ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο λυράρης Κοσμάς Παναγιωτίδης

ο-λυράρης-κοσμάς-παναγιωτίδης-440309

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Η οικογένεια του Γρηγόρη Παναγιωτίδη καταγόταν από το Γκρόσνυ πρωτεύουσα της Τσετσενίας. Φούρναρης στο επάγγελμα, παντρεύτηκε τη 13χρονη Μαρία Ιορδανίδου, η οποία έφυγε από τα παράλια του Πόντου τα δύσκολα χρόνια των διωγμών, το 1909 και πήγε στο Γκρόσνυ για δουλειά. Απόκτησε μαζί της 5 παιδιά: τον Κοσμά, την Ευτυχία, τον Ηρακλή (Γιούρα), τον Χρίστο και ένα ακόμη που έχασε σε ηλικία 5 χρονών από ατύχημα. Το παιδάκι γλίστρησε και έπεσε σε μια λίμνη όπου διοχέτευαν το μαζούτ από τα πετρέλαια της περιοχής, αφού δεν υπήρχαν τότε δεξαμενές διοχέτευσης. Το γεγονός σημάδεψε την οικογένεια αλλά περισσότερο σημάδεψε ο θάνατος του Γρηγόρη, που πέθανε αφήνοντας τη Μαρία να αντιμετωπίσει μόνη της τις επερχόμενες δυσκολίες του διωγμού του 1939 επί Στάλιν.

Όμως εκείνη ανασκουμπώθηκε, μάζεψε τα παιδιά της και ακολούθησε μαζί με άλλους χωριανούς την πορεία τους προς το λιμάνι της Οδησσού. Από κει με πλοίο ήρθαν στον Πειραιά. Ο Κοσμάς, ο μεγαλύτερος γιος, ήταν μηχανικός και είχε την εμπειρία της πόλης του Βόλου από τα γεωργικά μηχανήματα του Γκλαβάνη, από τα πηλιορείτικα προϊόντα που έφταναν στο Γκρόσνυ. Έτσι πολύ γρήγορα ανέλαβε πρωτοβουλία και επέδειξε στη μάνα του τόπος εγκατάστασής τους να είναι ο Βόλος. Γεννημένος το 1916 ήταν τότε 23 χρονών, με το επάγγελμα του μηχανικού, αρραβωνιασμένος με τη Μελανί (Μέλη) Ιορδανίδου, που ήρθε όμως με άλλο πλοίο από την πατρίδα τους. Έσμιξαν πάλι στον Πειραιά, η Μελανί (Μελένια) έγινε από τον υπάλληλο καταγραφής Μελπομένη γιατί δεν υπήρχε όνομα ανάλογο, παντρεύτηκαν και ήρθαν στον Βόλο. Ο Κοσμάς βρήκε αμέσως δουλειά, ήξερε τη γλώσσα και αργότερα μετάφρασε πολλά εγχειρίδια μηχανικής από τα Ρωσικά στα Ελληνικά.

Το 1965 το Υπουργείο Γεωργίας τον διόρισε αρχηγό αποστολής δεκαμελούς ομάδος που θα επισκεπτόταν για τρεις μήνες τη Ρωσία. Ο λόγος του ταξιδιού αυτού ήταν ότι η Ελλάδα τότε εισήγαγε τρακτέρ από τη Ρωσία μάρκας « Belarus», από το όνομα της Λευκορωσία της οποίας πρωτεύουσα ήταν το Μινσκ. Σκοπός της αποστολής ήταν να ενημερώσουν τους Ρώσους τεχνικούς για τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τα τρακτέρ αυτά στο Ελληνικό έδαφος, τις συνθήκες του κλίματος για να μπορούν οι Ρώσοι τεχνικοί να τα βελτιώσουν ανάλογα με τις επικρατούσες εδώ συνθήκες.

Ο Κοσμάς στο διάστημα των 3 μηνών περιόδευσε όλες τις βιομηχανικές περιοχές της Ρωσίας και είδε τις συνθήκες των εργοστασίων.

Γεμάτος εμπειρία από το ταξίδι αυτό εργάστηκε στη Μηχανική Καλλιέργεια και έκανε σταλμένος από την Υπηρεσία μαθήματα στα χωριά της Θεσσαλικής υπαίθρου αλλά και της Φθιώτιδας. Ήταν πολύ γνωστός στον περίγυρό του με την επωνυμία ο «Ρώσος». Αργότερα έγινε και προϊστάμενος στο τμήμα επισκευών.

Ωστόσο δεν ήταν μόνο μηχανικός ο Κοσμάς. Ο Κούζας, όπως τον αποκαλούσαν οι δικοί του ήξερε να παίζει και λύρα, είχε μάθει από τον πατέρα του τον Γρηγόρη. Ήταν αυτός που όταν μαζεύονταν οι Ρωσοπόντιοι στα σπίτια τους στις διάφορες εκδηλώσεις χαράς έπαιζε ώρες ατελείωτες με τη λύρα του τα δικά τους τραγούδια, αυτά που τραγουδούσαν στη μακρινή Πατρίδα, θυμίζοντας την καταγωγή τους. Έτσι το 1958 που ιδρύθηκε ο Ποντιακός Σύλλογος ο πιο κατάλληλος μουσικός ήταν ο Κοσμάς Παναγιωτίδης, που είχε συμπτωματικά το ίδιο επίθετο με τον Ανέστη, τον ιδρυτή του συλλόγου, και αγαπούσε την Παράδοση. Εύρισκε το χρόνο να ακολουθεί τις εξορμήσεις του συλλόγου, πάντα οπλισμένος με υπομονή και αγάπη για τα παιδιά της Νέας Ιωνίας.

Χρόνος ελεύθερος δεν υπήρχε μα εκείνος κατάφερνε να ακολουθεί στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις, όπου μεσουρανούσε ο Σύλλογος και διακρινόταν. Μάλιστα στην Αθήνα σε ένα τους ταξίδι στο θέατρο της Δώρας Στράτου, τόσο αρμονικό και μελωδικό ήταν το παίξιμό του ώστε το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (Ε.Ι.Ρ.) τον κατέγραψε, ηχογράφησε τα τραγούδια του και τα μετέδιδε κάθε μεσημέρι που έπαιζε δημοτικά τραγούδια από όλη την Ελλάδα.

Ακολούθησε τον Ανέστη όταν ανέλαβε το Σύλλογο της Ελασσόνας και πήγε μαζί του το 1976 στη Δυτική Γερμανία αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης στις οποίες διακρίθηκαν. (σ. 166Θάλ.) Τη λύρα που έπαιζε και έβγαζε τους ήχους της Ποντιακής Ρωμιοσύνης την κατασκεύαζε μόνος του αλλά κάποιες φορές όταν δεν είχε χρόνο αγόραζε το μουσικό όργανο, αφού είχε πειστεί για τη μουσικότητα και αρμονία των ήχων του. Η μητέρα του Μαρία πέθανε το 1980 αφήνοντας κενό στην οικογένεια.

Χαμηλών τόνων χαρακτήρας με αγάπη για τη μουσική παράδοση ήξερε όλα τα παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας του και με τους ήχους αυτούς μεγάλωνε τις νέες γενιές που φοιτούσαν στο σύλλογο, χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθεί για την κούραση και την πολύωρη παραμονή του εκεί.

Σαν χαρακτήρας είχε πολλά προσόντα, δεν κάπνιζε, δεν έπινε πολύ και άντεχε… άντεχε να παίζει ώρες ατελείωτες τις χορδές της λύρας του για τους φίλους και για τους μαθητές της σχολής. Μέχρι τελευταία είχε τη λύρα συντροφιά και έπαιζε τις ώρες της μοναξιάς του στο σπίτι ενθυμούμενος το… ένδοξο παρελθόν.

Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 χρονών, το 2004 αφού χάρηκε τα παιδιά και τα εγγόνια του, αφού είδε την προκοπή τους. Από τα παιδιά τους ο μεγαλύτερος ο Φώτης τελειώνοντας το εξατάξιο Γυμνάσιο έχοντας σχέση με τη μουσική, όπως και τα άλλα αδέλφια, όλα ήξεραν να παίζουν ένα μουσικό όργανο, έγινε μουσικοσυνθέτης και έκανε στην Αθήνα την εταιρεία παραγωγής δίσκων «echo» δηλαδή ηχώ. Από τα χέρια του ξεκίνησε ο δωδεκάχρονος Ρωσοπόντιος Λευτέρης Πανταζής έμαθε να μιλάει καλά τα Ελληνικά και προωθήθηκε στο τραγούδι. Όλα έδειχναν πως η εταιρεία θα εξελισσόταν αλλά αποκλείστηκαν από τη δικτατορία μερικά τραγούδια και έτσι ο Φώτης αναγκάστηκε να ξενιτευτεί στη Γερμανία και να εργαστεί σε εργοστάσιο. Παντρεύτηκε τη Δέσποινα Τσουκάλη και απόκτησε δύο κορίτσια. Αφού συνταξιοδοτήθηκε ήλθε με την οικογένειά του στον τόπο του μαζί με τα άλλα αδέλφια του. Ο Γιώργος έπαιζε λύρα, βέβαια όχι όπως ο πατέρας του αλλά μπορούσε να τον αντικαταστήσει. Έτσι όταν ο Κοσμάς το 1965 έλειψε για τρεις μήνες στη Ρωσία, αυτός ανέλαβε τα καθήκοντα του πατέρα του στον Ποντιακό Σύλλογο και το κατόρθωσε επάξια. Σπούδασε στο Μετσόβιο Πανεπιστήμιο ηλεκτρολόγος μηχανικός και άφησε τη μουσική ως προσωπική ψυχαγωγία.

Παντρεύτηκε την Καλλιόπη Σπύρου και απόκτησε δυο παιδιά. Η Ελισάβετ έγινε δασκάλα και παντρεύτηκε τον δάσκαλο Παύλο Σακελλαρίου και ο Γρηγόρης έγινε γεωπόνος και παντρεύτηκε τη φιλόλογο Βαρβάρα Μιχαηλίδου.

Όλα τα αδέλφια δημιούργησαν οικογένειες προκομμένες ποτέ δεν άφησαν όμως τη μουσική τους παιδεία, και ιδιαίτερα μετά το θάνατο του πατέρα τους Κοσμά μαζεύονται συχνά παίζουν ο Γιώργος λύρα, ο Φώτης και ο Γρηγόρης μπουζούκι, παίζουν όλα τα αγαπημένα τραγούδια της οικογένειας που σηματοδότησαν την πορεία τους στην προσφυγική τότε Νέα Ιωνία. Θυμούνται, δακρύζουν, καμαρώνουν για τον πατέρα τους Κοσμά Παναγιωτίδη.[1]


[1] Μαρτυρία Φώτη και Γιώργου Παναγιωτίδη.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου