ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μια εικόνα, χίλιες σκέψεις

μια-εικόνα-χίλιες-σκέψεις-401515

Της Μιμίκας Καβούκη – Βαγγέλα,

Πριν ο ήλιος μεσουρανήσει, δύο φιγούρες στο δρομάκι και οι σκιές τους, ζαλισμένες απ’ τη θέρμη του, πλαγιαστές στο χώμα, να τις ακολουθούν.

Είναι οι φιγούρες του τρυφερότερου και πιο πανίερου ζευγαριού, που η φύση ταίριαζε ποτέ: Μιας μάνας με το παιδάκι της.

Δύο φιγούρες, κρατημένες σφιχτόχερα, που βγήκαν σεργιάνι.

Φιγούρα ψιλόλιγνη, μ’ ανάλαφρη περπατησιά η νεαρή μάνα, κρατά σφιχτά στην παλάμη της τη μικρή ζυμαρένια χουφτίτσα του μικρού της αγοριού που, απ’ τον σταθερό διασκελισμό του και το σκυφτό καπελωμένο κεφαλάκι του, δείχνει πως άρχισε να πατά γερά στη γη και να ελέγχει, έναν βηματισμό σε τόνους και ρυθμούς στη στράτα της ζωής του.

Για την ώρα, η θέα του στοργικόμορφου συνταιριάσματος, μόνο ανείπωτου γλυκασμού και συγκινησιακής τρυφεράδας, συναισθήματα μπορούν να ξυπνήσουν, θωρώντας το…!

Κι εσύ, να γυρνάς πίσω τη σκέψη σου κι αργοπατώντας σε χορταριασμένα μονοπάτια, να ψάχνεις να ζωντανέψεις αλλοτινούς σβησμένους βηματισμούς, αναζητώντας τα χνάρια των παιδικών κι εφηβικών σου χρόνων, κι όλα εκείνα που σ’ έφεραν ως εδώ:

Τότε που ανεβοκατέβαινες βιαστικά τα καλντερίμια, που σκόνταφτες κι έπεφτες, ματώνοντας γόνατα και παλάμες για να προφτάσεις το σχολειό, πριν σβήσει κι ο τελευταίος χτύπος του κουδουνιού.

Που πρόσεχες να μη χυθεί η μελάνη στα χέρια σου απ’ το μελανοδοχείο, μη λερώσεις περισσότερο τις ήδη λερωμένες σελίδες του τετραδίου της γραφής, απ’ τα μελανωμένα δάχτυλα κι αναγκαστείς να υποστείς τη φοβερή τιμωρία της δασκάλας:

  • Ξαναγράψτο άλλες εκατό φορές!

Τα γλιστρήματα στις χιονισμένες κατηφοριές κι ανηφοριές.

Τα προσεκτικά βήματα στα δύσβατα μονοπάτια, που οδηγούσαν στο γιορτάσι των εξωκκλησιών.

Στ’ αλαφροπατήματα ανάμεσα στις οξιές και καστανιές, για τα καλογεράκια και τις νερατζούλες, τα νοστιμότερα κι ομορφότερα μανιταρογεννήματα του φθινοπώρου, ανάμεσα στις μηλιές, φουντουκιές κι ελιές. Το μάζεμα των χαοκέρασων, των βραστών και τσιγαριστών χόρτων, των πεσμένων ελιών και μήλων που ωρίμαζαν και γλύκαιναν απ’ τις γήινες ανασεμιές.

Βηματισμοί λαχανιαστοί, ρυθμικοί, ομαδικοί για εκδρομές, εκκλησιασμούς και παρελάσεις. Χαλαροί, της κυριακάτικης βόλτας και των “κλεφτών ματιών”, των περιπάτων κι επιφυλακτικοί, ενός βιαστικού ραντεβού, με συνοδεία τον φόβο και το καρδιοχτύπι…!

Βηματισμοί, πότε με παλιά ή στενόχωρα παπούτσια, πότε με όμορφα και καινούρια, μα πάντα βηματισμοί που μείναν πίσω, που τους έσβησε η βροχή, η σκόνη, το κύμα, μα που τα ίχνη τους έμειναν άσβηστα στη μνήμη.

Κι αργότερα, βηματισμοί ενός λαχανιασμένου τροχάδου, στο κυνήγι της επιβίωσης και του ονείρου.

Βήματα μιας ολάκερης ζωής, με τρέξιμο, με πεσίματα, γδαρσίματα, ξανασηκώματα.

«Βηματισμοί, “ιπποτών στρατοκόπων”, που αξιώνονται της ευλογίας των μικρών βημάτων, που καταπίνουν τις ατέλειωτες εκτάσεις».

Μιας ζωής εγκλωβισμένης στον σχεδιασμό, στον προγραμματισμό, στο καθήκον και στο πρέπει. Αλλά και στα “ΟΧΙ” σου και στα “θέλω” σου και στο “ασυμβίβαστό” σου και στις “υπερβάσεις” σου.

Αλογάριαστοι βηματισμοί που συσσωρεύτηκαν στο κιτάπι του χρόνου αλλά η θύμηση τούς κρατά “ανεξόφλητους” κάθε φορά, που η νοσταλγία τους, τους υπενθυμίζει. Βηματισμοί ολάκερης ζωής, σε όλες της τις εκφάνσεις.

Ορχηστρικό κομμάτι δικής της έμπνευσης, με μαέστρο εσένα και σε οδηγούν κάθε φορά, που η σκέψη τους κυνηγά και ψάχνει να τους βρει σε δροσερές πηγές που ξεδιψούν κι αναζωογονούν.

Βηματισμοί ανάδρομοι στο λιβάδι της μνήμης, διαδρομές σε χορταριασμένα μονοπάτια του χθες, ιχνηλατώντας ν’ ανακαλύψεις το διάβα σου σ’ αυτό. Μα κι αυτό το χθες, σ’ οδήγησε στο σήμερά σου.

Γιατί, όπως και να το πούμε, όπως και να το κάνουμε: «Είμαστε οι πρόγονοι του μέλλοντος που κρίνεται απ’ τις σκέψεις, τα αισθήματα, τις πράξεις μας». Και συμπληρώνω:

Αν τα βήματα της ζωής μας είχαν καλές διαδρομές, τότε άξιζε τον κόπο να τις διαβούμε και αξίζει να τις αναϊχνηλατούμε.

Και κλείνω τις σκέψεις μου μ’ ένα σημείωμα που βρήκα σ’ ένα κουτί με φωτογραφίες, κάρτες και γράμματα ενός αγαπημένου μου προσώπου. Είναι μια κάρτα που πίσω της, γράφει κάτι γλυκό και νοσταλγικό, για τα βήματα:

«Τα βήματά μου πάνω στην άμμο,

τα δικά μου βήματα… Μα τι παράξενο!

Φαίνονται σαν να μένουν καρφωμένα,

να φωνάζουν: − Μην προχωράς, είναι

ανώφελο, είναι αδύνατο να φτάσεις

εκεί, γιατί χρειάζεται κάτι, που

τώρα δεν το ‘χεις. Χρειάζεται, αυτό

που πέρασε, σήκωνε ανάλαφρα την

άμμο, τα βήματά σου, που χάνονταν

αμέσως. Δεν περπατούσες, αγάπη μου.

Πετούσες…!».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου