με τους αναγνώστες κομμάτια της δικής μου οικογενειακής ιστορίας, κάτι που παρουσίασε αρκετές δυσκολίες, αφού χρειάστηκε να αποστασιοποιηθώ συναισθηματικά. Πηγή έμπνευσης αποτέλεσε κατά κύριο λόγο το οικογενειακό σερβίτσιο, ο καταλυτικός ρόλος του ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας και ως σύμβολο της ανέμελης και όμορφης ζωής που χάθηκε για πάντα τη μέρα της φωτιάς. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να δώσω άλλο τίτλο εκτός από αυτόν, αφού ολόκληρη η μυθιστορία περιστρέφεται γύρω από το καλό μπλε σερβίτσιο, που κληροδοτήθηκε από την προγιαγιά στη γιαγιά μου, στη μητέρα μου και τώρα σε μένα και κουβαλά ακόμα και στις ρωγμές του, κυρίως σε αυτές, τις αναμνήσεις και την ιστορία μας.

Πρόκειται για ιστορία καθαρά προϊόν μυθοπλασίας ή υπάρχουν και αληθινά γεγονότα;

Στο κομμάτι της μυθοπλασίας, που παρουσιάζεται στις ζωές των ηρώων μου, έχω εντάξει τις προσωπικές μαρτυρίες της προγιαγιάς και της γιαγιάς μου όπως τις άκουσα και όπως μου μεταφέρθηκαν μέσω της μητέρας μου. Πολλά από τα στοιχεία που είχα συλλέξει σε βάθος χρόνου χρησιμοποιήθηκαν αυτούσια, ενώ κάποια άλλα τα τροποποίησα για χάρη της πλοκής κρατώντας τα αληθινά ονόματα, τοποθετώντας τα όμως σε διαφορετικούς ρόλους.

Το μυθιστόρημα είναι πλημμυρισμένο από το άρωμα της Σμύρνης πριν από την Καταστροφή, τους ψιθύρους των μυστικών υπηρεσιών, που έδρασαν τότε εκεί και τον έρωτα, που μπορεί να γεννηθεί από δύο μάτια διαφορετικού χρώματος. Η αγάπη γνωρίζει σύνορα;

Στο βιβλίο μου, πράγματι, δεν γνωρίζει σύνορα η αγάπη, γιατί αυτό το μήνυμα ήθελα να περάσω στη συγκεκριμένη ιστορία για τους δικούς μου προσωπικούς λόγους. Ωστόσο αν με ρωτάτε γενικότερα στη ζωή, πιστεύω ότι κάθε συναίσθημα έχει σύνορα, περιορισμούς και όρια, αφού σε όλα εμπλέκεται η ανθρώπινη ιδιοτέλεια.

Στο βιβλίο αναφέρεται πως «ό,τι σπάει ξανακολλά και ό,τι καταστρέφεται μπορεί να φτιαχτεί από την αρχή». Ποια είναι η άποψή σας; Ισχύει και στις ανθρώπινες σχέσεις;

Ακριβώς αυτή τη φράση, αυτούσια, την είχε πει η προγιαγιά μου, όταν περίλυπη αντιλήφθηκε πως το καλό μπλε σερβίτσιο που κουβάλησε από την πατρίδα δεν κατάφερε να φτάσει αλώβητο στην Ελλάδα, καθώς ένα πιάτο του είχε ραγίσει. Εχω βέβαια την υποψία πως δεν αναφερόταν αποκλειστικά στο σερβίτσιο, περισσότερο ήθελε να εμπνεύσει θάρρος στην εννιάχρονη τότε κόρη της, Νίτσα, αλλά και στον ίδιο της τον εαυτό προκειμένου να είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις ζώντας στο εξής σε μια χώρα που δεν υποδέχτηκε τους πρόσφυγες με ανοιχτή αγκαλιά. Σε ό,τι αφορά στις ανθρώπινες σχέσεις, δεν είμαι σίγουρη αν οι περισσότεροι από εμάς είμαστε πρόθυμοι να δώσουμε δεύτερη ευκαιρία, όταν κάποιος μας απογοητεύσει και η μεταξύ μας σχέση έχει διαρραγεί. Εξαρτάται ασφαλώς από διάφορους παράγοντες όπως πόσο νομίζουμε ότι αξίζει τον κόπο να διακινδυνεύσουμε να απογοητευτούμε ξανά. Προσωπικά, τάσσομαι με την άποψη του ποιητή Μένανδρου «Το δις εξαμαρτείν τ’ αυτόν ουκ ανδρός σοφού».

Ο πόνος για τις χαμένες πατρίδες μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, μαζί με τις αναμνήσεις, τα συναισθήματα, τις σκέψεις; Εχουμε κάποιο χρέος στις μελλοντικές γενιές;

Δεν ξέρω αν συνιστά καθήκον μας η μεταβίβαση στους απογόνους των ιστοριών, των γλωσσικών ιδιωμάτων, των παραδόσεων, αλλά και των συναισθημάτων που ένδυσαν το παρελθόν των προγόνων. Αναμφισβήτητα όμως είναι κάτι που συμβαίνει έτσι κι αλλιώς, αυθόρμητα και χωρίς να περνά από κάποια λογική επεξεργασία. Κατά τη γνώμη μου, είναι χρήσιμο, πέρα από οτιδήποτε άλλο, να γνωρίζουμε γενικά την ιστορία της χώρας μας, η οποία στο πέρασμα των χρόνων ανακατεύεται με τη δική μας οικογενειακή ιστορία, επειδή μας βοηθά να επεξηγούμε και να αποκρυπτογραφούμε σωστότερα τα σύγχρονα γεγονότα.

Συχνά αναφέρεστε στη γιαγιά σας και της αφιερώνετε το βιβλίο σας. Ποιες είναι οι θύμησες από τη γιαγιά Νίτσα;

Η γιαγιά Νίτσα ήταν η καλύτερη γιαγιά που θα μπορούσε να έχει ένα παιδί. Στάθηκε δίπλα μου σαν δεύτερη μάνα και με μεγάλωσε με αγάπη. Δεν ήταν μια γυναίκα μορφωμένη, όπως εννοούμε με τα σημερινά δεδομένα τη μόρφωση, δηλαδή μια συσσώρευση τίτλων και πτυχίων χωρίς αντίκρισμα, όμως διέθετε μεγάλη καλλιέργεια και παιδεία και οι συμβουλές που μου έδινε αποτελούσαν απόσταγμα σοφίας. Εκτός από τη θαυμάσια μαγειρική της τέχνη που μου δίδαξε μαζί με πολλές από τις οικογενειακές συνταγές, τα κορδελιώτικα τραγούδια που σιγομουρμούριζε κάθε τόσο, τη μεγάλη αγάπη για τον γενέθλιο τόπο της, αλλά και τον πόνο επειδή τον αποχωρίστηκε βίαια, μου εμφύσησε κυρίως τη μαχητικότητα και το πείσμα της… να μην παραιτούμαι όσο αντίξοες κι αν μοιάζουν οι συνθήκες.

Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;

Μόλις ολοκλήρωσα το επόμενο βιβλίο μου, το οποίο θα αφήσω για λίγο καιρό να «ξεκουραστεί», όπως κι εγώ άλλωστε, και μετά θα αρχίσω τις διορθώσεις με πιο καθαρό μυαλό.

Σας ευχαριστώ θερμά και εύχομαι πάντα επιτυχίες!

Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου